Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

Η Κυριακάτικη Εμποροπανήγυρη στην Οιχαλία Μεσσηνίας , κατά τη μεταπολεμική περίοδο 1948-1968

 


             O Ι. Ν. της Αγίας Τριάδος στην Οιχαλία Μεσσηνίας. Φωτο: m facebοok.com


Σταθερή και αμετάκλητη αξία αποτελούσε το παζάρι στην Οιχαλία, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, όχι μόνο για την ίδια την περιοχή της Οιχαλίας, αλλά και για τα γύρω χωριά, αφού οι παραγωγοί, αγρότες, κτηνοτρόφοι , διάφοροι κατασκευαστές-τεχνίτες και μεσάζοντες, κατέληγαν σε αυτόν τον χώρο για την πώληση των προϊόντων τους και /ή ανταλλαγή. Μπορεί στις πόλεις να υπήρχαν παντός είδους καταστήματα και τράπεζες, μπορεί η έκθεση της Θεσσαλονίκης να  ξεκίνησε το 1925, αλλά οι παραδοσιακές αξίες και τρόποι συναλλαγής στην ύπαιθρο, διατηρούσαν ακόμη τον “μετά την απελευθέρωση του γένους” χαρακτήρα τους. Το πολυκατάστημα της επαρχίας ήταν ο χώρος που λάμβανε μέρος η Εμποροπανήγυρη, όλοι ήταν έμποροι και καταναλωτές ταυτόχρονα, καλύπτοντας τις ανάγκες τους, με αυτά που παρήγαγαν και κατασκεύαζαν με αγνά υλικά , μεράκι , κόπο χρόνο και πολλή υπομονή.

Στο Παζάρι έβρισκαν τα πάντα, ό,τι έβαζε ο νους τους υπήρχε προς πώληση, και ό,τι χρειάζονταν για την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών, τους περίμενε -μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας, στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος- στην αλησμόνητη αγορά της Οιχαλίας. Μεταξύ των περισσοτέρων εμπόρων και κατασκευαστών-τεχνιτών όλων των χωριών, υπήρχε φιλία και σχέση αλληλεξάρτησης, όταν δεν  πωλούσαν στην αγορά ίδια και ανταγωνιστικά προϊόντα.

Για παράδειγμα, η κυρά Ευγενία Φειδά από τη Βαλύρα, η οποία φόρτωνε το κάρο μαζί με τον γιο της Παρασκευά από τα ξημερώματα, για να πάει στο παζάρι της Οιχαλίας, μια φορά τον μήνα, όταν είχε έτοιμο εμπόρευμα προς πώληση, όπως πήλινα τσουκάλια, ταψιά και κεσεδάκια για φαγητό και γιαούρτι, προμήθευε με κεσεδάκια μία κυρία μαγείρισσα και παρασκευάστρια γιαουρτιού στην Οιχαλία. Αυτή η κυρία τον Χειμώνα πωλούσε ζεστή φασολάδα και το καλοκαίρι γεμιστά με ρύζι και λαχανικά, όπως ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες και κολοκύθια, δικής της παραγωγής.

Οι αγιογράφοι με τις μοναχές είχαν κοινό πάγκο, όπως και οι ξυλουργοί με τους ψαθάδες επίπλων, οι έμποροι ζώων για μεταφορά εξέθεταν τα ζώα τους δίπλα  από τους σαγματοποιούς ( κατασκευαστές σαμαριών), οι κεντήστρες ήταν συχνά σε κοινό πάγκο με τους κατασκευαστές εθνικών στολών, και άλλοι, που το προϊόν παραγωγής τού ενός είχε λογική εξάρτηση από το προϊόν του άλλου, εξέθεταν μαζί, οπότε σταθεροποιούταν,  με τον χρόνο, η συνεργασία μεταξύ τους.

Ο κυρ Μιχάλης Λιοντήρης και αργότερα ο κυρ Μιχάλης Λάγιος από τη Βαλύρα, πωλούσαν στην Οιχαλία το μέλι τους, οι λαδέμποροι λάδι και έτοιμες χοντρολιές, μπορεί και κανένα μπουκάλι ξύδι παραδίπλα, μαζί με τα λάδια τους.

Το σωτήριον έτος 1955, μία νιόπαντρη πολύ όμορφη και εντυπωσιακή κοπέλα, ονόματι Μαριλένα, Μεσσηνιακής καταγωγής, η οποία διέμενε στην Αθήνα, πήγε γαμήλιο ταξίδι στην Αίγυπτο, με έναν όμιλο της εποχής εκείνης. Μέρος της ξενάγησης ήταν και το μεγάλο παζάρι στο Κάιρο, το οποίο ακόμη και σήμερα είναι ατέλειωτο, αφού χρειάζονται πολλές ώρες για να το περπατήσει κανείς, ιδίως αν είναι τουρίστας. Κάποια στιγμή , εκεί που είχαν ήδη περπατήσει οι νιόπαντροι για δύο συνεχείς ώρες, βρέθηκαν μπροστά σε έναν Άραβα, ο οποίος πωλούσε μία μοναδική και άκρως εντυπωσιακή καμήλα. Θαύμασαν την καμήλα τόσο πολύ, ώστε όταν τους είδε ο έμπορος ότι τους αρέσει, τους έκανε νόημα για να την αγοράσουν. Τότε ο γαμπρός, έδειξε την τσέπη του, ότι δεν είχε χρήματα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο Άραβας, του άρπαξε αμέσως τη γυναίκα και του έκανε νόημα να πάρει την καμήλα και να φύγει. Πέρασε τόση μεγάλη “τρομάρα” , όπως λέγουν στη Μεσσηνία, η νύφη, κι αν δεν έδειχναν τις βέρες τους και δεν έπιανε ο γαμπρός τη κοιλιά της γυναίκας του, για να δείξει ότι δήθεν περιμένει παιδί, δεν επρόκειτο να την αφήσει ο Άραβας ελεύθερη. Μετά από καιρό , κατέβηκαν από την Αθήνα και επισκέφτηκαν μία Κυριακή το παζάρι στην Οιχαλία. Όταν είδε η Μαριλένα πόσο μεγάλο ήταν, για τα Ελληνικά δεδομένα, αναφώνησε:

- “Όλα τα έχουμε στη Μεσσηνία, μόνο η καμήλα μας λείπει”!

Στην πλατεία της Οιχαλίας περίμεναν τα γουρουνόπουλα , που σιγοψήνονταν από το πρωί και έσπαζαν τη μύτη των εμπόρων, αλλά εκείνοι απτόητοι, έπρεπε να λάβουν τη θέση στον πάγκο τους. Μυστική προσευχή και ικεσία στον Θεό ήταν η επιθυμία τους να μη φύγουν με άδεια χέρια, στο τέλος της ημέρας, αλλά να γυρίσουν με χρήματα, τρόφιμα και δώρα  για την οικογένειά τους.

Στη φουφού ψήνονταν κάστανα τον Χειμώνα και καλαμπόκια το Καλοκαίρι. Ένα καλαμπόκι όλο κι όλο ήταν το γεύμα τους, και λίγο ψωμοτύρι με μια ντομάτα και ελιές, δεμένο στην υφαντή πετσέτα τους. Η γουρουνοπούλα, που έτρεχαν να προλάβουν να αγοράσουν, ένα και με δυσκολία δύο κιλά ο καθένας , ήταν για το δείπνο, κατά την επιστροφή, μαζί με όλη την οικογένεια.

Πωλούσαν για να αγοράσουν αυτά που έλειπαν στο σπιτικό τους, ή έκαναν ανταλλαγή προϊόντων.


               To σύγχρονο παζάρι τις Κυριακές στην Οιχαλία.Φωτο: m facebook.com

Ζήτημα είναι αν τους έμεναν μερικές δεκάρες για αποταμίευση, για τις “δύσκολες ημέρες”...όπως έλεγαν οι παππούδες μας.

Υπήρχαν βέβαια και τα παρατράγουδα στο Παζάρι, όπως κάποιος έμπορος να αργήσει να προσέλθει και να έχουν πιάσει οι άλλοι όλα τα καλά  σημεία.

Ένας ήταν τόσο μίζερος, παραπονιάρης και πολυλογάς, που το παρανόμι του ήταν “οχετογνώμων”. Δηλαδή, όπως ο ειδικός μιλάει για τους οχετούς των νερών, έτσι κι εκείνος ο έμπορος, δύσοσμους λεκτικούς οχετούς, με ροή  άσχημου λόγου μεταχειριζόταν.

-Κάποτε μάλωσε άδικα έναν αγρότη από το Μελιγαλά, λέγοντάς του:

-Εσύ τι κοιτάς; δεν πας να σκάψεις το χωράφι σου αγράμματε;

Και ο αγρότης κοίταξε τον ουρανό, να δει τον Θεό, και απάντησε μονολεκτικά:

-Ορώρυχα! (έχω σκάψει).

Το απαιτητικό αγοραστικό κοινό ορμούσε στους πάγκους και έκανε τα "παζάρια" του, συνήθεια που είχε επικρατήσει από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Με υπομονή και χαμόγελο οι έμποροι, άνδρες και γυναίκες, αντιμετώπιζαν τα αιτήματα ζήτησης και ικανοποιούσαν τις ανάγκες του αγοραστικού κοινού, ή έπαιρναν παραγγελίες για την ερχόμενη Κυριακή.

                      Ψητά καλαμπόκια και κάστανα. Φωτο: Οιχαλία στο Facebook

Στον ακόλουθο πίνακα παρατηρούμε τη  διάταξη των πάγκων στο παζάρι της Οιχαλίας, όπως το θυμήθηκε η γιαγιά Παναγιώτα από τη Βαλύρα, όταν στα έντεκα χρόνια της , το έτος 1951, πήγαινε εκεί με τον πατέρα της, για να πωλήσουν μυζήθρες, σιτάρι και λούπινα.


Το παζάρι της Οιχαλίας


Ψησταριές με γουρουνοπούλα στη πλατεία

 ΔΡΟΜΟΣ-ΕΙΣΟΔΟΣ

Παιχνίδια για παιδιά διάφορα

Φουφού με κάστανα ή καλαμπόκια


Ψαθάδες (ψάθες διάφορες), και Καλαθοπλέκτες (κόφες, κοφίνια, πανέρια, καλάθια κ.α.)

Μαλλί της γριάς, κοκοράκια γλειφιτζούρια, ξηροί καρποί, καραμέλες, φρούτα γλασέ, σοκολάτες


Χρηστικά κεραμικά διάφορα (είδη για την κουζίνα, όπως τσουκάλια, ταψιά, στάμνες, πιάτα και κεσεδάκια) και για τον κήπο ( γλάστρες και πιθάρια για συλλογή νερού), επίσης διακοσμητικά κεραμικά για εντός και εκτός σπιτιού

Σουτζούκι, χαλβάς Φαρσάλων, δίπλες κουραμπιέδες μελομακάρονα


Διάφορες ξύλινες κατα- σκευές ( κουτάλες, κόπανοι , πλάστες), κρεμάστρες, κουτιά, σανίδες για ζύμωμα , κασέλες, ξύλινες κορνίζες και καθρέφτες.

Ξηροί καρποί παραγωγής(αμύγδαλα, καρύδια, φιστίκια, φουντούκια, κάστανα, στραγάλια, πασατέμπο σπιτικό)


Μικροέπιπλα ξύλινα (τραπεζάκια, ανθοστήλες, καρέκλες, καρεκλάκια, πόρτ μαντό κλπ)

Μουσταλευριά, πετιμέζι (εποχιακά)


Σιδερένια μικροέπιπλα και διακοσμητικά, φανάρια για διατήρηση της τροφής , κλουβιά για πουλιά, μεταλλικά φαναράκια

Σταφίδα ξανθή και μαύρη, σύκα


Αγιογραφίες-εικόνες (πάνω σε ξύλο και κεραμίδι), λιβάνι, μύρο, ματόχαντρες, κομποσκοίνια , σακουλάκια- κεντημένες πετσέτες λινές για το πρόσφορο και για το αντίδωρο, καρβουνάκια και λουμινάκια εποχής, μελισσοκέρι, λιβανιστήρια για το σπίτι, θρησκευτικά  βιβλία και ορισμένα σχολικά είδη, όπως μελάνη, τετράδια και μολύβια

Γλυκά κουταλιού,(κυδώνι, σταφύλι και σταφύλι φράουλα, περγαμόντο,  σύκο, καρυδάκι κλπ.) κουλουράκια και γλυκά του ταψιού


Είδη προικός διάφορα(σεντόνια, μαξιλάρια, πετσέτες, κλινοσκεπάσματα, κουρτίνες, τραπεζομάντιλα)

Μέλι τοπικής παραγωγής-κηρήθρα και βασιλικό πολτό


Είδη ραπτικής διάφορα, από ψαλίδια, βελόνες, καρφίτσες, παραμάνες και κλωστές, έως υφάσματα, ταινίες, πολύχρωμες τρέσες, δαντέλες, κουμπιά, κόπιτσες, μπουτονιέρες με υφασμάτινα άνθη, καπέλα έτοιμα υφασμάτινα, έτοιμους λευκούς γιακάδες, μαντιλάκια κ.α

Διάφορα φαγητά και μεζέδες από μαγείρους, ψητά και της κατσαρόλας


Έτοιμα γυναικεία ρούχα (ρόμπες, φουστάνια, ζακέτες, ποδιές, νυχτικιές, εσώρουχα, κάλτσες)

Σουβλάκια στο καλαμάκι με κομμάτι ψωμί από ξεροψημένη φρατζόλα


Έτοιμα ανδρικά ρούχα(κοστούμια, παντελόνια, πουκάμισα, γραβάτες, εσώρουχα, μάλλινες φανέλες και κάλτσες, σετ με μαντίλια λευκά κ.α.)

Γαλακτοκομικά (τυριά, γιαούρτι , μυζήθρες)


Έτοιμα παιδικά ρούχα (σχεδόν τα πάντα)!

Φαγητά από γυναίκες της περιοχής, όπως ντολμαδάκια, κεφτεδάκια κ.α


Υποδήματα ανά εποχή για γυναίκες ( καλά, πρόχειρα και για τις εργασίες στους αγρούς)

Ψωμί σπιτικό από τοπικό φούρνο, κουλούρια με σουσάμι


Υποδήματα για άνδρες και στρατιωτικές αρβύλες

Λάδια, ελιές


Υποδήματα για παιδιά, γι ακάθε εποχή

Κρασί και ξύδι τοπικής παραγωγής


Πλεκτά διάφορα( για βρέφη, βαπτίσεις, ρουχαλάκια και κουβέρτες για παιδιά και ενήλικες, μπλούζες και ζακέτες, επενδύτες, κάλτσες και τερλίκια, διάφορα μαξιλάρια και χαλάκια

Σιτηρά και αλεύρια


Κεντήματα χειρός και μηχανής, διάφορα για το σπίτι

Όσπρια (φακές, ρεβίθια, διάφορα φασόλια, ρύζι) και λούπινα


Κεντημένες εθνικές ενδυμασίες, σιρίτι και διάφορα υλικά, (υφάσματα για στολές, όπως βελούδο, και είδη κεντήματος) για κατασκευή ενδυμασιών, έτοιμες φούντες με χάντρες στο στέλεχος για γυναίκες κ.α.

Μπαχαρικά διάφορα


Τσάντες διάφορες από δέρμα, υφαντές, δερμάτινες και ταγάρια, επίσης σχολικές τσάντες και πορτοφόλια

Σκόρδα σε πλεξίδες και κρεμμύδια


Μεταξωτά υφαντά για ένδυση (φορέματα, φούστες, μπλούζες, μαντίλες, ποδιές) και για διακόσμηση στο σπίτι (τραπεζομάντιλα, σεμέν, κουρτίνες, σεντόνια)

Πατάτες


Μάλλινα υφαντά, (κουβέρτες, κλινοσκεπάσματα)

Φρέσκα φρούτα εποχής


Μάλλινα υφαντά ( κιλίμια, φλοκάτες, χαλάκια, κουρελούδες), στημόνι για κουρελούδες, κιλίμια και φλοκάτες και μαλλιά από αιγοπρόβατα

Φρέσκα λαχανικά εποχής


Είδη περιποίησης σώματος και προσώπου με διάφορες κρέμες και σαπούνια ,που έφτιαχναν οι γιαγιάδες, ξυριστικές λεπίδες και ψαλιδάκια για κούρεμα και για τα νύχια, λίμες της εποχής εκείνης, χτενάκια μεταλλικά ή φιλντισένια , καλλυντικά , πρόσθετα για όγκο στα μαλλιά των γυναικών, ξύλινα ρολάκια για κατσάρωμα των μαλλιών

Ξυλοκέρατα και χαρουπάλευρο, λιναρόσπορο, βότανα αποξηραμένα, αλάτι, σόδα


Θεραπευτικά -φαρμακευτικά είδη, αλοιφές με βότανα, έλαια

Ζάχαρη χοντρή και ψιλή


Διάφορα γυναικεία, παιδικά ή ανδρικά κοσμήματα χειροποίητα, ψεύτικα και ασημένια, σε ορισμένες περιπτώσεις χρυσά και μαργαριταρένια

Σαλάμια, λουκάνικα


Περισσότεροι από τρεις πάγκοι με είδη σπιτιού και ένας πάγκος με εξωσχολικά βιβλία και περιοδικά, δίσκους για γραμμόφωνο κ.α.

Διάφορα είδη του σπιτιού, όπως πιάτα, πορσελάνες, μαχαιροπίρουνα και κρύσταλλα ή αντίκες διάφορες, λάμπες πετρελαίου, κουβάδες για

άρμεγμα ζώων , διάφορα μπακίρια κ.α.

Διάφορα τουρσιά τοπικής παραγωγής


Μακριά λίγο από τον χώρο στο παζάρι:

Μεγάλα ζώα προς πώληση, αγελάδες, γιδοπρόβατα

Διάφορες κονσέρβες ψαρικών(καλαμαράκια)


Μουλάρια, γαϊδούρια , άλογα για μεταφορές

Ψάρια κατεψυγμένα


Σαμάρια προς πώληση

Ψάρια φρέσκα

 ΔΡΟΜΟΣ-ΕΞΟΔΟΣ

Μικρά ζώα (κότες, γαλοπούλες, φραγκόκοτες, κουνέλια και κυνήγι)


Αν υπολογίσουμε ότι δεν υπήρχε μόνο ένας πάγκος από το κάθε είδος για πώληση, αλλά κατά μέσο όρο τρεις, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο μεγάλο ήταν το παζάρι της Οιχαλίας, κατά την περίοδο 1948-1968.


                         Αγρότισσα στην Οιχαλία Μεσσηνίας.Φωτο: m facebook.com

Κάποτε, η μητέρα μίας φίλης μου, από τη Σκάλα Μεσσηνίας, μου είπε το εξής:

Έπλεκα μία ζακέτα γυναικεία έναν ολόκληρο χρόνο, για να την φορώ όταν πηγαίνω τις Κυριακές στην εκκλησία. Ήρθαν όμως καιροί δύσκολοι, και αναγκάστηκα να την βάλω για πώληση. Μου έδιναν   οι άλλες γυναίκες λίγα χρήματα για τον κόπο μου, γιατί δεν είχαν, λόγω φτώχιας. Τότε ένας συγχωριανός μου κτηνοτρόφος μού πρότεινε να την πάρει στο παζάρι στην Οιχαλία να την πουλήσει. Έγινε ανάρπαστη η ζακέτα και σε πολύ καλή τιμή, για εκείνη την εποχή. Έκλεισα ορισμένες “τρύπες” για δύο μήνες, που είχα τα παιδιά μικρά, μέσα στην ορφάνια, μετά τον πόλεμο του 1940.

Στο Γερμανόφωνο Βέλγιο, έχουν ένα παραδοσιακό τραγούδι που λέγει “ο καθένας πρέπει να έχει στο σπίτι του ένα γουρουνάκι, ένα γουρουνάκι, ένα γουρουνάκι” και επαναλαμβάνεται το ίδιο στο ρεφραίν, που σημαίνει οικονομική ευφορία.

Τόσο στην Οιχαλία και στη Βαλύρα, όσο και στα περισσότερα χωριά στη Μεσσηνία , είχαν οι κάτοικοι, κατά την εικοσαετία 1948-1968, τη γουρούνα με τα πέντε γουρουνόπουλα. Τα εξέτρεφαν και αντίστοιχα τα πωλούσαν, για να τα αγοράσουν ψημένα τις Κυριακές στην πλατεία του χωριού, για το οικογενειακό τραπέζι. Οι λάτρεις της γουρουνοπούλας , ανά τους αιώνες, ουδέποτε παραιτήθηκαν από τον εδώδιμο στόχο τους.

-Έψαχνα να βρω γουρουνοπούλα μία Κυριακή, πέρυσι στην Οιχαλία, αλλά έφθασα εκεί απόγευμα, είπε ένας Αθηναίος, με καταγωγή από τη Μεσσηνία.

-Τέτοια ώρα που ήρθατε, δεν υπάρχει ούτε δείγμα. Μέχρι δώδεκα το μεσημέρι μπορείτε να βρείτε κάτι. Στη μία το μεσημέρι, το αργότερο, έχουν όλα φύγει, του απάντησε ένας σερβιτόρος.

Η Εμποροπανήγυρη όμως συνεχίζεται και είναι ένα ελκυστικό αξιοθέατο για την περιοχή, αν και δεν διατηρεί την παλιά αίγλη της, λόγω των συνθηκών της σημερινής ζωής, της αλλαγής των προϊόντων, και την ικανοποίηση των αναγκών μας κυρίως από τα σουπερμάρκετ και τα διάφορα καταστήματα, που κι αυτά έχουν αρχίσει να αντικαθίστανται, δυστυχώς, από τα πολυκαταστήματα και τις παραγγελίες από το διαδίκτυο.

-Η ζωή δεν είναι για χόρταση, έλεγε η αείμνηστη γιαγιά Ευγενία Φειδά, η Τσουκαλοβγενιά της Βαλύρας, η οποία μελαγχολούσε , όταν αναγκαζόταν να χάνει τη Λειτουργία της Κυριακής στην εκκλησία , να παρακολουθεί τον ανιψιό της πατέρα Δημήτρη Ξυδόπουλο, στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου Βαλύρας. Άντε και σήμερα, τα πουλήσαμε τα τσουκάλια στο παζάρι στην Οιχαλία. Τον επόμενο μήνα πάλι , μονολογούσε, κάνοντας τον σταυρό της. Το ίδιο έλεγε και η φίλη της η μαγείρισσα από την Οιχαλία, η οποία Κυριακή παρά Κυριακή πήγαινε στο Παζάρι, για να μην χάνει τη Θεία Λειτουργία  στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος.

Υπήρχε ένα μέτρο στη ζωή και στη συμπεριφορά των παππούδων μας, που παρά τις δυσκολίες  του βίου τους, δεν τους άφηνε να χάσουν την επαφή τους με τον Θεό.

-Δεν λαχταρούσα τίποτα περισσότερο από ένα καρβέλι ψωμί για τα παιδιά μου, όταν  πωλούσα στην Οιχαλία λούπινα στην Κατοχή, έλεγε ο συγχωρεμένος παππούς Γιώργος Γρίβας στη Βαλύρα.

Ας μη ξεχνιόμαστε. Όταν χορταίνει η κοιλιά ,αρχίζει να βογκάει η  καρδιά, αναζητώντας τον Θεό της. Καιρός είναι να την ακούσουμε.


Θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιώργο Φειδά, που θυμήθηκε το παζάρι στην Οιχαλία.


Ο Θεός μαζί σας!


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

5/6/2022

Δεν υπάρχουν σχόλια: