Η θεία Γιαννούλα, ζούσε με τον άνδρα της Παναγιώτη, λίγο έξω από το Νησί (Μεσσήνη) κατά την περίοδο 1960-1970 και ήταν μία άριστη μοδίστρα υψηλής ραπτικής. Μέχρι και άμφια Δεσποτάδων γνώριζε πως να ράψει και να κεντήσει. Δεν ήταν όμως μόνο καλή σε αυτή τη τέχνη, επίσης ήταν άριστη υφάντρια, κεντήστρα και δεινή στη πλεκτική. Η δε μαγειρικές της ικανότητες ξεσήκωναν με τις μυρωδιές τη γειτονιά και ήταν μπελάς για τις γειτόνισσες ,που έχοντάς την ως πρότυπο, έπρεπε αναγκαστικά να συμβαδίσουν μαζί της. Πέρα όμως από όλες αυτές τις καταπληκτικές ικανότητες, η αείμνηστη και γλυκύτατη Γιαννούλα γνώριζε πώς να παίζει φυσαρμόνικα. Ήταν αυτοδίδακτη. Έπαιζε ωραία τα κάλαντα των εορτών των Χριστουγέννων, παλιά ρομαντικά τραγούδια του Γούναρη , αρκετά εμβατήρια που τα είχε ακούσει στο ραδιόφωνο, και βέβαια τον Εθνικό Ύμνο.
Είχε όμως και μία αντίληψη για την τάξη των πραγμάτων, ιδίως πώς θα έπρεπε να είναι το περιβάλλον του σπιτιού της, για να είναι τόσο εκείνη, όσο και ο καλός της σύζυγος ευχαριστημένοι και είχε καταλήξει, εκτός των άλλων στο εξής, όσον αφορούσε την εσωτερική διαμόρφωση του χώρου του σπιτιού τους:
Το σπίτι όχι μόνο έλαμπε από καθαριότητα και τάξη, αλλά ήταν στολισμένο με τα μοναδικά υφαντά και κεντήματα της δημιουργικής και προκομμένης Γιαννούλας ανά εποχή και ανά περίοδο εορτών, όπως Χριστούγεννα, Απόκριες , Πάσχα, και Δεκαπενταύγουστο που γιόρταζε η Παναγιά Βουλκανιώτισσα και ο καλός της σύζυγος.
Είχε κεντήσει σε ψυχρές αποχρώσεις μπλε, γκρι, σκούρο πράσινο και ασημί τα χειμερινά κεντήματα, σε έντονα νεανικά χρώματα ροζ, πράσινο και κόκκινο τα ανοιξιάτικα, είχε ωραία θαλασσιά, κίτρινα και εκρού εργόχειρα, στο χρώμα της άμμου για το καλοκαίρι και φθινοπωρινά κεντήματα σαν τα κιτρινοπόρφυρα πεσμένα φύλλα των δένδρων.
Στο σαλόνι είχε μία φορητή λάμπα, στην οποία προσάρμοζε οκτώ διαφορετικά καπέλα αμπαζούρ, για είναι ασορτί με την όλη διακόσμηση του σπιτιού.
Τι όμως είχε σκεφτεί η αφεντιά της, θέλοντας να εντυπωσιάσει τον άνδρα της , όλοι να την επαινούν και να του λένε πόσο τυχερός είναι γιατί “γυναίκα άριστη, σαν την Γιαννούλα, δεν έπλασε ξανά ο Θεός”, όπως άλλωστε παραδέχονταν όλοι οι φίλοι του Παναγιώτη.
Όταν ήταν ακόμη νιόπαντρη, πήγε στον μαραγκό της περιοχής της και του ζήτησε να της φτιάξει ένα ξύλινο τελάρο με τέσσερες χαρακώσεις στο εκατοστό, στο πάνω και κάτω μέρος του πλαισίου. Πήρε μία ωραία φωτογραφία του άνδρα της που είχε ντυθεί μασκαράς στις αποκριές, την αντέγραψε πάνω σε χαρτί ιχνογραφίας και στη συνέχεια, ως καλή μοδίστρα, τη μεγέθυνε στα δύο τρίτα του ύψους του αμπαζούρ.
Έναν χρόνο παιδευόταν με κλωστές κοτόν περλέ και ύφανε τη μορφή του άνδρα της για να έχει επιτέλους και αποκριάτικη διακόσμηση το αμπαζούρ της λάμπας στο σαλόνι. Το αποτέλεσμα ήταν δε τόσο ωραίο, ώστε γοητεύτηκε ο Παναγιώτης , κι από τις αποκριές έως τρεις ημέρες, πριν την Κυριακή των Βαϊων, κάθε χρόνο, παρέμενε η λάμπα αποκριάτικα ντυμένη, και παραπονιόταν η τακτική Γιαννούλα γιατί της χαλούσε το πρόγραμμα, όταν ήθελε να ντύσει το σπίτι στα Πασχαλιάτικα.
Πέρασαν χρόνια πολλά, παιδιά δεν τους έδωσε ο Θεός, αλλά ήταν πολύ μονιασμένοι και αγαπημένοι μεταξύ τους. Σχετικά με τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις, τηρούσαν ανελλιπώς τις νηστείες, αλλά κοινωνούσαν μαζί, μόνο τρεις φορές τον χρόνο, Χριστούγεννα, Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο. Απείχαν από τα κρέατα, γαλακτοκομικά, ψαρικά και οίνο τη Τετάρτη και Παρασκευή, και καμιά φορά, δεν έτρωγαν ούτε λάδι. Βιβλία θρησκευτικά δεν προλάβαιναν να διαβάσουν, άκουγαν καμιά ομιλία από το ραδιόφωνο ή τον παπά της ενορίας τους τις Κυριακές στο κήρυγμα. Στην εκκλησία πήγαιναν Κυριακή παρά Κυριακή, όταν η Γιαννούλα δεν ήταν κατάκοπη από τη δουλειά της. Ο Παναγιώτης ήταν κτηματίας, αλλά όσα χρήματα μάζευε εκείνος όλο τον χρόνο, τα διπλάσια κέρδιζε η Γιαννούλα μέσα σε ένα εξάμηνο, από τα αριστουργήματα της ραπτικής της.
Πέρασαν τα χρόνια με υγεία και χαρά, ώσπου ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ο Θεός κάλεσε τον Παναγιώτη κοντά του. Ήταν εκείνος τότε 85 ετών και η Γιαννούλα 76. Η στενοχώρια της απώλειας του άνδρα της ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έκλεισε τη ραπτομηχανή για πάντα, μάζεψε όλα τα εργόχειρα μέσα σε μπαούλα και έντυσε το σπίτι στα λευκά. Τοποθέτησε τη φωτογραφία του αείμνηστου Παναγιώτη πάνω στον μπουφέ στο σαλόνι, μαζί με ένα κρυστάλλινο καντήλι, το οποίο άναβε διαρκώς. Αφού εκτέλεσε με μεγαλοπρέπεια και τα εννιάμερα, ξάπλωσε ένα δειλινό στο κρεβάτι της να ξεκουραστεί και να αναπολήσει τη ζωή της μαζί του.
Την πήρε γλυκά ο ύπνος και βυθίστηκε σε ένα άκρως αποκαλυπτικό όνειρο. Ήρθε ο Παναγιώτης και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι, κρατώντας τη λάμπα με το αμπαζούρ της Αποκριάς.
-Για δες Γιαννούλα μου τι έπαθα, της είπε.
Με έστειλε πίσω ο Θεός σε σένα, γιατί με έπιασε αδιάβαστο και συνέχισε: Ήμασταν τέσσερις και περιμέναμε για να μας παραλάβει ο Κύριος. Ένας ιερέας, ένας μπακάλης, ένας σιδεράς κι εγώ.
Ένας άγγελος έδωσε στον καθένα μας τα πράγματα που αγαπήσαμε περισσότερο από όλα στη ζωή μας. Στον παπά έδωσε ένα χρυσό Ευαγγέλιο και τότε άνοιξαν οι πύλες του ουρανού και εισήλθε στον Παράδεισο. Στον μπακάλη έδωσε ένα κουτί με σαρδέλες μυρωδάτες, που του άρεσαν και τις έτρωγε συνέχεια όσο ζούσε. Στον σιδερά έδωσε μία μαύρη βαλίτσα με ωραία και ακριβά εργαλεία που τα ήθελε πάρα πολύ , για όλη του τη ζωή. Και σε μένα έδωσε ΕΣΕΝΑ και τη λάμπα με το αμπαζούρ της αποκριάς, που τόσο μου άρεσε. Όμως, ενώ παρέλαβε ο καθένας τα δώρα του, η πόρτα του Παραδείσου δεν άνοιξε για μας τους τρεις. Η ώρα περνούσε, το κρύο περόνιαζε το σώμα μας στην ερημιά, η πείνα έκοβε τη κοιλιά μας και η δίψα κόλλησε τη γλώσσα στο λαρύγγι μας. Έτσι, αφού απελπιστήκαμε, και έπεσε βαθύ σκοτάδι, πήραμε όλοι τον δρόμο της επιστροφής στα σπίτια μας.
-Και τι ζητάει ο Χριστός Παναγιώτη μου για να ανοίξουν οι πύλες του Παραδείσου; ρώτησε η Γιαννούλα
-Να προσευχόμαστε, να εξομολογούμαστε, να νηστεύουμε σωστά , να αγαπάμε περισσότερο τον Θεό και τους συνανθρώπους μας, να ελεούμε τους φτωχούς, όλα αυτά θέλει ο Θεός Γιαννούλα μου, απάντησε ο Παναγιώτης και έγινε άφαντος.
Ένας κόμπος δέθηκε στον λαιμό της Γιαννούλας και νόμισε ότι θα ξεψυχήσει. Πετάχτηκε αμέσως επάνω, πήγε στη κουζίνα, έβγαλε από το ψυγείο του πάγου το προζύμι να το αναπιάσει για να ζυμώσει πρόσφορο.
Το πρωί πήγε στην εκκλησιά να εξομολογηθεί και να τη διαβάσει ο παπάς.
-Μην απελπίζεσαι Γιαννούλα, της είπε ο ιερέας. Όλα όσα σου είπε ο άνδρας σου στο όνειρο είναι σωστά και αυτά πρέπει ανελλιπώς να τηρείς, αν θέλεις να βοηθήσεις τον εαυτόν σου και τη ψυχή εκείνου. Μόνο πρέπει να μείνεις σταθερή και να μην ξεχαστείς και αποκλίνεις κατά το υπόλοιπο της ζωής σου.
Αφού έδωσε την υπόσχεσή της η Γιαννούλα, γύρισε με μία αίσθηση ανακούφισης στο σπίτι της. Όταν όμως μπήκε μέσα και είδε τη φωτογραφία του άνδρα της, την έπιασε το παράπονο και μία μανία καταδίωξης για το αμπαζούρ της αποκριάς. Άνοιξε νευρικά το μπαούλο, το τράβηξε έξω, κι αφού το μάλωσε, λες και ήταν ζωντανός άνθρωπος, του έριξε κι ένα χαστούκι.
-Εσένα δεν θα σε κληρονομήσει κανένας ,τρισκατάρατο του είπε. Είσαι η αιτία που δεν άνοιξε η πόρτα για μπει ο Παναγιώτης μου στον Παράδεισο.
Πήρε στη συνέχεια το σκαλιστήρι, πήγε στον κήπο, άνοιξε μία λακκούβα και το έχωσε μέσα.
-Εκεί να σαπίσεις διαβολεμένο του είπε, καθώς το σκέπασε με χώμα.
Η γειτόνισσα που την παρακολουθούσε από το παράθυρο της κουζίνας της ,φώναξε αλαφιασμένη.
-Πάει, τρελάθηκε η Γιαννούλα. Έθαψε το αριστούργημα να σαπίσει στη γη!
Το βραδάκι, όταν έπεσε ο ήλιος, πήγε η πονηρή κρυφά και το ξέθαψε. Το έπλυνε και το άπλωσε να στεγνώσει πάνω σε μία πλαστική καρέκλα, κοντά στο τζάκι.
Τι ήθελε όμως και το μάζεψε η ευλογημένη; Έντονη φαγούρα την έπιασε στα χέρια και καντήλες άρχισαν να εμφανίζονται μέχρι τους αγκώνες της. Μόλις το είδε αυτό, φοβήθηκε τόσο πολύ, “ήμαρτον Κύριε είπε” και έριξε στη πυρά, στις φλόγες στο τζάκι, το αμπαζούρ της αποκριάς. Αλείφτηκε με λαδάκι από το καντήλι της και ο ερεθισμός σταδιακά υποχώρησε.
Η Γιαννούλα , κατά τη νύχτα, είδε ξανά τον άνδρα της στον ύπνο.
-Κάηκε το αμπαζούρ Γιαννούλα της είπε εκείνος. Βάλε δίπλα στο καντήλι μου την εικόνα της Παναγίας και του Χριστού που μας έκαναν δώρο στο γάμο μας. Έτσι και έκανε η Γιαννούλα.
Μετά από σαράντα ημέρες, δεν εμφανίστηκε ξανά ο πεθαμένος στον ύπνο της, όμως εκείνη τήρησε μέχρι τον θάνατο την υπόσχεσή της. Τίμησε, ως χήρα, τον εαυτόν της και τον αείμνηστο Παναγιώτη της, όσο καμία άλλα γυναίκα.
Πριν πεθάνει, κάλεσε τις ανιψιές από το σόι τον άνδρα της και τους μοίρασε τα κεντήματα και τα υφαντά της, αφού τους διηγήθηκε την αποκάλυψη που επιφύλαξε ο Θεός και της έστειλε στο σπίτι τον Παναγιώτη της, καθώς και τη μαρτυρία της γειτόνισσας, που της ζήτησε συγχώρηση για μπορέσει να την κοινωνήσει ο παππάς.
-Κόρες μου είπε, θα στρώνετε με μέτρο τα κεντήματα κάτω και πάνω θα στολίζετε με την εικόνα της Παναγιάς, του Χριστού και όλων τον Αγίων. Να νηστεύετε και να κοινωνάτε τακτικά , να μην ράβετε, ούτε να κεντάτε τη παραμονή και ανήμερα στις μεγάλες εορτές. Τα υπόλοιπα θα σας τα εξηγήσει κατά την εξομολόγηση ο ίδιος ο εφημέριος,
Ήταν χριστιανά τα τέλη της αείμνηστης Γιαννούλας, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Σαν μία όμορφη κοσμοκαλόγρια, που έλαμπε ολόκληρη, έφυγε από τη ζωή, σαν πουλάκι. Άνοιξαν οι πύλες του Παραδείσου και την δέχτηκαν, γιατί, όπως έλεγαν οι γειτόνισσες και οι συγγενείς της, κανείς δεν την είδε να επιστρέφει πίσω στο σπίτι της!
Καλές Αποκριές.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
9/2/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου