Τὴν «ἔνδοξον» ἀλλὰ καὶ «φρικτήν»
Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, στὶς 6 Αὐγούστου, καὶ ἀναρωτιόμαστε
πῶς τὸ εὐφρόσυνο γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ
φρικτό. Ὁ Κύριος, ὀλίγον «πρὸ τοῦ πάθους» Του, ὅπως ἀναφέρουν καὶ οἱ τρεῖς
συνοπτικοὶ Εὐαγγελιστές (Ματθ., ιζ’ 1-7, Μάρκ., θ’ 2-13, Λουκ. θ’ 28-36),
παρέλαβε τοὺς «προκρίτους μαθητάς», τὸν
Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, τοὺς ὡδήγησε σὲ «ὄρος ὑψηλόν … καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν καὶ ἔλαμψεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά, ὡς τὸ φῶς» (Ματθ., ιζ’ 1-2). Χαρακτηρίζεται,
λοιπόν, φρικτὴ ἡ Μεταμόρφωση, ἐπειδὴ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς συνέβη «πρὸ τοῦ πάθους». Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας
οἰκονόμησε, ὥστε σαράντα ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν Μεταμόρφωση νὰ ἑορτάζεται μιὰ ἑορτὴ
ποὺ παραπέμπει στὸν Σταυρό, ἡ Ὕψωσή Του.
Ἀλλὰ τί σημαίνει «μετεμορφώθη»; Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ «ἀλλαγή» δὲν ἦταν σὲ σχῆμα ἀλλὰ σὲ δόξα. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὁ Κύριος ἔδειξε τὴν λαμπρότητα τῆς φύσεώς Του καὶ μάλιστα μέρος αὐτῆς, διότι, ἐὰν τὴν φανέρωνε σ’ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο, τότε οἱ μαθητές Του δὲν θὰ τὸ ἄντεχαν καὶ θὰ τυφλώνονταν. Ὁ στόχος, ὅμως, δὲν ἦταν νὰ στραβωθοῦν ἀπὸ τὸ «ἄστεκτο φῶς» Του ἀλλὰ νὰ ἐνισχυθοῦν ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία Του, καὶ μάλιστα ἐν ὄψει τοῦ Πάθους Του.
Γιὰ νὰ μπορέσουν, ἀσφαλῶς,
οἱ μαθητὲς νὰ ἀντικρύσουν καὶ τὴν μερικὴ αὐτὴν θεϊκὴ λάμψη, χρειάστηκε, πρὸς
στιγμήν, νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ σωματικοί των ὀφθαλμοί! Λέει, χαρακτηριστικά, ὁ Ἰωάννης
ὁ Δαμασκηνὸς ὅτι ο Χριστὸς μεταμορφούμενος δὲν ἔλαβε μορφὴ ξένη πρὸς Αὐτόν, ἀλλὰ
ἄνοιξε γιὰ λίγο τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν μαθητῶν Του, γιὰ νὰ ἀντικρύσουν «τὸν ἐνοικοῦντα Θεόν» (PG 96, 564). Kαὶ ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ θεολόγος τοῦ
ἀκτίστου φωτός, συμπληρώνει ὅτι χρειάζεται κανεὶς νὰ γίνη «ἔνθους» (= ἔνθεος), νὰ καθάρῃ τοὺς σωματικούς του ὀφθαλμούς, διὰ τῆς
ἀσκήσεως καὶ πρὸ πάντων διὰ τῆς θείας ἐλλάμψεως, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἀντικρύσῃ τὶς
ἄκτιστες θεϊκὲς ἐνέργειες.
Αὐτό, βεβαίως, ποὺ ἔχει
σημασία γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὅτι ὁ Χριστός, μὲ τὴν μεταμόρφωσή Του, ἔδειξε
«τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς (ἀνθρωπίνης)
εἰκόνος», ὅπως ἦταν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος,
πρὶν νὰ ἀμαυρωθῆ ἀπὸ τὴν πτώση καὶ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὴν τήν «ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδὰμ φύσιν», ποὺ προσέλαβε ὁ Κύριος μὲ τὴν Σάρκωσή
Του, μὲ τὴν Μεταμόρφωσή Του τὴν ἔκανε καὶ πάλι ἀστραφτερή, «μεταστοιχειώσας αὐτὴν εἰς τὴν δόξαν καὶ λαμπρότητα τῆς θεότητος» (ἀπὸ
τὴν ὑμνολογία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς). Ἐξ ἄλλου, γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἐνδύθηκε τὴν
ἀνθρώπινη σάρκα, γιὰ νὰ τὴν καταστήσῃ θεία, ἔνδοξη καὶ λαμπρή, ὅπως εἶχε πλαστῆ
«ἀρχετύπως».
Εἶναι σωτήρια, λοιπόν, ἡ
Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου μας, ὄχι μόνον ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ποὺ μεταμορφώθηκε εἶναι ὁ
Σωτήρας μας, ἀλλὰ κυρίως διότι ἡ Μεταμόρφωσή Του στοχεύει στὴν δική μας σωτήρια
καὶ λυτρωτικὴ μεταμόρφωση. Ἔγινε, γιὰ νὰ μᾶς δείξη τὸν δρόμο πρὸς τὴν σωτηρία
καὶ τὴν ἀπολύτρωσή μας, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ διαφορετικά, παρὰ
μόνον διὰ τοῦ Σταυροῦ.
Τὸ λέει καὶ τὸ ὑπέροχο
Κοντάκιο τῆς Ἑορτῆς. Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, μόνον ὅταν τὸν δοῦν «σταυρούμενον»,
θὰ ἐννοήσουν τὸ «ἑκούσιον» πάθος Του, ὡς Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ ἔγιναν «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β’
Πέτρ., α’ 16), τῆς θαυμαστῆς Του δηλαδὴ Μεταμορφώσεως, τότε πλέον ἦταν σὲ θέση
νὰ κηρύξουν καί «τῷ κόσμῳ» ὅτι Αὐτός,
ὁ Κύριός των, εἶναι Θεός, «τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα
(=ἡ ἀκτινοβολία)».
Ἐκεῖνο, ἀσφαλῶς, ποὺ ἐπισφράγισε
τὴν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός «ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα﮲
οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα﮲
αὐτοῦ ἀκούετε»
(Ματθ. ιζ’ 5). Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἄκουσμα αὐτό, δὲν ἔχουν πλέον καμμία ἀμφιβολία οἱ
μαθητὲς ὅτι ἡ Μεταμόρφωση Τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ὀφθαλμαπάτη οὔτε ἀποκύημα τῆς
φαντασίας των ἀλλὰ πραγματική, οὐσιαστική («οὐχὶ
ὡς ἐν εἰκόνι ἀλλ’ ὡς κατ’ οὐσίαν», τροπάριο ε’ ὠδῆς β’ Κανόνος).
Ἡ προτροπή, μάλιστα, τοῦ
Πατρὸς πρὸς τοὺς παρισταμένους μαθητὲς τοῦ Κυρίου «αὐτοῦ ἀκούετε» ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, διότι ἔδινε πλέον ἀπάντηση
στὶς μέχρι τότε ἀμφιβολίες καὶ τῶν ἰδίων τῶν μαθητῶν γιὰ τὴν «ταυτότητα» τοῦ Ἰησοῦ
-ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Μωϋσῆς, ἄλλοι ὁ Πρόδρομος καὶ ἄλλοι
κάποιος ἄλλος προφήτης (Μάρκ., η’ 28-30). Ὁ Πατὴρ ὑποδεικνύει ποιόν νὰ ἀκοῦνε,
τὸν Υἱό Του, καὶ μόνον Ἐκεῖνον, διότι Ἐκεῖνος εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ Νόμου καὶ τῶν
Προφητῶν, ὅπως αὐτὰ συμβολίζονται, ἀντιστοίχως, στὸ πρόσωπο τῶν
συμπαρισταμένων, Μωϋσέως καὶ Ἠλιού.
Βεβαίως, τὸ μήνυμα τοῦ
Πατρός «αὐτοῦ ἀκούετε» εἶναι
διαχρονικὸ καὶ ἀφορᾶ ὅλους, ὄχι μόνον τοὺς παρόντες στὴν Μεταμόρφωση: «νὰ
κάνετε καὶ ἐσεῖς ὅ τι ἔκαναν οἱ πρόκριτοι μαθητές, νὰ ἐνδυναμωθῆτε καὶ ἐσεῖς στὴν
πίστη, νὰ ἀνυψωθῆτε πνευματικά».
Μόνον ὅσοι εἶναι ἐξοπλισμένοι
μὲ δυνατὰ πνευματικὰ ὅπλα, καὶ κυρίως μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν προσευχή, μποροῦν, μὲ
τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ ποιήσουν καὶ ἐκεῖνοι «θαυμάσια». Νά, γιατὶ ὁ Κύριος δὲν
ἄκουσε τὴν προτροπὴ τοῦ Πέτρου, νὰ παραμείνουν ἐκεῖ ψηλά, στὴν μακαριότητα τῆς
δόξης Του («καλόν ἐστι ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (ὅ. π. 4), διότι δὲν εἶχε ἐκπληρώσει
ἀκόμη τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό, ἀκριβῶς,
εἶπε στοὺς μαθητές Του, ὅταν κατέβαιναν ἀπὸ τὸ ὄρος, νὰ μὴν ποῦν τίποτε σὲ
κανέναν, «ἕως οὗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ
νεκρῶν ἀναστῆ» (ὅ. π. 9). Ἔτσι,
λοιπόν, ἡ Μεταμόρφωση δὲν συνδέεται μόνον μὲ τὴν Σταύρωση ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση
τοῦ Κυρίου ἀλλὰ καὶ τὴν δική μας!
Ἐξ ἄλλου, ὅσοι ἀντίκρυσαν
τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ καὶ φωτίστηκαν ἀπὸ αὐτὸ ἔχουν χρέος, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Κύριος
μὲ τοὺς μαθητές Του, νὰ κατέλθουν καὶ πάλι ἀπὸ τὸ θαβώριο φῶς στὸ ἐπίγειο
σκότος καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ ἀνυψώσουν καὶ ὅσους θέλουν, ἀλλὰ δυσκολεύονται, λόγῳ τοῦ ζόφου τῆς ἁμαρτίας, νὰ βροῦν ἀπὸ
μόνοι των τὸν δρόμο, γιὰ νὰ ἀνέλθουν.
Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν
προσωπική μας μεταμόρφωση εἶναι, ὁμολογουμένως, δύσκολος. Χρειάζεται νὰ ἀποκόψῃ
κανεὶς κάθε δεσμὸ μὲ τὸν κακό του ἑαυτό, τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ τὰ πάθη
του, ὥστε μὲ τὴν πνευματική του ἀναγέννηση νὰ φωτιστῆ ὁ νοῦς του καὶ νὰ
μεταμορφωθῆ ὁλοκληρωτικά, ὅπως συνιστᾶ καὶ ὁ Παῦλος («μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ἡμῶν», Ῥωμ., ιβ’ 2). Ἄλλωστε καὶ κατὰ τὸν ὑμνογράφο, μόνον «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν
διαπρέψαντες καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται.»
Ὅπως οἱ μαθητὲς τοῦ
Κυρίου ἔφθασαν σὲ ἕναν βαθμὸ πνευματικῆς ὡριμότητος, μὲ τὴν χάρη, βεβαίως τοῦ
Θεοῦ, ὥστε νὰ ἀντικρύσουν, «καθὼς ἠδύναντο»,
τὸ φῶς τῆς θεότητός Του, ἔτσι καὶ μεῖς, μὲ τὴν σειρά μας, ἂς διαπρέψωμε «τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν», τῆς πίστεως, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς συμμορφώσεώς μας μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε
νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ καταυγασθοῦμε ἀπὸ τὸ φῶς τῆς δόξης Του, «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», διότι μόνον ἐκεῖνο ἔχει
τὴν δύναμη νὰ μᾶς ἀναμορφώσῃ καθολικά, στὸ νοῦ, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, γιὰ τὴν
σωτηρία μας. Ἀμήν. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Ορθόδοξος Πολιτιστικός Σύλλογος "Επάλξεις"
Πηγές – Βοηθήματα:
Μηναῖον Αὐγούστου, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, Ἔκδοσις Ε’, Μάρτιος 2021,
Ἀθῆναι 1993, σσ. 85-108.
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὴν ὑπερένδοξον μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ὁμιλία Ι΄, PG 96, 564-565.
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τὴν σεπτὴν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου, Ὁμιλία ΛΔ΄, PG 151, 432.
Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία
Θ’, Εἰς τὴν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου, καὶ Θεοῦ, καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 77, 1009 - 1016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου