Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Εκείνα τα Ατέλειωτα Παιχνίδια μας στη Βαλύρα , κατά τις Δεκαετίες 1950-1970

 


Η δασκάλα Αφρούλα Σταθά και οι μικρές μαθήτριες στις γυμναστικές επιδείξεις.Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας

Οι αλησμόνητοι αγυιόπαιδες του Ιωάννη  Δ. Λύρα διδάχτηκαν τα μυστικά της ζωής κοντά στην όμορφη φύση, ψαρεύοντας στο ποτάμι της Μαυροζούμενας, ντάλα μεσημέρι, ή ορμώντας στους γειτονικούς κήπους για να γευτούν τους καρπούς του Θέρους. Υπήρχαν όμως στη Βαλύρα και παιδιά λιγότερο δραστήρια, περισσότερο  εσωστρεφή, ιδίως τα κορίτσια, που ο νους , η φαντασία τους και η ανάγκη έκφρασης του εαυτού τα καθήλωναν στο σπίτι, και τα ωθούσαν σε περισσότερο δημιουργικές δραστηριότητες, αντλώντας παραδείγματα από τα ήθη, έθιμα , τη θρησκευτική , την κοινωνική ζωή του τόπου, και γενικά τις τελευταίες εξελίξεις, σε πολιτισμικό επίπεδο.

Ο Σαϊνης, ο έφηβος ταχυδακτυλουργός του Μπιζανίου, με έφεση στα καλλιτεχνικά, κατά τη δεκαετία του 1950, αδιαφέντευτος αναδιφούσε σε όλα τα παράξενα και απρόσμενα δρώμενα, που εντυπωσίαζαν το κοινό του.


 

Φόρεσε ο ταχυδακτυλουργός του Μπιζανίου-  ένα απόγευμα μέσα στο κατακαλόκαιρο του 1955 - το μακρύ μαύρο παλτό του και το ψηλό καπέλο του, και τοποθέτησε το μαύρο βαλιτσάκι του στον πάγκο του κήπου, δίπλα από το κοτέτσι. Τα παιδιά στρώθηκαν πάνω στο χορτάρι και περίμεναν εναγωνίως την παράσταση της ημέρας.

-Βλέπετε αυτή τη μίνι βέργα της κυρίας Ευτυχίας, που μας δέρνει στο σχολείο;

-Ναι! Απάντησαν όλα τα παιδιά ομόφωνα.

-Θέλετε να την εξαφανίσω;

-Ναι! ναί! Να την εξαφανίσεις αμέσως!

Κράτησε τη βέργα με τη δεξιά του, έκανε τρεις στροφές και η βέργα εξαφανίστηκε.

Πολλά χρόνια αργότερα ανακάλυψαν τα παιδιά, όταν μεγάλωσαν λιγάκι, ότι στο παλιό παλτό υπήρχε τρύπα κάτω από την αριστερή μασχάλη και ο άριστος ταχυδακτυλουργός περνούσε τη βέργα μέσα στη φόδρα,  καθέτως.

Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα κόκκινο πανί κι ένα άδειο σπιρτόκουτο   μέσα από το καπέλο του.

-Βλέπετε το άδειο κουτάκι;

-Ναι!

-Θέλετε να γεννήσει ένα παιδάκι;

-Ναι!

-Σκέπασε το σπιρτόκουτο με το κόκκινο πανί , έκανε τα μαγικά του κόλπα με τη δεξιά του, άνοιξαν τα παιδιά το κουτάκι και προς μεγάλη έκπληξή τους  βγήκε από μέσα ο σπιρτούλης ή ό,τι άλλο έλεγε ο Σαϊνης να βγει. Το άδειο κουτάκι είχε ήδη περάσει γρήγορα μέσα στη φόδρα , στο αριστερό μανίκι του Σαϊνη, όταν είχε για δευτερόλεπτα το χέρι του κάτω από το κόκκινο πανί.

Τι να πω και για το κόλπο με την οδοντοφλυφίδα;

-Βλέπετε αυτή την άσπρη πετσέτα της γιαγιάς;

-Ναι!

-Θέλετε να σπάσετε την οδοντογλυφίδα και να την ενώσω μετά;

-Ναι! Θέλουμε.

Έκρυβε μία οδοντογλυφίδα στην ούγια της πετσέτας και μία δεύτερη την τοποθετούσε, ενώπιον των παιδιών, στο κέντρο της πετσέτας. Δίπλωνε την πετσέτα με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή που έσπαζαν τα παιδιά ήταν εκείνη της ούγιας και η άλλη στο κέντρο εμφανιζόταν ολόκληρη. Φρίκαραν κυριολεκτικά τα παιδάκια, γιατί δεν αντιλαμβάνονταν πώς μπορούσε ο Σαϊνης , με τις υποτιθέμενες μαγικές του δυνάμεις, να ενώσει τα σπασμένα! Μέχρι και οι ενήλικες δύσκολα μπορούσαν να αντιληφθούν αυτό το κόλπο!

Αλλά και δύο ίδιες μαργαρίτες έκρυβε, τη μία στη φόδρα στο μανίκι του και στην άλλη έκοβαν τα παιδιά το κοτσάνι. Στη συνέχεια, κάτω από το κόκκινο πανί εμφανιζόταν ολόκληρη η μαργαρίτα. Τρελαίνονταν τα παιδάκια του Δημοτικού Σχολείου με τα έξυπνα, απρόβλεπτα και ανεξήγητα τεχνάσματα τού ανεπανάληπτου Σαϊνη, του ταχυδακτυλουργού των παιδικών χρόνων τους.

Τα παιχνίδια ήταν πολλά και το ένα διαδεχόταν το άλλο.

Οι μητέρες είχαν με ασβέστη σχεδιάσει στην αυλή ένα μεγάλο τετράγωνο με 3Χ3 μικρά τετράγωνα εντός.

Με μικρές γρανιτένιες πλάκες τις “σαμάδες”, έπαιζαν αγόρια και κορίτσια εκείνο το ατέλειωτο παιχνίδι, καραβάνα το έλεγαν, που έπρεπε με το δεξί πόδι , κάνοντας κουτσό, να μετακινούν τις πλάκες από τετράγωνο σε τετράγωνο για να κερδίσουν.

Το κρυφτό δεν έλειπε από το καθημερινό πρόγραμμα, ιδίως στις καλοκαιρινές διακοπές. Ολόκληρη τελετουργία ήταν ποιος θα τα φυλάξει.

Α μπε μπα μπλομ

του κίθε μπλομ

Α μπε μπα μπλομ

του κίθε μπλομ

μπλι μπλομ.

-Εσύ τα φυλάς, έλεγε η Βάσω.

-Όχι δεν θέλω ! Τα φύλαξα χθες τρεις φορές, απαντούσε η Μαρία.

Άλλος να τα φυλάξει σήμερα.

-Πάμε πάλι από την αρχή, απαντούσε η Βάσω.

Αλίκη Βουγιουκλάκη

Κώστας Κακαβάς

Τζένη Καρέζη

Βούλα τα φυλάς!

Το κεφάλι σου προς το δένδρο, με τα μάτια κλειστά. Όταν θα σου πω “ένα” τα ανοίγεις και μας ψάχνεις.

-Ένα!

Χαμός να βρει η Βούλα και τους πέντε. Σαν τις αλεπούδες είχαν χωθεί σε απίθανα μέρη, πίσω από τα δέματα με το σανό του αλόγου, περνώντας από μία μικρή τρύπα στον φράχτη στον κήπο του γείτονα, ψηλά στη μεγάλη φυλλωσιά της μουριάς , κάτω από τα πόδια της γιαγιάς, σκεπασμένα με τη μακριά μαύρη ποδιά της, και στον στάβλο, κρατώντας όρθιο στη γωνία το σαμάρι. Το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι να πιαστεί ο επόμενος που θα τα φυλάξει.

Ο Γιώργος και ο Ανδρόνικος Φειδάς ήταν οι ειδικοί της τηλεφωνίας. Με δύο σπιρτόκουτα ή μικρά τενεκεδάκια , ενωμένα με σχοινί στη βάση στο κέντρο, ή λεπτό σωλήνα 3 μέτρων συνδεδεμένα μεταξύ τους, μετέδιδαν μηνύματα. Το κινητό τηλεφωνείο εμφανιζόταν προς "επίδειξιν και εφαρμογήν" άλλοτε στη μάντρα στον αυλόγυρο της Αγίας Τριάδος, ή ήταν απλωμένο από δένδρο σε δένδρο, στον κήπο του πατρικού σπιτιού τους.


                 

                  Ο Δρόμος προς την Αγία Τριάδα της Βαλύρας.Φωτο: καθ. Ι.Δ. Λύρας

Τα αγόρια του Δημοτικού και Γυμνασίου στη Δημοσιά , προς τη γέφυρα του χωριού, έκαναν πρακτική στις σακοδρομίες, για να λάβουν μέρος στο πανηγύρι του χωριού. Κατά τη δεκαετία του 1960, πρώτος έβγαινε ο Θοδωράκης και ακολουθούσε ο αδελφός του Σταύρος.

Τα κορίτσια ήταν επί των θρησκευτικών και κοινωνικών εκδηλώσεων και οργάνωναν βαπτίσεις, γάμους και κηδείες. Είχαν παντρέψει όλα τα κουκλιά, στις κάτω γειτονιές του Σταθμού και στις πάνω γειτονιές του Μπιζανίου, όχι μια, αλλά πολλές φορές, κατά τις δεκαετίες  1960-1970.

Θυμάμαι την κούκλα μου, την είχαμε βαπτίσει, παντρέψει και θάψει πολλές φορές, την ανασταίναμε ανά περίσταση, ευτυχώς ήταν από γερό πλαστικό υλικό και εξυπηρετούσε κάλλιστα την πρακτική στις παιδικές,  θρησκευτικές εκδηλώσεις μας. Παπάς ήταν το γειτονόπουλο ο Γιωργάκης, ο οποίος ευλογούσε τα παιδικά μυστήρια.

Για την εορτή του γάμου παίρναμε μισό καρβέλι μαλακό ψωμί, και το αλείφαμε με βούτυρο και σπιτική μαρμελάδα. Όταν μας έλειπε η μαρμελάδα, απλά το βρέχαμε με νερό, ρίχναμε επάνω ζάχαρη , κανέλα και τριμμένα καρύδια ή αμύγδαλα, και το προσφέραμε στους καλεσμένους, σε όλα τα γειτονόπουλα. Το κόβαμε προσεκτικά σε κομμάτια πάνω σε ξύλινη σανίδα με το μαχαιράκι, και τοποθετούσαμε το γλυκό του καθενός πάνω σε ψαλιδισμένα με ωραία σχέδια χαρτάκια από λαδόκολλα ή πολύχρωμο σελοφάν, που είχαμε πάνω στον λουλουδένιο δίσκο μας. Βοηθοί ήταν η Ντίνα , η Πώλα, η Γεωργία και η Αγγελικούλα στο Μπιζάνι.

Τα αγόρια στη γειτονιά, ο Νίκος , ο Θεοδόσης και ο Βασίλης, έπαιζαν συχνά το γαϊδουράκι. Ανέβαινε ο ένας στην πλάτη του άλλου και ρωτούσε:

-Που κοιτάς;

-Στον ουρανό, απαντούσε ο καβαλάρης.

-Τι τρως;

-Ψωμί και αγγούρι.

-Κατέβα κάτω από το γαϊδούρι.



                   Ο  Μίμης Μπουζαλάς και τα καρπούζια του.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

Τα κορίτσια παίζαμε το σχολείο, με μικρά κουκλάκια, καθισμένα στη σειρά, και η δασκάλα τους ήταν το μεγάλο κουκλάκι. Η κυρία ρωτούσε τα παιδιά αν προετοίμασαν στο σπίτι την ορθογραφία τους και επιβράβευε τον καλό μαθητή, με άριστα και τόνο.

Τα αγόρια, που ήθελαν έντονες δραστηριότητες για σωματική άθληση, ξεκινούσαν από τις πάνω γειτονιές του Μπιζανίου και κλωτσούσαν τη μπάλα μέχρι την πλατεία της Βαλύρας. Έπαιρναν στο κυνηγητό τα σκυλάκια στη γειτονιά, έβγαζαν τον πρωταθλητή της ημέρας στο τρέξιμο, έριχναν με το μπουγέλο νερό ο ένας στον άλλο, για να δροσίζονται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες που ο ήλιος έβραζε,  ανεβοκατέβαιναν με ταχύτητα στις μουριές   κατεβάζοντας για τα ζώα μουρόφυλλα, και συναγωνίζονταν ποιος θα φάει το περισσότερο καρπούζι.

Τα πολύ μικρά παιδάκια, που δεν είχαν πάει ακόμη στο σχολείο, τότε νηπιαγωγείο δεν υπήρχε, κάθονταν στο πλατύσκαλο με ένα μικρό ξύλινο αριθμητήριο στα χέρια, όλο το καλοκαίρι, και επαναλάμβαναν:

- Ένα , δύο τρία, τέσσερα, πέντε.

Τα ρωτούσε στη συνέχεια η μητέρα τους:

- Πόσα είναι όλα μαζί;

- Τρία, έλεγαν.

Κι άντε πάλι από την αρχή, μέχρι να καταλάβουν, πριν από τον Σεπτέμβριο, ότι όλα μαζί είναι πέντε, για να είναι έτοιμα για την Πρώτη Τάξη του Δημοτικού Σχολείου.

Αγνές παιδικές ψυχές, με άδολο συναίσθημα, γέλια και κλάματα, η χαρά της ανεμελιάς για το σήμερα, αλλά και η ελπίδα για το αύριο, διδαχτήκαμε τη ζωή μέσα από τα ατέλειωτα παιχνίδια, κοντά στην όμορφη φύση της Βαλύρας, και εντυπώθηκε ανεξίτηλη χρυσή γραφή στο είναι μας. Είναι εκείνες οι όμορφες και αξέχαστες στιγμές, στις οποίες ανατρέχουμε, όταν όλα γύρω είναι άτονα, άοσμα, μονότονα, γκρίζα και αβέβαια. Χαρά Θεού ήταν η παιδική ζωή μας, με τόσο φως, που δύσκολα ο ενήλικας νους μας μπορεί να συλλάβει.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

3/6/2022

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Έτσι απλά ήταν όλα. Για τους άλλους ίσως δεν λένε τίποτα, μα για εμάς που τα ζήσαμε παραμένουν σημαντικά και ανεξίτηλα. Μπράβο σας. Δημήτρης,

από Μερόπη Μεσσηνίας.