Τηλεφώνησε η δίδυμη Μαρία Ηλιοπούλου , μες στο καταχείμωνο, με την ευαίσθητη και γλυκιά φωνή της και είπε με ένα απέραντο χαμόγελο, που έκανε να πάλλονται τρελά οι οπτικές ίνες της τηλεφωνίας:
-Άνθισαν τα μανουσάκια στον κήπο μου, εδώ στη Βαλύρα!
Τα μανουσάκια! Τι αγάπη κι αυτή!
Αν υπήρχε ένας λόγος που συμπαθούσαμε τον Χειμώνα, κατά τη παιδική μας ηλικία, και αντέχαμε τις υγρές και κρύες ημέρες, τη βροχή, το αγιάζι που περόνιαζε τα τρυφερά κόκαλά μας, τις βροντές, τις αστραπές, και το χοντρό χαλάζι, ήταν για εκείνες τις όμορφες και ηλιόλουστες ημέρες, που μας χάριζε ο Θεός, για να μαζέψουμε στην ευλογημένη γη του Παμίσου ευωδιαστά μανουσάκια.
Φορούσαμε τις γαλότσες μας, το παλτό διπλοκουμπωμένο, τον σκούφο και το κασκόλ που είχε πλέξει η γιαγιά μας, για να φθάσουμε ζεστές τον κάμπο της Βαλύρας να μαζέψουμε μανουσάκια.
Στο ξέφωτο μας χαιρετούσε ο Ταϋγετος, μύστης παλιός και επιβλητικός. Εμείς ούτε καν σηκώναμε το κεφάλι μας να φθάσει η ματιά μας μακριά, μέχρι τον Άγιο Φλώρο, αλλά ήμασταν συγκεντρωμένες επί το έργον. Πηδούσαμε, σαν χαρωπά κατσικάκια, από αγρό σε αγρό, καταπατούσαμε ξένες περιουσίες με παιδική ανεμελιά για να προλάβουμε να μαζέψουμε τα μανουσάκια της χρονιάς, μαζί με τις φίλες και συμμαθήτριές μας, τις θείες και μανάδες μας. Κάπου- κάπου μας προλάβαινε κάποιος τολμηρός συμμαθητής μας, που μάζευε του μικρούς νάρκισσους ανά δωδεκάδες και τους πωλούσε μία δραχμή το ματσάκι, για να βγάλει την εποχή της φτώχειας και ανέχειας το πενιχρό χαρτζιλίκι του.
Κόρη Τσιγγάνων της περιοχής της Βαλύρας που πουλάει μανουσάκια έξω από την οικία του Ι.Δ. Λύρα.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας
Τι ευωδία Θεέ μου!
Μας έβλεπαν τα μανουσάκια χαμηλά και ταπεινά, στολισμένα με τον λευκόχρυσο ανθό τους και φοβόταν το μάτι τους από τη φούρια μας, που επιμέναμε να τα κουρσεύουμε χωρίς αναστολές.
-Θεέ μου έλεγαν! Όλο τον χρόνο πασχίζαμε, με τις ρίζες χωμένες βαθιά στη κρύα γη, να γεννήσει ο βολβός μας ανθό μέγα, μία κόρη ευωδιαστή, και τώρα με μια δρασκελιά, ένα άπονο χέρι θα μας πάρει το όμορφο κεφάλι μας. Πού να κρυφτούμε Κύριε μακριά από τα βλοσυρά βλέμματα; Προσπαθούσαν επίμονα τα καημένα να γείρουν τον μίσχο τους, αλλά το μόνο που κατόρθωναν ήταν να κατεβάσουν λίγο το κεφάλι τους και να υπομείνουν τη μοίρα τους.
Κατέληγαν σε όμορφα ανθοδοχεία, στη τραπεζαρία των σπιτιών του χωριού, που γινόταν γιορτή για τρεις , το πολύ τέσσερες ημέρες, μέχρι να μας λυπήσουν μαραμένα. Όμως εμείς, οι μικρές απατεώνισσες, απτόητες, πεισματάρες και ανεπίδεκτες μαθήσεως ,τρέχαμε ξανά στον κάμπο να τα βρούμε πάλι, μια δυο και τρεις φορές μέσα στον Κουτσοφλέβαρο. Οι μανάδες μας ζαλώνονταν δεμάτια με φρύγανα για να ανάψουν το τζάκι να ζεσταθούν τα κόκκινα και γδαρμένα από το κρύο χέρια μας , που πάγωναν μέσα στα κρύα χορτάρια, καθώς επιμέναμε να καθόμαστε με τις ώρες στον κάμπο, μέχρι να γεμίσει η γροθιά μας με φρέσκα μανουσάκια. Τι να κάνουν κι εκείνες οι φουκαριάρες; Μια- δυο, δεν άντεξαν τα πόδια τους στους επαναλαμβανόμενους περιπάτους στους βάλτους και μεταφύτεψαν επιτυχώς τα μανουσάκια στην αυλή των σπιτιών. Από τότε ,ούτε που τα κόβαμε πια. Περιμέναμε ν΄ ανθίσουν, τα πλησιάζαμε , κρατούσαμε απαλά τον μίσχο τους και ρουφούσαμε λαίμαργα το μοναδικό τους άρωμα. Συναγωνιζόμασταν ποια έχει στην αυλή της τα περισσότερα.
Ναι Μαρία μου!
Άνθισαν και στην Αθήνα οι μικροί νάρκισσοι, αλλά δεν είναι αρρητολεπτόπνευστοι, όπως στη Βαλύρα μας. Είναι όμορφοι και εύρωστοι , αλλά τους έχει εδώ και χρόνια εγκαταλείψει το μοναδικό τους άρωμα. Αυτή η ευωδία που γεννά ο κάθε τόπος, σε κατάσταση σιωπής και θείας λατρείας. Τα μανουσάκια υμνούν τον Κύριο, κι εκείνος τους χαρίζει πέπλο ευωδίας, που είναι η ίδια η παρουσία του Θεού. Μοσχοβολούν τα μανουσάκια στη Βαλύρα μας όπως οι άγιοι, που όταν μας επισκέπτονται κρυφά, αφήνουν στο διάβα τους ίχνη από μύρο και θυμίαμα.
Μανουσάκια λευκά και κίτρινα.Φωτο;texnotropieskaidiakosmisi.grΘυμάσαι που κοιτούσατε χαμογελαστές με τη Βάσω τα μανουσάκια ,με λυγισμένα τα λεπτά σας ποδάρια σε απάτητο αγρό; Η θεία Ασπασία, η υπέροχη μητέρα σας, δεν σας είχε μάθει ακόμη πώς να τα κόβετε. Όταν αντίκρισαν εκείνα, σκυμμένα στη γη , δύο αγγελικά , ανθρώπινα κεφαλάκια, ακριβώς όμοια, δεν κρατήθηκαν. Έκαναν διπλό ανθό, στον ίδιο μίσχο, την επόμενη χρονιά. Δεν ψάχνουν πλέον το είδωλό τους ,σαν τον Νάρκισσο, μέσα σε ξάστερα νερά , ούτε βυθίζονται στη Μαυροζούμενα, όπως η λύρα του Θάμυρι. Κρατούν τις κόρες τους ψηλά, αγαπώντας η μία την άλλη.. είναι κατά Θεόν δίδυμα!
“Μανουσάκια” τα ονομάζουμε κι όχι που όλοι μας καταλαβαίνουν. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας μανουσάκια αποκαλούν γενικά, εκτός από τον νάρκισσο, τους μενεξέδες και τις βιολέτες. Υπάρχουν 40 είδη νάρκισσου. Στην Αθήνα τα ονομάζουν ζαμπάκια, όπως και στα Ιόνια νησιά. “Στρώστε τα μεθυστικά λευκόχρυσα ζαμπάκια” έλεγε ο Κωστής Παλαμάς. Εύωσμες αμαρυλλίδες είναι, ο νάρκισσος ο ποιητικός, ο όψιμος και ο κυπελλοφόρος, οι πιο γνωστοί μας. Για μας όμως είναι τα δικά μας , τα άγρια μανουσάκια, τα θεία μανουσάκια της Βαλύρας μας.
Τα μανουσάκια και η μέντα της Ευγενίας στη Βαλύρα. Φωτο: Π.Η.ΚοντοπούλουΝαι Βασωμαρία μου, σε κοινό μίσχο σας είδαμε να μεγαλώνετε και να ανασαίνετε και πολύ σας αγαπήσαμε. Σας αγκαλιάζαμε με χαρά κατά τα σχολικά χρόνια και μαζί ζεσταίναμε τα παγωμένα χέρια μας ,πάνω στα φλεγόμενα φρύγανα στο τζάκι, που μάζευε με υπευθυνότητα και στοργή η πρόνοια των μανάδων μας.
Κοιτάζω σε περίτεχνο ανθοδοχείο τα μανουσάκια. Αυτά, ουδέποτε με λύπησαν γιατί δεν μαράθηκαν. Είναι οι όμορφες μνήμες από τον άγιο τόπο μας, αποτυπωμένες με τις πινελιές των παιδικών μας χρόνων. Έτσι παραμένουν ..ευωδιαστά, στη μνήμη όλων μας.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
23/1/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου