Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

Η Σηροτροφία και η Υφαντική Τέχνη στη Βαλύρα-Αφιερωμένο στις υφάντρες του χωριού μας


Ο Βασίλης υπηρέτησε στον Έβρο λίγο μετά τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο,αλλά μετά την απόλυση του
δεν επέστρεψε αμέσως στη Βαλύρα. Έμεινε σ ένα χωριό κοντά στο Σουφλί για έναν χρόνο, γιατί
αγαπούσε μία κοπέλα και εργαζόταν σε σηροτροφείο της περιοχής για να συντηρήσει τον εαυτό του. Δεν
κατάφερε να προχωρήσει η σχέση του με τη “νεαρά”, γιατί οι γονείς της ήθελαν για γαμπρό κάποιο
παλικάρι από τη περιοχή τους και ο Βασίλης απογοητευμένος επέστρεψε πίσω στη Βαλύρα. Όμως
επιστρέφοντας, έφερε ένα μεγάλο δώρο στο χωριό κι αυτό ήταν ο σπόρος του μεταξοσκώληκα.
Πιστεύοντας ότι η σηροτροφία είναι ένας καλός τρόπος να εξοικονομεί τα προς το ζην, αφού είχε
εκπαιδευτεί κατάλληλα από τους μεγάλους δασκάλους του Σουφλίου , εφήρμοσε κατά γράμμα το
πρόγραμμα εκτροφής μεταξοσκωλήκων στο χωριό ,και τα κατάφερε θαυμάσια.

Mόνο που στη συνέχεια πωλούσε τα ψημένα κουκούλια του, γιατί ο ίδιος δεν ήταν υφάντρα για να υφάνει μεταξωτά υφάσματα,ούτε μοδίστρα για να αξιοποιήσει τα υφαντά, ράβοντας ενδύματα, είδη σπιτιού, και μαντήλια Καλαματιανά.

Τη τέχνη των μαντηλιών ήδη κατείχαν άριστα οι καλόγριες στο Μοναστήρι στη
Καλαμάτα. Στη Μεσσηνία υπήρχαν και τα αντίστοιχα εργαστήρια επεξεργασίας μεταξωτού νήματος
,που παραλάμβαναν τα ψημένα κουκούλια και παρέδιδαν πίσω μεταξόνημα.
Ο Βασίλης πάντα αναζητούσε να βρει τη Βαλυριώτισσα που θα μπορούσε να τα καταφέρει σε
όλους τους τομείς, από τη σηροτροφία μέχρι τη υφαντική και τη ραπτική και να την παντρευτεί, αλλά δεν
στάθηκε τυχερός στα νιάτα του και παρέμεινε εργένης. Μόνο προς τα γεράματά του συνάντησε τη
χρυσοχέρα Γεωργία και τις αδελφές της Αγγελική και Ελένη, που υπόσχονταν πολλά, γι αυτό
συστηματικά τους μετέφερε όλες του τις γνώσεις για τη σηροτροφία με πολύ ενθουσιασμό και
αφοσίωση. Η εκπαίδευση λεκτικά έλαβε μέρος στην αυλή της δεινής υφάντρας Κωνσταντινιάς και στη
συνέχεια στο σπίτι των κοριτσιών. Ξεκίνησε μία Άνοιξη, γύρω στα μέσα του Απρίλη, μετά τη λήξη του
εμφυλίου πολέμου στη Βαλύρα, που είχαν ησυχάσει τα πράγματα.
Η Κωνσταντινιά είχε όλο τον Χειμώνα γνέσει τα μαλλιά των προβάτων, ήταν έτοιμες οι κούκλες
μέσα σε μία κόφα , είχε ανάψει φωτιά και ζέσταινε νερό σε τρία διαφορετικού μεγέθους καζάνια στην
αυλή. Πάνω στους ξύλινους στύλους στην αυλή, είχε στερεώσει και τεντώσει καλά τριχιές για να
απλώσει τα βαμμένα νήματα. Κατείχε άριστα τη βαφή των νημάτων με τον παραδοσιακό τρόπο,
αξιοποιώντας φυτά και άλλα υλικά γύρω της για να πετύχει συγκεκριμένα χρώματα, αλλά ορισμένες
φορές χρησιμοποιούσε και χημικές μπογιές, αν ήθελε κάποιο διαφορετικό χρώμα, που δεν μπορούσε να
το αναδείξει με τα φυτά που καλλιεργούσε γι αυτό το σκοπό στον κήπο της. Τα τρία κορίτσια κάθονταν
δίπλα της, βοηθούσαν και παρακολουθούσαν πώς έβαφε η φεγγαροπρόσωπη Κωνσταντινιά με το
μαύρο τσεμπέρι της τα μαλλιά και τους σιγοτραγουδούσε με την κρυστάλλινη φωνή της ένα τραγούδι
που ήξερε από τη μάνα της. Υμνούσε τη φύση και τα χρώματα, δυστυχώς δεν θυμάμαι ακριβώς
τους στίχους ,αλλά έμοιαζαν με το ποίημα της σύγχρονης υφάντρας από την Αιτωλοακαρνανία,
Αρετής Ασημάκη Ρόκα:

Το μαύρο το βελανιδί βγάζει το βελανίδι
το άλικο το κόκκινο το βγάζει το ριζάρι,
τα ροζ, τα τριανταφυλλιά, τα κίτρινα, τα πορφυρά
βγαίνουν απ ́τα λουλούδια.
Λουλάκι από τη Βενετιά να βάψεις τα γαλάζια,
για τ ́άσπρα τα κατάξασπρα πάρε μαλλί από γκεσέμ κριάρι.
Και να το πλύνεις μοναχό σε καταγάργαρο νερό
που τρέχει στης Αγια Τριάδος το αυλάκι.
Τα καφετιά και τα μελιά, τα μουσταρδιά, τα γκρίζα
τα βάφουνε από καστανιές με κλώνους και μπουμπούκια.

Είναι πολλά τα χρώματα που ́χει η φύση όλη,
εσύ θα βάζεις την ψυχή, την τέχνη και την τόλμη.
Τα κορίτσια γελούσαν και της έλεγαν:
-Για το πράσινο δεν μας είπες από πού βγαίνει κυρά δασκάλα!
Τότε η Κωνσταντινιά σοβάρευε και εξηγούσε:
-Το ανοιχτό λαδί από τα χλωρά φύλλα της μουριάς και το πράσινο από τα χλωρά κυπαρισσόμηλα.
Η Γεωργία είχε ήδη τελειώσει την εκπαίδευσή της στην κοπτική ραπτική, εκείνο που την ενδιέφερε
περισσότερο ήταν να της δείξει η Κωνσταντινιά στην υφαντική , τι χτένι χρησιμοποιεί κάθε φορά,
πως μετράει τον πόντο της ύφανσης, τι ακριβώς νήματα διαλέγει , πώς φτιάχνει τα μιτάρια για να
υφάνει λεπτά υφάσματα, και πώς υφαίνει τραπεζομάντιλα, προσόψια, κουρτίνες και ριγωτό ύφασμα
για μακριές φούστες, που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Κι ενώ η Κωνσταντινιά εκείνο τον καιρό
ήταν στα τελειώματα, όσον αφορούσε τα λεπτοϋφασμένα προικιά της Βγενικούλας στον αργαλειό,
προετοίμαζε τα νήματα για να υφάνει στη συνέχεια τις φλοκάτες για τις άλλες δύο κόρες της, τη
Καλλιόπη και τη Πότα.
Καθώς περνούσε ο κυρ Βασίλης με ένα σακί φορτωμένος στη πλάτη του, είδε τη μουριά της
προκομμένης υφάντρας, που είχε επάνω φρέσκα, τρυφερά μορεόφυλλα που μουρόφυλλα τα λέμε στο
χωριό και σταμάτησε.
-Καλημέρα Κωνσταντινιά, τι κάνετε κορίτσια, μαλλιά βάφετε: Ρώτησε.
-Έλα Βασίλη, κάτσε να σε φιλέψουμε φρέσκια μυζήθρα και ψωμί, το έψησα πρωί πρωί.
Καθώς ο Βασίλης κάθισε και απολάμβανε το πλούσιο πρωινό με ψωμί, μυζήθρα, μέλι και καρύδια που
του προσέφερε η Κωνσταντινιά, εκείνη τον ρώτησε:
-Πού πας έτσι ζαλωμένος με το σακί;
-Πήγα κάτω στον μπαξέ και μάζεψα μουρόφυλλα , αλλά είδα και τη δική σου τη μουριά που έχει επάνω
τρυφερά φύλλα και είπα να σταματήσω να μου κόψεις μερικά.
-Να κόψεις όσα θέλεις μόνος σου ,είπε η εκείνη, γιατί πρέπει να παρακολουθώ το βράσιμο για να
πετύχει σωστά το χρώμα .
- Να αφήσει και μερικά, είπε η Ελένη, γιατί με τα φύλλα της μουριάς βάφουμε το ανοιχτό λαδί!
Όλες γέλασαν.
-Κύριε Βασίλη για τα ζώα τα θέλεις τα μουρόφυλλα; Ρώτησε η Αγγελική.
Η Κωνσταντινιά χαμογέλασε και του είπε:
-Για πες στα κορίτσια τι κάνεις, γιατί δεν το γνωρίζουν.
Ο Βασίλης άρχισε να τους εξιστορεί με λεπτομέρειες πώς ξεκίνησε να εκτρέφει μεταξοσκώληκες και
εκείνες ενθουσιάστηκαν. Η Γεωργία μάλιστα του είπε ότι θέλει κι αυτή οπωσδήποτε να τους
καλλιεργήσει , να της πουλήσει σπόρο και να την εκπαιδεύσει να γίνει μία πολύ καλή σηροτρόφος. Οι
άλλες δύο αδελφές της κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
Ο Βασίλης συγκινήθηκε που η Γεωργία ύφαινε , ήταν παράλληλα μοδίστρα κι αφιλοκερδώς της έδωσε
σπόρο και την εκπαίδευσε, με μία προϋπόθεση:
- Όταν μπορέσεις να μου υφάνεις ένα μικρό μεταξωτό τραπεζομάντιλο, για να το στρώσω πάνω στο
τραπέζι της μάνας μου, γιατί το κέντημά της τρύπησε τόσα χρόνια με το πλύσιμο.
-Με όλη μου τη καρδιά, απάντησε η Γεωργία και αργότερα τήρησε τον λόγο της.
Η Κωνσταντινιά ,που αγαπούσε τα μεταξωτά νήματα, δεν είχε χώρο στο μικρό της σπίτι για να
ασχοληθεί με τη σηροτροφία, όμως τα κορίτσια ζούσαν σ ́ ένα άνετο πέτρινο σπίτι, που είχε ένα μεγάλο
δωμάτιο με παράθυρο προς τον δημόσιο δρόμο του χωριού . Το δωμάτιο δεν το χρησιμοποιούσαν ,
γιατί προτιμούσαν να μοιράζονται τόσο τα ρούχα τους όσο και τα κρεβάτια σ  ́ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο
του σπιτιού, που είχαν τοποθετήσει ένα διπλό κι ένα μονό κρεβάτι, για να ξαπλώνουν όλες μαζί και να
συζητάνε τα βράδια μεταξύ τους. Οι τρεις Χάριτες έστησαν το σηροτροφείο τους στην άδεια εφηβική
κρεβατοκάμαρα. Ο πατέρας τους ,ο κυρ Γιάννης, είχε αποθηκεύσει στο υπόγειο δύο μονά κρεβάτια που
τα χρησιμοποιούσαν όταν ήταν μικρές. Επάνω σε αυτά προσάρμοσαν παχύ φύλλο ξύλου και αφού το
στερέωσαν καλά για να μην κουνιέται, ο κυρ Βασίλης ήταν για σαράντα δύο μέρες επί το έργον, με τις
ευλογίες των γονιών των κοριτσιών και τα φιλέματα της Κωνσταντινιάς.
Αφού τους εξήγησε ότι υπάρχουν τρία είδη μουριάς, μία που κάνει καρπό, εκείνη που έχει φύλλο με
τρεις λοβούς και αυτή με τα πλατιά φύλλα, χωρίς καρπό και ότι η κατάλληλη για την εκτροφή του
μεταξοσκώληκα είναι η τρίτη χωρίς καρπό, δηλαδή η μουριά του χωριού, επίσης ότι στα αρχικά στάδια
ψιλοκόβουμε τα μουρόφυλλα, άρχισαν την εκτροφή και παρακολουθώντας τον διδάχτηκαν τη τέχνη της
σηροτροφίας.

Για σαράντα δύο μέρες έκαναν συστηματική εκπαίδευση υπό την εποπτεία του κυρ Βασίλη και
μάδησαν όποια μουριά βρήκαν εύκαιρη μπροστά τους στο χωριό, για να συγκεντρώσουν για 30 μέρες,
συνολικά 250 κιλά μουρόφυλλα για 12,5 γραμμάρια σπόρο μεταξιού, που τους έδωσε 35 κιλά χλωρά
κουκούλια ,τα οποία στη συνέχεια αφού τα έψησαν για να σκοτωθούν οι χρυσαλλίδες έμειναν 12 κιλά ,
που τους άφησαν 1,5 κιλό μεταξωτή κλωστή.
Η αγωνία τους είχε κορυφωθεί στο πρώτο στάδιο και περίμεναν εναγωνίως 14 μέρες μέχρι την
εκκόλαψη του σπόρου. Μετά άρχισαν να μετράνε τα πέντε στάδια, τις πέντε ηλικίες και αντίστοιχα τους
ύπνους ενδιάμεσα του μεταξοσκώληκα, βήμα προς βήμα .
Στην αρχή οι μεταξοσκώληκες ήταν πολύ μικροί ,μαύροι και έτρωγαν συνέχεια ψιλοκομμένα
μουρόφοφυλλα. Εκείνες σαν τρελές είχαν ξεχυθεί στους κήπους της γειτονιάς και μάζευαν φύλλα
συνέχεια. Σε 4,5 μέρες το δέρμα τους σταμάτησε να μεγαλώνει ενώ το σώμα τους δεν χωρούσε μέσα και
ήθελε να βγει προς τα έξω. Τότε οι μεταξοσκώληκες έβγαλαν μεταξόνημα από το στόμα τους, έδεσαν τα
πόδια τους σ ένα σταθερό σημείο, σήκωσαν το κεφάλι τους ψηλά και κοιμήθηκαν για 1,5 ημέρα. Αυτός
ήταν ο πρώτος τους ύπνος. Οι Χάριτες που δεν είχαν δει μεταξοσκώληκα να κοιμάται εκστασιάστηκαν.
Πατούσαν στις μύτες των ποδιών γιατί νόμιζαν ότι θα τους ξυπνήσουν! Μέχρι και τις μεταξύ τους
διαφωνίες για χάρη των “ μωρών” του σπιτιού ξέχασαν.
Μόλις ξύπνησαν οι μεταξοσκώληκες, είχαν δημιουργήσει νέο, πιο ευρύχωρο δέρμα για να χωράει το
σώμα τους και απέβαλαν το παλιό. Η δεύτερη ηλικία τους είχε διάρκεια 4 μέρες και στη συνέχεια η
τρίτη ηλικία 4,5 μέρες, με ενδιάμεσους ύπνους. Συνολικά οι πέντε ηλικίες τους και οι αντίστοιχοι ύπνοι
τους είχαν διάρκεια 30 μέρες , που ολοκληρώθηκε η εκτροφή τους. Τότε σταμάτησε η ταλαιπωρία με τα
μουρόφυλλα! Δεν έτρωγαν πλέον.
Την 29η μέρα τα κορίτσια έδεσαν δύο κόφες στον γάιδαρο και πήγαν στο βουνό, ψηλά στις Χούνες.
Έκοψαν πουρνάρια για να τα στρώσουν στις κρεβάτες, για να ανέβουν οι μεταξοσκώληκες και να
πλέξουν τη μεταξένια φούσκα τους. Αφού έστρωσαν τα πουρνάρια μετά την 30η μέρα, έκλεισαν καλά το
παράθυρο του δωματίου για να είναι σκοτεινός ο χώρος και έκαναν απόλυτη ησυχία για 12 συνεχείς
μέρες. Οι μεταξοσκώληκες ,με τους μεταξογόνους αδένες και τις κινήσεις του σώματος τους έπλεξαν
τα κουκούλια τους και κλείστηκαν μέσα σε αυτά. Μεταμορφώθηκαν από σκουλήκια σε χρυσαλλίδες. Στη
συνέχεια, για 2-3 μέρες βοήθησε τα κορίτσια ο κυρ Βασίλης και ξεκλάδωσαν τα κουκούλια από τα
πουρνάρια προσεκτικά,( δεν είχαν τότε σύγχρονα μέσα για να πλέξουν οι μεταξοσκώληκες τα
κουκούλια, χωρίς τα υπολείμματα από τα πουρνάρια), και τα έψησαν για να θανατωθεί η χρυσαλλίδα
έγκαιρα, πριν προλάβει και γίνει πεταλούδα. Άφησαν όμως και μερικές χρυσαλλίδες να ζήσουν για να
αναπαράγουν σπόρο. Ζευγάρωσαν οι θηλυκές πεταλούδες στη συνέχεια, και αφού γέννησαν σπόρο μέσα
στα ίδια τα κουκούλια από τα οποία βγήκαν, πέθαναν.
Αφού έψησαν τα κουκούλια, στη συνέχεια έβρασαν τα κορίτσια νερό και όταν η θερμοκρασία του
κατέβηκε στους 55 βαθμούς (τους έδειξε ο κυρ Βασίλης πώς να καταλαβαίνουν τον βαθμό της
θερμοκρασίας του νερού με τα δάκτυλά τους ), βούτηξαν μέσα τα κουκούλια, και ξετύλιξαν τη
μεταξωτή κλωστή τους.
Από τότε ξεκίνησε η χρυσή καριέρα της Γεωργίας στη Βαλύρα!
Και τι δεν ύφανε η προκομμένη υφάντρα και τι δεν έραψε η άριστη μοδίστρα. Σχεδόν οι
περισσότερες ευκατάστατες οικογένειες του χωριού είχαν κι από ένα υφαντό δημιούργημα της Γεωργίας.
Οι κοπέλες τής έκαναν παραγγελία μεταξωτές μακριές φούστες και μπλούζες, μέχρι και μεταξωτό νυφικό
είχε υφάνει και ράψει η χάρη της. Όμως, τα χρόνια περνούσαν και οι άλλες δύο αδελφές της
αναζήτησαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και σταθερή εργασία. Έφυγαν από το σπίτι και
εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Το ίδιο και οι δύο μικρότερες κόρες της Κωνσταντινιάς, η Καλλιόπη και η
Πότα, έφυγαν μετανάστριες στη Ζυρίχη, στην Ελβετία. Η Κωνσταντινιά γέρασε και παρέδωσε τη
σκυτάλη της υφαντικής στη κόρη της Ευγενία. Η Γεωργία και η Βγενικούλα, υπέρμαχες της υφαντικής
και της ραπτικής, έμειναν και συνέχισαν την παράδοση στο χωριό, μαζί με όλες τις άλλες δεινές
υφάντρες του χωριού, γιατί οι περισσότερες γυναίκες ύφαιναν εκείνη την εποχή στη Βαλύρα. Η
Βγενικούλα μετέφερε τον αργαλειό στο υπόγειο του σπιτιού του άντρα της στο Μπιζάνι και η Γεωργία
τον δικό της στο σπίτι του συζύγου της αντίστοιχα στο χωριό. Όμως έμεινε ένας ακόμη αργαλειός που
ήταν των κοριτσιών στο πατρικό της Γεωργίας. Εκεί ήρθε νύφη, από του Κεφαλληνού, πριν από το γάμο
της Βγενικούλας, και ανέλαβε επάξια τη τέχνη της σηροτροφίας και της υφαντικής η Βασιλική , η
σύζυγος του Ερρίκου, του αδελφού των κοριτσιών. Έτσι πορεύτηκαν για μια ζωή οι υφάντρες του χωριού
μας.
Ποτέ δεν έφυγαν από τη μνήμη μου οι εικόνες με τις κρεβάτες και τους μεταξοσκώληκες στο σπίτι
του Ερρίκου και της Βασιλικής. Η μεγάλη τους κόρη Ευρυδίκη με ξενάγησε θυμάμαι μια φορά και μου
έδειξε τους μεταξοσκώληκες. Ήμουν δέκα ετών και η γιαγιά μου η Κωνσταντινιά ύφαινε ακόμη. Στο

αριστερό μου χέρι τύλιγα μάλλινες κλωστές ,ανάμεσα στον αντίχειρα και τον μικρό δάκτυλο χιαστεί και
έφτιαχνα πεδελόγες (ματσάκια) με διάφορα χρώματα , που τα έλεγα πεταλούδες, γιατί έτσι έμοιαζαν
δεμένα, για να της τα δίνω να υφάνει. Έξαινα τα μαλλιά των προβάτων και προσπαθούσα να πατήσω τις
πατήθρες, αλλά δεν έφταναν τα πόδια μου ακόμη. Οι μητέρα μου στο πατρικό μας ύφαινε ροζ φλοκάτες
για το παιδικό δωμάτιο και η κυρά Βάσω ένα κιλίμι για τη κρεβατοκάμαρα των αγοριών της. Η μικρή
Μεταξία, η αδελφή της Ευρυδίκης, όμοια με μετάξι , έριχνε μουρόφυλλα στους μεταξοσκώληκες. Ο
Γιάννης κρατούσε μια ξύλινη σκάλα στον κήπο να μην πέσει ο Θοδωρής, κι εκείνος είχε ανέβει μ ́ ́ ένα
καλάθι και έκοβε μουρόφυλλα. Ο Σταύρος , που ήταν πολύ λεπτός και γρήγορος στο τρέξιμο, είχε ήδη
σκαρφαλώσει σαν σκιουράκι στη μουριά ,και μάζευε φύλλα από τα ψηλά κλαδιά.
Πέρασαν τα χρόνια, ξενιτεύτηκα για σπουδές στην Αμερική και οι απαιτήσεις τόσο της επιστήμης
όσο και της εργασίας μου στη συνέχεια, δεν με άφησαν να αγγίξω αυτό το τόσο πολύτιμο κομμάτι, της
σηροτροφίας και της υφαντικής στη Βαλύρα. Όταν όμως δρομολογήθηκαν όλα στη ζωή μου και βρήκα
λίγο χρόνο το 2008, πήγα και ολοκλήρωσα ένα ετήσιο πρόγραμμα εκπαίδευσης στην υφαντική, στο
Σύλλογο Ελληνίδων Νεανίδων στην Αθήνα. Η καθηγήτρια που ήταν τεχνικός υφασμάτων, άριστη και
διεθνώς γνωστή υφάντρα , επιστημονικός συνεργάτης σε αρκετά μουσεία της Αττικής και όχι μόνο, δεν
είχε ποτέ ακούσει ότι στα χωριά της Μεσσηνίας ασχολούνταν οι γυναίκες με τη σηροτροφία κατά την
περίοδο 1950-1970.Έτσι κάθισα και έγραψα μία εργασία για τη Γεωργία και τον Βασίλη στη Βαλύρα,
για τη Βάσω, την Ευγενία και τη γιαγιά μου τη Κωνσταντινιά. Ας με συγχωρήσουν οι ψυχές των άξιων
γυναικών του χωριού , που έφυγαν χωρίς ποτέ να τις γνωρίσω.
Στη συνέχεια πρόλαβα ένα μαγαζί στο Μοναστηράκι, πριν το κλείσει ο έμπορος που το είχε και
συνταξιοδοτήθηκε και αγόρασα δύο χτένια, ένα για λεπτή και ένα για χοντρή ύφανση. Ένας αξιόλογος
κατασκευαστής αργαλειών από τον Όλυμπο, μου έφτιαξε έναν ευρωπαϊκού τύπου αργαλειό, με οκτώ
τελάρα μιταριών και πολλές δυνατότητες υφαντικής, για πλάτος ενός μέτρου υφαντού. Ο αργαλειός
αυτός είναι μικρότερος σε μήκος από τους παλιούς αργαλειούς και έχει αντί για πατήθρες κάτω στα
πόδια, οκτώ μοχλούς στα πλάγια δεξιά. Ο κύριος Βλάσης , ο κατασκευαστής , μου σκάλισε κι ένα
λαγουδάκι διακοσμητικό και το κόλλησε πάνω δεξιά, με την ευχή να τρέχει η ύφανση και να κρατάει
γερά ο αργαλειός! Όταν συναρμολόγησε τον αργαλειό και μου τον παρέδωσε , τον ρώτησα τι
προτιμάει να πιει για να τον κεράσω , ήταν χειμώνας τότε, μού είπε ότι του αρέσει το τσάι με θυμάρι.
Σαν αστραπή θυμήθηκα έναν λαγό που είδα μικρή στο χωριό, όταν μαζεύαμε θυμάρι στο βουνό. Γι αυτό
και βάπτισα τον αργαλειό Θυμαρίτσα. Μελετώντας τα υφαντά της γιαγιά μου της Κωνσταντινιάς και
αντίστοιχα υφαίνοντας διάφορα με τη Θυμαρίτσα, αισθάνθηκα ότι η ψυχή της Βαλυριώτισσας υφάντρας
ήρθε και κάθισε πάνω στον αργαλειό και είναι πλέον για μένα μόνιμη συγκάτοικος!
Οι καμηλώ κουβέρτες πέφτουν βαριές στη πλάτη μας και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε χωρίς τα
πουπουλένια ή βαμβακερά μας παπλώματα. Χρόνο δεν έχουμε όχι για να υφάνουμε, ούτε για να ράψουμε
κουρτίνες για τα σπίτια μας, αφήστε που οι περισσότερες γυναίκες πλέον δεν γνωρίζουν ραπτική.
Αργαλειό όλοι εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να έχουν στο σπίτι τους. Όμως, ένα ξύλινο τελάρο που
είναι φθηνό, μπορούν να το αποκτήσουν όλοι, για να δέσουν στημόνια και να υφάνουν την έμπνευσή
τους κάποια στιγμή, που θα αισθανθούν την ανάγκη για δημιουργική έκφραση.
Στο εξωτερικό, τόσο τα μικρά παιδιά, όσο και οι ενήλικες , και των δύο φύλων, ασχολούνται με την
υφαντική σε δημιουργικά εργαστήρια. Ανακουφίζει τη ψυχή, αφήνει τη σκέψη να χαλαρώσει από τη
καθημερινή μέριμνα και τη πληθώρα των υποχρεώσεων και μας δίνει τη δυνατότητα να γευτούμε μία
άλλη, πιο ευχάριστη διάσταση της ζωής . Μια γιαγιά, πριν μερικά χρόνια, που την συναντήσαμε σ ́ ένα
υπόγειο σ ́ ένα χωριό στην Εύβοια,μας είπε:
-Σουτ να μη με καταλάβουν!
-Ποιοι; Ρωτήσαμε.
-Οι άλλοι χωριανοί, γιατί κανένας δεν υφαίνει πια, γι αυτό υφαίνω κρυφά τα μεσημέρια, μας εξήγησε.
Το ίδιο και κάποιοι αρχοντοχωριάτες, παλιοί βασιλικοί στο Αίγιο, που έχει παράδοση ο τόπος τους από
το 1800 στην υφαντική, αποποιούνται αυτή την θεία τέχνη.
-Εμείς είμαστε αριστοκράτες, λένε, ποτέ δεν είχαμε αργαλειό στο σπίτι μας!
Και πού να ήξεραν! Και η βασίλισσα της Αγγλίας Βικτορία ύφαινε και έπλεκε κάλτσες και τις δώριζε
στους στρατιώτες στον πόλεμο. Η τέχνη αυτή είναι ευλογημένη από τον Θεό και η Ελλάδα ,από την
Πηνελόπη της αρχαιότητας μέχρι τις σύγχρονες υφάντρες ,υπηρετεί την υφαντική. Αλλά και ο Θεός
υφαίνει! Στήνει τα στημόνια της ζωής μας και μας βοηθά να υφάνει ο καθένας το υφαντό της ζωής του.
Κι όταν κόβονται τα στημόνια ,είθε το έργο να είναι καλό, κι όχι με τρύπες από τα πάθη του καθενός
μας, ώστε να ταξιδέψει σωστά ενδεδυμένη η ψυχή και να παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού και Πατέρα
μας φωτισμένη.

Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: