Κωνσταντίν Απολόνοβιτσ Σαβίτσκι , "Πατέρας", 1896.Φωτο: arcadia spirit
Μπορεί η ημέρα της κοσμικής εορτής του πατέρα να ξεκίνησε το 1908 στο Φέαρμοντ στη Δυτική Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών από την Grace Golden Clayton, που ήθελε να τιμήσει 210 νεκρούς πατέρες σε ορυχείο, και να καθιερώθηκε στις περισσότερες χώρες να εορτάζεται την τρίτη Κυριακή του Ιουνίου, δεκαετίες αργότερα, ποτέ όμως δεν χρειάστηκε η ανθρωπότητα επίσημη έγκριση από παλιές και νέες κυβερνήσεις και άλλους κοσμικούς φορείς, για να εορτάσει τον πατέρα και να τιμήσει την ανεκτίμητη προσφορά του . Για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, η γιορτή του πατέρα είναι διαφορετική για κάθε πατέρα και ορίζεται από το Χριστιανικό όνομα που έλαβε κατά τη χρονική στιγμή που φωτίστηκε η ψυχή του και ο Παράκλητος ο αγαθός κατοίκησε εντός του, και αυτό συνέβη κατά τη βάπτισή του.
Μέσα σε κάθε χρηστό άνθρωπο, κατοικεί η Χάρις και η Δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Όταν τιμάται ο κατά σάρκα πατέρας μας, τιμάται ο ίδιος ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών Πατέρας όλων μας. Κατά την ημέρα της ονομαστικής του εορτής τιμάται αληθινά ο κατά σάρκα πατέρας μας, για εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Γιατί όταν η ψυχή του ανθρώπου είναι νεκρή και σκοτεινή, και ο κατά σάρκα πατέρας άγεται και φέρεται ως ζωντανός νεκρός, δεν έχει Ουράνιο Πατέρα ως σημείο αναφοράς, δεν μπορεί να είναι ουσιαστικά πατέρας μας για να εορταστεί. Πατέρας δεν είναι εκείνος που φέρει τέκνα σε τούτη την πρόσκαιρη ζωή και τους εξασφαλίζει υλική περιουσία, αλλά αυτός που με τη φώτισή του μεταλαμπαδεύει αρετές, θεία διάκριση και φωτισμό στην ψυχή των τέκνων του, τα οποία δεσμεύονται σε αυτόν τον κόσμο, προκειμένου να μαθητεύσουν και να φωτιστούν οι τόκοι τους, οι νέοι επί γης βλαστοί, και να αυξήσουν την περιουσία του Μέγα Γεωργού του Σύμπαντος, του Πατέρα μας, του Τριαδικού Θεού στη Βασιλεία των Ουρανών. Οι νεκροί δεν γιορτάζουν , γιατί ουσιαστικά δεν υπάρχουν, έστω κι αν περιφέρονται ανάμεσά μας και φαντάζουν ως ζωντανοί, και νεκρούς πατέρες έχει πολλούς δυστυχώς ο κόσμος τούτος, τους οποίους οφείλουμε να θρηνούμε και να παρακαλούμε τον Παντοδύναμο Θεό και Πατέρα να τους ελεήσει.
Δεν είναι η εορτή του πατέρα μία εμπορική συναλλαγή με μπόνους, ένα δωράκι σε εντυπωσιακό κουτί από τα παιδιά, ένα ιδιαίτερο φαγητό στο σπίτι από τη μητέρα, μία οικογενειακή βόλτα στον ζωολογικό κήπο ή ένα εορταστικό γεύμα στην πόλη. Αυτές είναι τυπικές οικογενειακές εκδηλώσεις, όχι ότι είναι άσχημες και ευκαταφρόνητες, ωραίες είναι, αλλά δεν αποτελούν το πραγματικό δώρο προς τον πατέρα, γιατί αυτό αποτελείται από πολλή αγάπη, δάκρυα χαράς, σφιχτές αγκαλιές και ψυχικά φτερουγίσματα.
Αγαπώ τον πατέρα μου τόσο πολύ , που θέλω όλο τον κόσμο να του τον φέρω δώρο στα πόδια του, στην ημέρα της εορτής του. Γιατί ο πατέρας μου είναι για μένα ένας θεός επί γης, μέσα στην οικογενειακή εστία μας. Εμπνέει με τη συμπεριφορά του όλη την οικογένεια και αβίαστα προκαλεί τον θαυμασμό, τον σεβασμό και την αμείωτη αγάπη προς το πρόσωπό του. Είναι το φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση, είναι ο ήλιος ο λαμπρός που φωτίζει τις καρδιές μας, ξυπνά τον νου μας, και ζεσταίνει τον οίκο μας.
Την ονομαστική εορτή του πατέρα τιμούσαμε με μεγαλοπρέπεια στη Βαλύρα, κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, όπως ζήσαμε το αλησμόνητο έθιμο τα περισσότερα παιδιά, που γεννηθήκαμε κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960.
Ιερή μνήμη
Πατέρα
μου αγρότη
πώς
τα ήξερες όλα.
Ν’
ανασταίνεις παιδιά
να
φυτεύεις να σπέρνεις
να
ποτίζεις τη γη
να
μιλάς με τ’ αρνιά και τα δέντρα
ν’
ακούς την ανάσα του χόρτου
να
γυρνάς
φορτωμένος
τα βράδια στο σπίτι
να
σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.
Δεν
έγραψες στίχους εσύ.
Και
ποτέ μου δε θ’ άλλαζα εγώ
με
τ’ αλέτρι την πέννα.
Μ’
απ’ τους δυο μας πατέρα
ποιητής
μόνο εσύ ‘σουν !
Ποιητής: Ηλίας Σιμόπουλος
Ποιητής είναι ο πατέρας, ο καλός οικογενειάρχης, εν Θεώ πορευόμενος, εξασφαλίζοντας με το χρυσό μυαλό του και τα δυνατά χέρια του εκείνα τα απαραίτητα εφόδια και μέσα για να πορευθεί η οικόγενειά του κατά Θεόν με αξιοπρέπεια, χωρίς να της λείπουν τα αναγκαία και απαραίτητα για τη ζωή. Θεάρεστος είναι ο πατέρας, που στη δεύτερη τσέπη του κρατεί πάντα κάτι για να ελεήσει τον πάσχοντα, να δώσει μία χείρα βοηθείας στον πλησίον, και να χαρίσει ένα χαμόγελο σε ένα άλλο παιδί, εκτός από τα δικά του, που βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού και σε βαθιά απόγνωση. Θεός επί γης είναι ο πατέρας, που αγάπησε τη μητέρα των παιδιών του πάνω από τον εαυτό του, και έθεσε με πολλή αγάπη τη ζωή του στον Σταυρό του Χριστού, για τη σωτηρία των τέκνων του.
Φοβηθήκαμε πολύ το κύρος του πατέρα και τον τρόπο που επέβαλε πειθαρχία σε εμάς και στα αδέλφια μας, αλλά αγαπήσαμε με όλη την ψυχή μας τον γεννήτορα μας και αρχηγό της οικογενείας μας, εκτιμήσαμε τον αγώνα του και αγωνιστήκαμε να μεταλαμπαδεύσουμε τις θεάρεστες συμπεριφορές του και στα δικά μας τέκνα.
Ιεροτελεστία ήταν η εορτή του πατέρα στη Βαλύρα!
Ανήμερα της μνήμης της εορτής του Αγίου, του οποίου το όνομα έφερε ο πατέρας μας, όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει.
Το σπίτι το προετοίμαζε η μητέρα, με τη βοήθεια των μεγαλύτερων παιδιών, δέκα ημέρες πριν από την εορτή του πατέρα. Όλα έλαμπαν! Οι αυλές , οι εξωτερικοί τοίχοι και τα πεζούλια ήταν ασπρισμένα, τα άνθη φροντισμένα, τα ξύλα για το τζάκι τακτοποιημένα, οι κήποι σκαλισμένοι, τα δένδρα κλαδεμένα, οι στάβλοι φροντισμένοι, τα κοτέτσια καθαρισμένα και ασπρισμένα, και το εξωτερικό πλυσταριό μοσχοβολούσε σπιτικό σαπούνι. Στο κατώγι ήταν σε μεγάλο πανέρι αραδιασμένα άσπρα σακουλάκια από λινό ή χασέ, που είχε ράψει η μητέρα στη ραπτομηχανή της και ήταν μέσα γεμάτα με διάφορους ξηρούς καρπούς με τα τσόφλια τους, όπως αμύγδαλα, καρύδια, φουντούκια και φιστίκια. Αυτά ήταν το αντίδωρο που στόλιζε, μετά τη λήξη της γιορτής, τις άδειες γυάλινες πιατέλες με τα αλμυρά ή γλυκά που έφερναν στο σπίτι οι καλεσμένοι.
Στο εορταστικό γεύμα συχνά καλούσαν οι γονείς τον ιερέα του χωριού και την πρεσβυτέρα του, να ευλογήσει το τραπέζι. Παρέθετε η οικοδέσποινα γεύμα στους στενούς συγγενείς το μεσημέρι, ενώ το βράδυ υπήρχε ανοιχτό μπουφέ , με παραδοσιακές αλμυρές και γλυκιές λιχουδιές, κρασί τριών ειδών , ρακί και σπιτικά ηδύποτα, σε μεγάλες ποσότητες, για να φθάσουν για όλο το χωριό. Το σπίτι ήταν ανοιχτό σε όλους τους χωριανούς, από 5:00 μ.μ. το απόγευμα έως 2:00 π.μ. τα ξημερώματα. Κατέφθαναν τα όργανα, λάμβαναν την τιμητική τους θέση ,και ο χορός κρατούσε μέχρι τις 24:00 στην αυλή του σπιτιού ή στο ανοιχτό σαλόνι.
Θυμάμαι , όταν ήμουν έξι χρονών, που προσπαθούσα να ισορροπήσω , περνώντας ανάμεσα από τους καλεσμένους, με δίσκους, πιατέλες και δισκάκια στολισμένα με καναπεδάκια, μεζεδάκια ,μικρά κεφτεδάκια, ποτηράκια του λικέρ και ανοιχτές φοντανιέρες και κρυστάλλινα μπολ με σοκολατάκια μαργαρίτες, και άλλα σοκολατάκια γεμισμένα με λικέρ και πραλίνα φουντουκιού, διπλωμένα σε πολύχρωμα χρυσά χαρτάκια. Η μητέρα μου, η γιαγιά μου και οι θείες μου εργάζονταν πυρετωδώς στην κουζίνα, και μόνο η μητέρα μου έτρεχε περιστασιακά στην εξώπορτα, για να υποδεχτεί τους καλεσμένους.
Ο πατέρας μου που εόρταζε, φρεσκοκουρεμένος και ξυρισμένος, αστραφτερός, μέσα στο καλό κοστούμι του, μια έπιανε το ακορντεόν και μια το μπουζούκι του. Τον συνόδευε ένας καλός φίλος του με μπουζούκι και μπακλαμαδάκι , μια κρητική λύρα, μια φλογέρα, ένα βιολί και ένα μικρό τύμπανο. Η Χαλβοθοδώρα, η γειτόνισσά μας, με το Καλαματιανό μαντήλι της, έσερνε τον χορό στην αυλή με τους άνδρες και οι γυναίκες φρόντιζαν τα μικρά παιδιά ή τραγουδούσαν, αυτές που ήταν καλλίφωνες. Ένας παππούς είχε καθηλώσει τους κουρασμένους από τον πολύ χορό και παραφουσκωμένους από το φαγητό στα παλιά ξύλινα παγκάκια του κήπου και τους έλεγε ιστορίες από την εποχή της Τουρκοκρατίας , και τα μικρά παιδιά είχαν τρελαθεί να παίζουν κρυφτό και κυνηγητό πίσω από τις καρέκλες των καλεσμένων στην αυλή, που συμμετείχαν κι εκείνοι, σαν πεντάχρονα, και επιμελώς έκρυβαν τους παίχτες πίσω την πλάτη τους. Όταν όμως ο πατέρας μου έπιασε το μπουζούκι του και τραγούδησε με συνοδεία τις εξαιρετικές πενιές του “θα ανέβω και θα τραγουδήσω, στο πιο ψηλότερο βουνό και όταν θα κλαίω και πονώ θα αναστενάζει το βουνό”, κατέβασαν όλοι μια γουλιά ρακί μερακλωμένοι, θυμήθηκαν τα βάσανά τους και δάκρυσαν, τα δε μικρά παιδιά έφεραν στον ανέμελο νου τους τις ξυλιές που έφαγαν όλη τη χρονιά για τις αταξίες τους, και έγειραν τα αθώα κεφάλια τους πάνω στην ποδιά των μανάδων τους.
Όταν τους είδε όλους βαθυστόχαστους και με αναστεναγμό η Χαλβοθοδώρα δεν το άντεξε, σε ημέρα γιορτής. Τους ξεσήκωσε τραγουδώντας και κουνώντας το μαντήλι της, ¨Αρμενάκι είμαι κυρά μου πάρε με, έλα πάρε με και μέσα στην αγκαλιά σου βάλε με”, κι άντε πάλι από την αρχή τα ίδια , η γιορτή τελειωμό δεν είχε, λες και ήταν γάμος με γλέντι τρικούβερτο.
Μετά τις 24:00 άρχιζαν σιγά-σιγά να γέρνουν τα βλέφαρα των παιδιών και να λυγίζουν τα πόδια των γερόντων. Εκείνη την ώρα που η ξελογιάστρα νύχτα άπλωσε τα σκούρα πέπλα της, και το φεγγάρι παιχνίδιζε πάνω στους λουλουδένιους φράχτες της Σφήκαινας και της Μπουρίκαινας, οι περισσότεροι πήραν τον δρόμο του γυρισμού στα σπίτια τους και παρέμειναν μόνο οι στενοί συγγενείς και οι λίγοι αδελφικοί φίλοι του πατέρα μου μέχρι το τέλος της εορτής.
Οι πιατέλες των καλεσμένων με τα γλυκά τους ήταν καθαρές και στολισμένες με τα δώρα της μητέρας μου, και το μοίρασμα από τα δικά της γλυκίσματα. Με τις οδηγίες της τις παρέδωσα σωστά στους καλεσμένους μας.
- Και του χρόνου, ο Θεός να μας έχει όλους γερούς και δυνατούς να ξαναγιορτάσουμε, εύχονταν σφιχταγκαλιασμένοι και αποχωρούσαν ευχαριστημένοι, εκτονωμένοι, και με ένα πλατύ χαμόγελο στο νυσταγμένο πρόσωπό τους.
Όταν ήμουν οκτώ ετών, παρατήρησα ότι στη γιορτή του πατέρα μου ήρθαν όλοι, εκτός από έναν γείτονα μας, ο οποίος ήταν πολύ ιδιότροπος. Είχε μία πολύ καλή γυναίκα , που τη συμπαθούσα ιδιαίτερα και πάντα την καλημέριζα, φωνάζοντάς της από το δρόμο, “καλημέρα θεία Μαρία”, όταν την έβλεπα να κάθεται και να πλέκει ή να καθαρίζει φασολάκια και χόρτα στο μπαλκόνι της. Ρώτησα τη μητέρα μου γιατί δεν ήρθε στη γιορτή του πατέρα η θεία Μαρία με τον άνδρα της. Μου απάντησε ότι ο πατέρας έχει ψυχρανθεί με τον άνδρα της κυρά Μαρίας και πολύ στενοχωρήθηκα.
Την επόμενη ημέρα της γιορτής, όταν πήγε η μητέρα μου με τη στάμνα της να φέρει δροσερό νερό από το πηγάδι του Πουλόγιαννη, στόλισα έναν πλαστικό δίσκο με ωραία γλυκά, από αυτούς που έφεραν οι καλεσμένοι, τον τύλιξα με κόκκινο σελοφάν, έδεσα το περιτύλιγμα με μία ασημένια κορδέλα και πήγα κατευθείαν να χτυπήσω την πόρτα της κυρίας Μαρίας.
-Αυτά είναι για τη γιορτή του πατέρα μου, της είπα χαμογελώντας.
-Χιλιόχρονος να είναι ο πατέρας σου, να τον χαίρεστε ,μου απάντησε εκείνη, και με φίλησε.
Επειδή φοβόμουν να μη με μαλώσει η μητέρα μου , δεν της ανέφερα τίποτα για την πρωτοβουλία μου, ούτε εκείνη κατάλαβε, ανάμεσα στα τόσα γλυκά που ήταν γεμάτο το τραπέζι ,ότι έλειπε κάτι.
Την επόμενη ημέρα το πρωί , όταν ο γείτονας συναντήθηκε με τον πατέρα μου στον δρόμο, έξω από το σπίτι μας, τον αγκάλιασε και του ευχήθηκε χρόνια πολλά.
- Συγνώμη, ήμουν λιγάκι άρρωστος ,γι΄ αυτό δεν ήρθαμε με τη Μαρία στη γιορτή σου , δικαιολογήθηκε.
-Δεν πειράζει, απάντησε ο πατέρας μου, έλα, πάμε μέσα στο σπίτι να σε κεράσω.
- Τα έλαβα τα κεράσματα και ήταν πολύ ωραία , τα έφερε η κόρη σου, χιλιόχρονος να είσαι , του ευχήθηκε.
Το βράδυ που επέστρεψε ο πατέρας μου στο σπίτι , ρώτησε τη μητέρα μου αν γνώριζε ότι εγώ πήγα γλυκά στο σπίτι της κυρά Μαρίας.
Την κοίταξα επίμονα, με γουρλωμένα μάτια και δαγκωμένα χείλη, κουνώντας το κεφάλι μου επίμονα προς τα κάτω, να πει “ναι” για να μη με μαλώσει ο πατέρας μου.
-Το παιδί τα πήγε στη κυρά Μαρία που την αγαπάει, γιατί όταν το βλέπει το αγκαλιάζει και το φιλεύει, απάντησε εκείνη αναψοκοκκινισμένη, με σταυρωμένα σφιχτά τα χέρια εμπρός της.
-Καλά έκανε, απάντησε χαμογελώντας ο πατέρας μου, και δεν έδωσε συνέχεια.
Παρά τρίχα γλίτωσα την παρατήρηση από τον πατέρα μου, αλλά την επόμενη ημέρα το απόγευμα με κατσάδιασε κανονικά η γιαγιά μου.
-Τα καλά κορίτσια ρωτάνε τους γονείς τους πρώτα, μου είπε χαμηλόφωνα, και με σφιγμένα τα χείλη, καθώς έπλεκε την κοτσίδα μου. Δεν παίρνουν σε αυτή την ηλικία πρωτοβουλία μόνα τους. Αν κάνεις τέτοια πράγματα τώρα, στα οκτώ σου χρόνια, τι να περιμένουμε από σένα στα δεκαοκτώ;
Και στα δεκαοκτώ το ίδιο έκανα, αλλά τότε επιτέλους κατάλαβα ότι ο πατέρας μου με τον γείτονα, για δύο εβδομάδες μόνο τον χρόνο συμφιλιώνονταν , όταν ήταν αντίστοιχα η ονομαστική γιορτή τους , και πάλι μάλωναν μεταξύ τους, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων. Οπότε, με έπιασε μια ημέρα η κυρά Μαρία και με παρηγόρησε λέγοντας:
-Εσύ, να μη στενοχωριέσαι παιδάκι μου, που μαλώνει ο άνδρας μου με τον πατέρα σου. Όταν γεράσουν και ηρεμήσουν τα νεύρα τους, το ίδιο γκαρσόνι θα σερβίρει τον καφέ τους, πάνω στο ίδιο τραπέζι, στο καφενείο στην πλατεία της Βαλύρας.
Έφυγε από τη ζωή πρώτα η κυρά Μαρία, μετά ο άνδρας της, και έμεινε τελευταίος ο πατέρας μου. Ποτέ δεν έπαψε να λέει , μέχρι τα βαθιά του γεράματα, “νευρικός ήταν ο συγχωρεμένος ο γείτονας σαν κι εμένα, αλλά ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος”. Είχε επιθυμήσει τον καβγά που τους άναβε τα αίματα, τον θυμόταν και γελούσε, και την ονομαστική τους εορτή, που τους ένωνε και δάκρυζε συγκινημένος !
Αυτός ήταν ο Βαλυραίος πατέρας, που τον τιμούσαμε ως επί γης θεό στην ετήσια και πιο μεγάλη εορτή της οικογένειας , μετά τα Χριστούγεννα , το Πάσχα, την εορτή της Παναγίας Βουλκανιώτισσας , την εορτή της μνήμης του Αγίου Αθανασίου, του πολιούχου της Βαλύρας, την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου, στην όμορφη Βαλύρα μας.
Αλλά και τούτη την παγκόσμια ημέρα της εορτής του πατέρα ,τιμάμε τον πατέρα μας, που φέτος πέφτει στις 19 Ιουνίου , γιατί ο καλός πατέρας αξίζει να τιμάται “εν παντί καιρώ”.
Ο Κύριος ας αναπαύει τους κεκοιμημένους πατέρες μας και να χαρίζει μακροζωία, υγεία, και πάνω από όλα φώτιση στους ζωντανούς γονείς μας, να τους έχουμε κοντά μας και να χαιρόμαστε.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
18/6/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου