Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

«Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια»

 



Στὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τετάρτης - Μεγάλη Τρίτη ἑσπέρας- ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας προβάλλει μὲ γλαφυρὸ καὶ παραστατικὸ τρόπο τὴν «σχέση» ἁμαρτίας - μετανοίας. Στὰ περισσότερα τροπάρια παρουσιάζονται κατ’ ἀντιδιαστολὴ οἱ μορφὲς τῆς ἁμαρτωλοῦ γυναικός, «τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ», καὶ τοῦ δολίου μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἰούδα, ποὺ τὴν ἴδια ὥρα σχεδίαζε τὴν προδοσία τοῦ Κυρίου.

Ἐνῶ, ὅμως, ἡ πόρνη, προσφέροντας τὸ μύρο μαζὶ μὲ τὰ ἀκόμη πιὸ πολύτιμα δάκρυά της, «λυτροῦται τῆς δυσωδίας τῶν κακῶν», ἐν τούτοις ὁ Ἰούδας, ν καὶ ἀνέπνεε τὴν εὐωδία τῆς θείας χάριτος, «ταύτην ἀποβάλλεται καὶ βορβόρῳ συμφύρεται». Ἡ μὲν ἁμαρτωλὸς προσφέρει τὰ δάκρυά της ὡς λύτρο γιὰ τὴν σωτηρία της, ὁ δὲ φιλάργυρος μαθητὴς προσφέρει στοὺς ἀνόμους τὰ τριάκοντα ἀργύρια, «τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου».

Στὸ τέλος, ἡ γυναῖκα, ἡ βυθισμένη στὴν ἁμαρτία, κερδίζει τὸ ἔλεος ἀπὸ τὸν ψυχοσώστη Σωτῆρα Της. Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος δὲν ἦλθε «ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰωάν., γ’ 16-17), τῆς δίνει ἀσφαλῶς τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, μὲ τὴν προτροπὴ βεβαίως «μηκέτι ἁμάρτανε». Ὁ Ἰούδας, ὅμως, ν καὶ συνειδητοποιῆ, ἔστω καὶ καθυστερημένα, ὅτι ἀπεμπόλησε «τὸν ἀτίμητον», ἐν τούτοις δὲν μετανοεῖ, δὲν ζητάει τὴν λυτρωτικὴ συγγνώμη, ποὺ ὁ Κύριος δὲν θὰ τοῦ ἀρνεῖτο, ἐφ’ ὅσον θὰ ἦταν εἰλικρινής. Ἡ «πηρωτικὴ φιλαργυρία» του τόσο πολὺ τὸν τυφλώνει, ὥστε νὰ λησμον τὰ διδάγματα τοῦ διδασκάλου Του, ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν ψυχή του. Ἔτσι «ἀπογνώσει ἑαυτὸν ἐβρόχισε».

Ὁ ὑμνογράφος τονίζει πολὺ παραστατικὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀγαπώσης καρδίας τῆς ἁμαρτωλοῦ καὶ συνεχίζει νὰ τὸ ἀντιπαραθέτει στὸ μέγεθος τῆς ἀγνωμοσύνης τοῦ προδότου μαθητοῦ. Ἡ ἁμαρτωλὸς μὲ τὴν πράξη της ἔδειξε ὅτι «ἐπεγίγνωσκεν -ἀναγνώριζε- τὸν Δεσπότην», ἐνῶ αὐτός, ὁ Ἰούδας, μὲ τὴν προδοτική του συμπεριφορὰ «τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο». «Αὕτη ἠλευθεροῦτο (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ὁ Ἰούδας, μὲ τὸ πάθος του «δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ».

Νά, λοιπόν, γιατί ὁ ὑμνογράφος ἀναφωνεῖ μὲ νόημα: «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια». Φοβερὴ δὲν εἶναι ἡ ἁμαρτία, αὐτὴ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μεταπτωτικά, φοβερὴ εἶναι ἡ ἀμέλεια γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ὁ Ἰούδας ἁμάρτησε ἀλλὰ δὲν μετενόησε, ἁπλῶς μετεμελήθη, γι’ αὐτὸ καὶ περιέπεσε σὲ ἀπόγνωση καὶ κατέφυγε σὲ «βροχισμό». Δὲν φρόντισε νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν τραγικὴ προδοσία τοῦ Κυρίου Του, ζητῶντας συγγνώμη δείχνοντάς Του ἐμπράκτως, ὅπως ἡ πόρνη, τὴν εἰλικρινῆ ἀλλαγὴ τῆς συμπεριφορᾶς του.

Ὁ ὑμνογράφος προβαίνει στὸ σημεῖο αὐτὸ σὲ μιὰ φοβερὴ ψυχολογικὴ διαπίστωση. Ὁ Ἰούδας εἶχε καταληφθῆ τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου καὶ τῆς φιλαργυρίας, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ δῆ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του, «οὐκ οἶδε προτιμᾶν τὸ συμφέρον»! Εἶχε τόσο πολὺ τυφλωθῆ ἀπὸ τὸ μῖσος του καὶ δεθῆ ἀπὸ τὴν «δυσώδη κακίαν», ὥστε νὰ ἄγεται καὶ νὰ φέρεται ἀπ’ αὐτήν.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἁμαρτωλὸς εἶναι τόσο «ἀπεγνωσμένη διὰ τὸν βίον» καὶ «ἐπεγνωσμένη (στιγματισμένη) διὰ τὸν τρόπον» τῆς ζωῆς της, ποὺ καταφεύγει στὴν μοναδική της ἐλπίδα, στὸν Χριστό, ζητῶντας Του νὰ μὴν τὴν βδελυχθῆ γιὰ τὴν ἁμαρτία, οὔτε νὰ τὴν ἀπορρίψῃ, ἀλλὰ νὰ τὴν δεχθῆ «μετανοοῦσαν», «ἥν οὐκ ἀπώσω ἁμαρτάνουσαν», -αὐτὴν ποὺ δὲν περιφρόνησε, ὅταν ἁμάρτανε!

Ἀλήθεια, πόσο μεγάλη θέληση γιὰ μετάνοια εἶχε αὐτὴ ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα καὶ συγχρόνως πόσο μεγάλη πίστη ὅτι ἡ μετάνοιά της μποροῦσε νὰ προέλθῃ μόνον ἀπὸ τὸν ψυχοσώστη Κύριο, τὸν μοναδικὸ Σωτῆρα της!

Τὴν ἴδια ἀκριβῶς διαπίστωση κάνομε καὶ στὸ Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, στὸ ὁποῖο παρακολουθοῦμε τὰ στάδια τῆς μετανοίας τῆς ἁμαρτωλῆς ἀλλὰ ἀποφασισμένης γιὰ τὴν μετάνοια γυναικός. Ἔτσι, «ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή» ἀναζήτησε τὴν μετάνοια, «αἰσθομένη τὴν θεότητα», μόλις συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε μπροστά της τὸν Θεό (α’ στάδιο). Ἡ συνειδητοποίηση αὐτὴ τὴν ὡδήγησε στὴν συναίσθηση τῆς δικῆς της ἁμαρτωλότητος, τὴν ὁποία περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα: «Οἴμοι, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας» (β’ στάδιο). Ἡ συναίσθηση ὅμως αὐτὴ δὲν τὴν ἀποτρέπει, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὴν ὠθεῖ στὴν ἐπιδίωξη τῆς σωτηρίας: «Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, (…) Κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεαναγμοὺς τῆς καρδίας…» (γ’ στάδιο). Τέλος, ἐπιχειρεῖ νὰ διορθώσῃ τὴν προηγούμενή της ἁμαρτωλὴ συμπεριφορὰ μὲ τὰ ἴδια μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴν ἁμαρτία, τὰ ὁποῖα ὅμως τώρα ἀποκτοῦν σωστικὸ περιεχόμενο (δ’ στάδιο): Τὰ χείλη ποὺ φιλοῦσαν γιὰ τὴν ἁμαρτία τώρα θὰ «καταφιλήσουν» «τοὺς ἀχράντους πόδας» τοῦ Χριστοῦ, καὶ οἱ βόστρυχοι ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὴν πρόκληση ἡδονῆς τώρα, σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης, θὰ «ἀποσμήξουν» τὰ εὐλογημένα πόδια τοῦ Σωτῆρος.

Τὸ ὑπέροχο αὐτὸ τροπάριο τελειώνει μὲ ἕνα ῥητορικὸ ἐρώτημα: «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» Εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ συγκριθ ἡ «ἄβυσσος» τῶν δικαίων κρίσεων τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ «πλῆθος» τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ;

Αὐτὴ εἶναι τελικὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς βγάλῃ «ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μας», ἐμᾶς ποὺ ἔχομε ἁμαρτήσει «ὑπὲρ τὴν πόρνην». Γι’ αὐτὸ τὸν παρακαλοῦμε νὰ ἐκτιμήσῃ καὶ τὴν παραμικρὴ πλὴν ὅμως εἰλικρινῆ μας προσπάθεια γιὰ μετάνοια καὶ σωτηρία καὶ νὰ μᾶς προσφέρῃ πλουσιοπάροχα τὸ ἔλεός Του. Ἀρκεῖ νὰ τὸν ἐμπιστευτοῦμε, ὅπως ἡ ἁμαρτωλὸς γυνή, καὶ νὰ μὴν ἀμελήσωμε οὔτε ἐμεῖς, ὅπως καὶ ἐκείνη, νὰ ἀγωνιζώμαστε γιὰ τὴν λύτρωση καὶ τὴν σωτηρία μας, τὴν ὁποία εἴθε νὰ ἀποκτήσωμε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ! Γένοιτο!

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος

Oρθόδοξος Σύλλογος "Επάλξεις"

Δεν υπάρχουν σχόλια: