Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

Τα Κουφετάκια της θείας Γιαννούλας στη Βαλύρα , το 1963/Αφιερωμένο στην αείμνηστη θεία Γιαννούλα

 




Τα Ζίννια στη Βαλύρα, οι γιαγιάδες μας τα έλεγαν Κουφετάκια. Δεν ήταν Ζίννια νάνοι, ο

μίσχος τους έφθανε το μισό μετρό και μερικές φορές περισσότερο. Τα έσπερναν οι

νοικοκυρές σχεδόν σε κάθε κήπο του χωριού την Άνοιξη και άνθιζαν το Καλοκαίρι , μαζί με

τα βασιλικά. Όμως, εκείνη που διακρινόταν για τη καλλιέργειά τους ήταν η θεία Γιαννούλα,

που έμενε κάτω από το χαντάκι και ακριβώς απέναντι από το παρεκκλήσιο του Αι Νικόλα.

Τι καλός άνθρωπος που ήταν η θεία Γιαννούλα, και τι χρυσοχέρα! Εργαζόταν από τα

ξημερώματα και καλλιεργούσε παντός είδους κηπευτικά στο περιβόλι της, που ήταν ένα

στρέμμα ,πίσω από το μικρό της, πλινθόκτιστο αγροτόσπιτο. Εκείνο όμως που ήταν

άκρως εντυπωσιακό, ήταν η ανθοφορία και ποικιλία στα Κουφετάκια της, που ομόρφαιναν

τους καλοκαιρινούς μήνες όλο το χωριό και στόλιζαν τα ανθοδοχεία , στο παρεκκλήσι του

Αι Νικόλα.

Ανάμεσα στις άλλες γυναίκες του χωριού ,ξεχώριζα από μακριά τη θεία Γιαννούλα από

το τσεμπέρι της ,που ήταν καφέ, όπως το χρώμα της γης, ο άγιος κεφαλόδεσμος αυτής της

καταξιωμένης αγρότισσας. Πόσο την είχε ευλογήσει ο Θεός! Το βλέμμα της έλαμπε από

καλοσύνη . Είχε ένα γλυκό μειδίαμα, κάτω από το ιδρωμένο και ηλιοκαμένο της πρόσωπο,

ίδιο ο ήλιος του θερισμού.

Η μητέρα μου Ευγενία, μου έδειξε για πρώτη φορά τα ανθισμένα Κουφετάκια της

θείας Γιαννούλας και δυστυχώς ,την έβαλα σε μπελά, γιατί από τότε και για πολλά χρόνια

στη συνέχεια ,δεν υπήρχε φορά που να περάσουμε από το σπίτι της και να μην ψάξω να

δω αν έχουν ανθίσει τα Κουφετάκια της! Ήμουν πέντε χρονών το 1963, ένα ευγενικό

παιδί, αλλά πολύ κτητικό με τα άνθη. Ήθελα όλα να φυτρώσουν στην αυλή του σπιτιού μας

και κάθε μέρα να παρακολουθώ πώς μεγαλώνουν και ανθίζουν. Είχα μάθει τα χρώματα και

εντυπωσιαζόμουν όταν τα εντόπιζα σε λουλούδια. Η θεία Γιαννούλα άπλωσε το χέρι της

για να μην πέσω μέσα στο χαντάκι , γιατί ήμουν διστακτική και φοβόμουν μην πεταχτεί

κανένα φίδι και με οδήγησε στον κήπο της. Τα Κουφετάκια έγερναν τα κεφαλάκια τους

,σχεδόν λιπόθυμα εκείνο το απόγευμα από τη ζέστη του καλοκαιριού και ρουφούσαν

διψασμένα το κρύο νερό στις ρίζες τους, που τους έριχνε απλόχερα με τον τσίγκινο κουβά

της ,η εργατική αγρότισσα. Ζαλίστηκα κυριολεκτικά από την τόση πολυχρωμία και

αισθανόμουν ότι είχα ξυπνήσει μέσα σε ένα ανθισμένο παραμύθι. Ο παράδεισος της θείας

Γιαννούλας που ανακάλυψα, ήταν ο πιο όμορφος στον παιδικό μου κόσμο!

Περίεργο είναι, ότι δεν της ζήτησα να μου δώσει λουλούδια για το σπίτι, αλλά για να

πάω να στολίσω τα ανθοδοχεία του Αι Νικόλα. Ο λόγος ήταν, ότι κατά τους

Ανοιξιάτικους μήνες κάτι βρίσκαμε στους φράχτες του μπαξέ μας, που ήταν πενήντα μέτρα

πιο κάτω από το σπίτι της θείας Γιαννούλας, όπως κάλα, άνθη ροδιάς και μηλιάς,

λεμονανθούς και άγρια κυκλάμινα. Τους καλοκαιρινούς μήνες όλα είχαν ξεραθεί. Εκείνη τη

μέρα δεν είχα μαζί μου δώρο για τον Άγιο Νικόλαο και αναρωτιόμουν, πώς θα τον

προσκυνήσω χωρίς άνθη!

-Θεία Γιαννούλα, είπα, μπορείς να μου δώσεις λίγα Κουφετάκια να τα πάω στον Άγιο

Νικόλα;

-Ναι, μου απάντησε, ήταν να του τα πάω σήμερα, αλλά είμαι γεμάτη χώματα και πρέπει

πρώτα να

να κάνω μπάνιο. Θέλεις να τα πας εσύ; Φθάνεις να αλλάξεις το νερό και να στολίσεις τα

ανθοδοχεία;

-Θα με βοηθήσει η μαμά, είπα και κοίταξα τη μητέρα μου ,που μου έγνεψε θετικά,

χαμογελώντας.

-Τι χρώμα θέλεις να σου δώσω;


-Ό,τι θέλεις εσύ θεία, απάντησα, έτσι με είχε μάθει ο πατέρας μου να λέω!

-Να σου δώσω ένα από το καθένα;

- Αν θέλετε, ευχαριστώ.

Και τι δεν μου έδωσε !Κίτρινα, πορτοκαλί, ροζ, άσπρα, βιολετί, κόκκινα και δίχρωμα

κουφετάκια κι όλα από διπλά.

-Αυτά για τον Άγιο κι αυτά για σένα ,που είσαι καλό κορίτσι, μου είπε χαμογελώντας.

Χάρηκα πολύ και της φίλησα το χέρι. Στη συνέχεια είπα: Φτιάχνω κουλουράκια, με ωραία

σχήματα, μαζί με τη μαμά , και όταν φτιάξουμε θα σου φέρω θεία!

-Να πάτε στο καλό , μας ευχήθηκε ολόκαρδα.

Δεν κατάλαβα από τη χαρά μου πώς πήδηξα το χαντάκι και βρέθηκα στο παρεκκλήσι.

Αισθανόμουν ότι ο Άγιος τα ήξερε ήδη όλα και ήταν κι αυτός χαρούμενος ,όπως εγώ.

Το εσωτερικό της μικρής εκκλησίας έλαμπε από καθαριότητα . Μία αίσθηση γαλήνης και

ευοδίας, από τα μυρίπνοα άνθη του Χριστού, τις παλιές άγιες εικόνες, σαν πέπλο από

Φως Ιλαρόν, κάλυψε τους παιδικούς μου ώμους, έτσι που αισθάνθηκα, με τα αθώα μου

μάτια, ότι κατέβηκε ο Άγιος από την εικόνα του και με πήρε απαλά αγκαλιά ,με τα φωτεινά

χέρια του. Η θεία Γιαννούλα είχε προνοήσει και είχε αφήσει δύο μπουκάλια με νερό πάνω

στο σκαλιστό τραπεζάκι. Στολίσαμε με τη μητέρα μου τα ανθοδοχεία και ανάψαμε το

καντηλάκι και κεράκια. Προσκύνησα τον Άγιο Νικόλαο και του είπα ότι του χρόνου θέλω να

φυτρώσουν και τα δικά μου Κουφετάκια, θα ζητήσω σπόρο από τη θεία Γιαννούλα.

Πέρασαν σαράντα χρόνια απουσίας μου, εκτός Ελλάδος και στην Αθήνα. Το

περασμένο Καλοκαίρι ,του 2020, κατέβηκα στη Βαλύρα. Είχα μία έντονη επιθυμία να

επισκεφτώ τον Άγιο Νικόλαο. Ξεκίνησα από το Μπιζάνι, που είναι το πατρικό μου σπίτι και

περπάτησα με βήμα ταχύ, λες και ήθελα να προλάβω κάτι , κατηφορίζοντας προς το

παρεκκλήσι. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο περιβόλι που ήταν παλιά το σπίτι της θείας

Γιαννούλας. Όμως, δεν υπήρχε τίποτα πια, ούτε ένα λιθάρι, ούτε ένα δέντρο, ούτε ένα

κομμάτι ξύλο, κάτι που να θύμιζε ότι εκεί ζούσε εκείνη η ευλογημένη ψυχή. Ο χρόνος τα

σάρωσε όλα και άφησε έρημη τη γη, να φυτρώνει χορτάρι με τη βοήθειά της βροχής, αλλά

και το χαντάκι ,που πότιζε κάποτε τους μπαξέδες μπαζώθηκε. Έσφιξα τη καρδιά μου και

ανέβηκα στο εκκλησάκι, που ήταν υπερβολικά ασβεστωμένο και είχε χάσει τη παλιά του

αίγλη, η Βυζαντινή εκκλησία με τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο, την οποία αναφέρει ο

περιηγητής Πουκεβίλ, και εμείς απλά την ασβεστώσαμε και τη γδύσαμε. Η πόρτα ήταν

ελαφρώς ανοιχτή και ο άνεμος είχε γεμίσει με σκόνες τον ιερό ναό και το Άγιο

Θυσιαστήριο με ξερά φύλλα. Η εικόνα του Αγίου δεν ήταν εκεί, ούτε οι παλιές εικόνες του

εσωτερικού διακόσμου, αλλά δυο άλλες ήταν στη θέση τους, και η μία μουχλιασμένη.

Ανθοδοχεία δεν υπήρχαν. Θεέ μου, μονολόγησα, τι συμβαίνει εδώ; Άρπαξα μία σκούπα

και άρχισα να σκουπίζω και να καθαρίζω. Ήθελα να ανάψω το καντηλάκι , αλλά δεν είχα

τα απαραίτητα. Επέστρεψα στο σπίτι και ξαναγύρισα γρήγορα. Αφού κατάφερα να

καθαρίσω και να ανάψω ,προσκύνησα, κάθισα σε μία καρέκλα, δίπλωσα τα χέρια μου,

έσκυψα το κεφάλι μου και αυτοσυγκεντρώθηκα ,με δάκρυα στα μάτια.

-Είσαι εδώ Άγιε Νικόλα μου, είμαι θλιμμένη είπα, αλλά δεν κρίνω κανέναν. Απλά, είμαι

θλιμμένη.

- Με εορτάζουν ,απάντησε ο Άγιος , σαν παραμυθία Παναγιά στη σκέψη μου, φέρνουν

πρόσφορα στη γιορτή μου.

- Είσαι εδώ ,Άγιε μου, σε ευχαριστώ ,αιωνία η μνήμη της θείας Γιαννούλας, αναφώνησα με

λυγμούς.

Μεταφέρθηκα ,σαν σε όραμα,στη παιδική μου ηλικία και είδα τα Κουφετάκια που είχαν

αναστηθεί στα ανθοδοχεία, με τα πέταλά τους σηκωμένα. Ριγούσαν συγκλονισμένα

,εμπρός στη θεία παρουσία του Αγίου.

Γονάτισα στην ωραία πύλη έκθαμβη , κι αφού συνήλθα από τη συγκίνηση, έκλεισα καλά

τη πόρτα και έφυγα.

Καθώς προχωρούσα, έψαχνα αριστερά και δεξιά να δω κανένα Κουφετάκι στους κήπους

των σπιτιών. Δεν εντόπισα τίποτα, αν και είδα πολλά και σύγχρονα, εντυπωσιακά άνθη.


Δεν πειράζει είπα, του χρόνου θα φυτέψω στον κήπο του πατρικού σπιτιού μου

Κουφετάκια, αλλά πού θα βρω το παλιό σπόρο , αναρωτήθηκα και βρέθηκα σε αδιέξοδο.

Την επόμενη μέρα με είχε καλέσει η αδελφή της μητέρας μου, η θεία μου Παναγιώτα ,στο

σπίτι της στα Αγρίλια. Αγκαλιάζοντας την, έπεσε το βλέμμα μου στα ανθισμένα παρτέρια

του σπιτιού της , που ήταν γεμάτα με Κουφετάκια , και με κοιτούσαν γελαστά, με τον

μακρύ τους μίσχο. Δεν είναι δυνατόν σκέφτηκα!

- Θεία Πότα, έλειπες για πολλά χρόνια στην Ελβετία, πού βρήκες σπόρο από τα παλιά

Κουφετάκια; Τη ρώτησα με περιέργεια.

-Α! Μου απάντησε. Η γιαγιά σου Κωνσταντίνα τα φύτευε στο πατρικό μας σπίτι και

φύτρωναν κάθε χρόνο μόνα τους, από τότε που έφυγε από τη ζωή. Πήρα σπόρο και τα

καλλιεργώ εδώ τώρα.

-Θυμάσαι τη θεία Γιαννούλα, απέναντι από τον Άγιο Νικόλα, που είχε έναν όμορφο κήπο

γεμάτο

Κουφετάκια;

-Πώς δεν τη θυμάμαι τη θεία Γιαννούλα,η κόρη της η Έλλη ήταν φίλη μου, απάντησε. Είχε

δώσει πολλούς σπόρους από τα βασιλικά της η θεία Γιαννούλα στη γιαγιά σου.

-Τα ροζ και βιολετί, βλέπω ότι άντεξαν στο χρόνο .

-Μη στενοχωριέσαι παιδάκι μου, απάντησε η καλή μου θεία. Θα σου κρατήσω φέτος

σπόρο και θα

σου δώσω να σπείρεις στο σπίτι σου.

Ευλογημένα τα χρυσά χέρια που ανθίζουν Κουφετάκια στη Βαλύρα.

Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

Ιούλιος, 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια: