Ανάμεσα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη και
τη Τζένη Καρέζη κάλπαζε η φαντασία των εργένηδων της Βαλύρας κατά τη δεκαετία
του 1970, μέχρι που το κρατικό κανάλι έδειξε στην τηλεόραση τη ρωσική ταινία με τίτλο
Ολέσια. Σύγχυση επικράτησε για ένα χρονικό διάστημα στις φαντασιώσεις και
προτιμήσεις των αποστερημένων αγάμων ανδρών του χωριού, που τον μεν αγοραίο
έρωτα αποστρέφονταν, ο δε άλλος,
ο κατά Θεόν ευλογημένος, δεν ήταν για το
βαλάντιό τους.
Ανάμεσά τους ζούσε κι ένα όμορφο παλικάρι με οριακή νοημοσύνη, ο Γιώρης, ο ευλογημένος γιος της
αείμνηστης γιαγιάς Σοφίας Μπουρίκα. Υπάκουος στη μητέρα του και πολύ εργατικός
ήταν ο Γιώρης, καθημερινά έβοσκε στον κάμπο τα λιγοστά ζωντανά και
επέστρεφε μετά τη δύση του ηλίου στο πέτρινο σπίτι του στο Μπιζάνι, όπου
στην αυλή είχε προσαρμόσει μία μικρή
στάνη και επιδιδόταν στο άρμεγμα. Όταν
ανέβαινε το θερμόμετρο και ξυπνούσε η επιθυμία
σεξουαλικής επαφής στα έγκατα της γης, ο Γιώρης άρχιζε το ανεπανάληπτο άσμα του, σαν τα πετούμενα
στις πλαγιές της Ιθώμης:
-Ωραία μου κοπέλα, έλα …έλα… επαναλάμβανε διαρκώς και μάς έπαιρνε τα αυτιά.
Ένα Καλοκαίρι, τα μικρότερα παιδιά, με πονηρό βλέμμα του
έδειξαν σε κάτι περιοδικά της εποχής ευπαρουσίαστες νεαρές γυναίκες και τον
ρώτησαν ποια του αρέσει. Ο Γιώρης διάλεξε μία ξανθή Πολωνέζα και τον
διαβεβαίωσαν γελώντας ότι θα ειδοποιήσουν να του έλθει σύντομα! Όταν είδε
κι εκείνος την ταινία « Ολέσια», ούτε
που συγκινήθηκε όπως οι άλλοι, αφού η
σκέψη του ήταν καρφωμένη ιδεοληπτικά
στην Πολωνέζα της φαντασίας του, που την
περίμενε πώς και πώς να έλθει σύντομα για να ανθίσει η ευτυχία του!
Μία νύχτα του Αυγούστου, τον είχε καταλάβει ο πειρασμός και βογκούσε σαν αγριογούρουνο, γυρίζοντας πέρα-δώθε στην αχυρένια στρωμνή του. Κάποια στιγμή, σαν σε όραμα, είδε να έρχεται προκλητικά προς αυτόν μία ξανθή νεαρή γυναίκα, μεγάλης ομορφιάς, όμοια η Πολωνέζα της φαντασίας του, και η καρδιά του σκίρτησε δυνατά, τόσο που αισθάνθηκε ότι θα βγει από τα σωθικά του και θα πετάξει μακριά. Δεν πρόλαβε να τον αγγίξει η θελκτική μορφή, γιατί ξαφνικά παρουσιάστηκε εμπρός του η αείμνηστη θεία Παναγιώτα Μπακοπούλου, που Κολοβάκια την έλεγαν, από το παρατσούκλι του πατέρα της. Η Θεία Παναγιώτα ήταν μία σεμνή αλλά ευπαρουσίαστη αρχόντισσα, σοβαρή και θεοσεβής, αληθινή κόρη της Παναγίας του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου, του Πολιούχου του χωριού μας.
Το προστατευτικό πνεύμα, ο φύλακας
άγγελος του ευλογημένου Γιώρη, που τον ανέλαβε κατά τη βάπτισή του, τη μορφή της Βαλυραίας θείας Παναγιώτας επικαλέστηκε και έτσι
εμφανίστηκε για να μην τον
τρομάξει. Έλαβε τη μορφή μίας γλυκιάς, φιλικής και κοινωνικής γυναίκας. Αμέσως άνοιξε μία βαριά πόρτα και διέταξε τον Σατανά, που είχε μεταμορφωθεί
από φίδι σε ανεπανάληπτης ομορφιάς
γυναίκα, να μπει μέσα στον σκοτεινό χώρο και να μην βγει ποτέ ξανά έξω!
Στη συνέχεια ο Γιώρης έντρομος άρχισε
να συνέρχεται και την αυγή διηγήθηκε στη μητέρα του το όνειρό του.
-Η Παναγία ήταν και σε έσωσε,
αναφώνησε η γιαγιά Σοφία κάνοντας τον σταυρό της, εμπρός στο εικόνισμα του
σπιτιού.
-Και γιατί πήρε τη μορφή της
Παναγιώτας του Κολοβάκια; Ρώτησε ο Γιώρης.
-Κόρη της είναι η Παναγιώτα, φέρει το
όνομά Της, πιστεύει, ανάβει κερί και φιλά την εικόνα της Μεγαλόχαρης περισσότερο από όλους
μας, απάντησε η γιαγιά Σοφία.
Μόλις έμαθαν οι εργένηδες της Βαλύρας
το πάθημα του Γιώρη, φοβήθηκαν μήπως ο Διάβολος μεταμορφωθεί σε Ολέσια και τους
επισκεφθεί κανένα βράδυ, γι΄ αυτό επαναλάμβαναν συνθηματικά μεταξύ τους:
-Εμείς πάντως το βράδυ κοιμόμαστε με
την Παναγιώτα του Κολοβάκια!
Ο Θεός μεθ΄ημών,
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
24-8-2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου