Αφιερωμένο στον κ. Γιώργο Φειδά, που τα θυμήθηκε όλα!
Αφού η Ελλάδα ανάσανε από τον Γερμανικό ζυγό και τον εμφύλιο σπαραγμό, οι άνθρωποι σκέπασαν τις πληγές τους και πορεύθηκαν με ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Φύτρωσαν νέα άνθη στις αυλές των σπιτιών και οι νοικοκυρές άνοιξαν ,μετά από δέκα χρόνια ,τα προπολεμικά μπαούλα του 1930, έβγαλαν από τη ναφθαλίνη τα λιγοστά διαλεκτά ρούχα τους και τα έπλυναν για να φορεθούν σε γιορτές και πανηγύρια, γάμους ,κηδείες, βαπτίσεις, αλλά και στις αποκριές της χρονιάς, που με πίκρα τις είχαν νοσταλγήσει .
Μόλις μια σπίθα χρειάστηκε για να πάρουν φωτιά τα μυαλά των νέων στο παλιό καφενείο του χωριού, προς το μέσον της δεκαετίας του 1950, και να εκδηλωθεί η απίστευτη δημιουργικότητά τους. Ξεχύθηκαν στους δρόμους, κάλεσαν τους φίλους και συγχωριανούς τους , καμιά εικοσαριά παλικάρια, ένωσαν τα τραπέζια στο καφενείο, στρογγυλοκάθισαν και άρχισαν να οργανώνουν, τρεις ημέρες πριν την Κυριακή της Καθαρής Δευτέρας το ετήσιο δρώμενο του Καρναβαλιού στη Βαλύρα.
Αρχικά σκέφτηκαν να ντύσουν έναν ψηλό νύφη παρθένα κι έναν στρογγυλεμένο κοντό μεσήλικα γαμπρό, αλλά διαθέσιμοι, την τελευταία ώρα, δεν υπήρχαν υποψήφιοι. Στη συνέχεια σκέφτηκαν να αρπάξουν έναν λεπτοκαμωμένο γέροντα και να τον πάνε τέσσερις κι ο παπάς πέντε, ώσπου η ματιά τους έπεσε πάνω στον μπάρμπα Γιώργη Σφήκα, που ήταν ένα μάτσο κόκαλα, καθισμένος απόμερα, σε μία γωνία και έπινε τον καφέ του αμέριμνος και μισοκοιμισμένος.
Τράβηξαν και οι είκοσι τις καρέκλες τους γύρω του και τον στρίμωξαν κανονικά.
-Μπάρμπα Γιώργη, εσένα, για το καλό του χωριού, θέλουμε τη Κυριακή να σε ντύσουμε αποθαμένο.
-Τι λέτε ορέ παιδιά, είπε εκείνος με γουρλωμένα μάτια και τα χέρια σφιγμένα στη διπλανή καρέκλα. Θα με κλείσετε κει μέσα να με σκάσετε πριν την ώρα μου;
-Όχι , ανοιχτό θα είναι, χωρίς καπάκι και στολισμένο με άνθη.
Να πας να πεις της Γιώργαινας να σου ετοιμάσει το γαμπριάτικο κοστούμι.
-Πάω είπε ο μπάρμπα Γιώργης από τον φόβο και τον τρόμο του, για να σπάσει τον κλοιό και να δραπετεύσει τάχιστα.
Ανηφόρισε στο Μπιζάνι παραπατώντας και μπερδεμένος στη σκέψη, γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί το αναπάντεχο “κακό” που τον συνάντησε.
Μόλις όμως έφθασε στο σπίτι και είδε τη Γιώργαινα καταϊδρωμένη να πλένει τις κουρελούδες με σπιτικό σαπούνι και να τις χτυπάει δυνατά με τον κόπανο στην αυλή ,το πήρε απόφαση και της είπε αποφασιστικά:
-Γυναίκα, άστα τώρα αυτά και πήγαινε να μου ετοιμάσεις το καλό κοστούμι, γιατί θα με πάνε σηκωτό τη Κυριακή στη Βαλύρα. Όλο το χωριό με περιμένει.
Μόλις τ΄ άκουσε αυτό η Γιώργαινα, έπεσε ο κόπανος και έσκασε πάνω στα γυμνά πόδια της.
-Γιώρη μου, τι κακό είναι τούτο που μας βρήκε σήμερα; Κώστα, Κώστα, τρέχα γρήγορα, δεν είναι καλά ο πατέρας σου.
Έτρεξε από το πάνω σπίτι ο Κώστας και αφού διαπίστωσε τι ακριβώς συνέβη, ρώτησε τον πατέρα του:
-Γιατί δεν τους είπες ότι δεν θέλεις να ντυθείς καρνάβαλος;
-Κώστα μου ,στη τιμή μου! Μου έκαναν γιουρούσι όλοι τους και τους φοβήθηκα.
Καλά, να δω πώς θα βγεις από κει μέσα στο τέλος που θα πρέπει να σε συναρμολογήσουμε για να σταθείς όρθιος. Δεν θα μπορείς να κουνηθείς πέρα δώθε για ώρες ολόκληρες, άσε που θα πρέπει να σφίγγεσαι και να κρατάς τα μάτια σου συνέχεια κλειστά.
-Να μου ρίξετε ένα πανί πάνω στο κεφάλι και ν΄ ανασαίνω από κάτω.
-Αυτό δεν γίνεται, απάντησε χαμογελώντας νευρικά ο Κώστας. Πρέπει να βλέπουν το πρόσωπό σου οι άλλοι! τι καρνάβαλος θα είσαι;
-Κακομοίρη !πού έμπλεξες και έχεις τη καρδιά σου, είπε η Γιώργαινα κουνώντας απελπισμένη το κεφάλι της.
-Σώπα γυναίκα, όπως έμπλεξα έτσι και θα ξεμπλέξω, είπε εκείνος. Αποκριές έχουμε, μη φέρνεις τη καταστροφή.
Αργά το βράδυ του Σαββάτου, ο διοργανωτής του εορταστικού προγράμματος , μόλις έφθασε στο σπίτι του, κλείδωσε στο κατώγι ένα παλιό φέρετρο που είχε φτιάξει ένας μαραγκός του χωριού ,το πάλε ποτέ, για έναν παππού που φοβόταν μήπως πεθάνει πριν την ώρα του, του φάνε οι κληρονόμοι τα λεφτά και τον στείλουν στον Αϊ Γιώργη γυμνό και αδιάβαστο.
-Δανεικό σας το δίνω, είπε ο τσιφούτης παππούς. Αν δεν μου το φέρετε ακέραιο, θα κρατήσω τη προκαταβολή σας , όλα τα λεφτά!
Το πρωί της Κυριακής με την αυγή, η μάνα του διοργανωτή πήγε με μία πήλινη κανάτα στο κατώγι ανέμελη για να τραβήξει από το δοχείο περσινό λάδι, γιατί έσβησε το καντήλι της Παναγιάς στο εικονοστάσι της. Μόλις κουτούλησε άθελά της πάνω στο φέρετρο και κείνο γύρισε κατά πάνω της, έπεσε έντρομη κάτω στο μωσαϊκό και έμεινε με το χερούλι της κανάτας στο χέρι της.
Μια ώρα της πήρε να μπορέσει να σηκωθεί από τον πόνο στη μέση και στα πόδια της, σφίγγοντας τα δόντια για να μην ξυπνήσει τον γιο και τον άνδρα της. Κι εκεί που συνήλθε και τακτοποίησε μια χαρά τις δουλειές της, χτύπησε η πόρτα και κατέφθασαν οι συνοδοί με πανέρια γεμάτα λουλούδια , στολισμένους σταυρούς και δαντελένια σάβανα.
-Μη φοβάσαι μάνα, της είπε ο γιος της. Δεν είναι για σένα και τον πατέρα, για τον μπάρμπα Γιώργη τον Σφήκα είναι.
-Και γιατί του λέει εκείνη δεν πήγε το φέρετρο στο σπίτι του και ήρθε στο δικό μας;
-Γιατί εδώ θα έρθει το απόγευμα να ντυθεί ο πεθαμένος τής είπε ο γιος της και την έστειλε ξαπλωτή στο πλατύσκαλο.
Ο μπάρμπα Γιώργης, με τον Κώστα νεκροθάφτη , κατέφθασε μισοψυχισμένος ενωρίς το απόγευμα της Κυριακής και ελαφρώς αδιάθετος, γιατί σκεπτόμενος τη κηδεία του, έμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα και άρχισε να τον κόβει η κοιλιά του.
Σε λίγο ήρθαν οι δώδεκα μοιρολογίστρες, ντυμένες με τα ρούχα της γιαγιάς τους, χοντρές μαύρες κάλτσες με καλτσοδέτες στο γόνατο, μακριά μαύρη ρόμπα με κουμπιά μπροστά, ζώνη στη μέση, μαύρη πλεκτή ζακέτα και τσεμπέρι περίτεχνα τυλιγμένο στο κεφάλι τους. Στο πρόσωπο είχαν φορέσει μέχρι μισό κιλό πούδρα της εποχής “Το Καλόν” για να αναδεικνύεται η χλωμάδα τους και στα μάτια μαύρα γυαλιά για να καλύπτουν προς τα έξω αυτό που υποκρίνονταν, και δύσκολα μπορούσαν , χωρίς τσιριχτά γέλια , να το συγκρατήσουν.
Μετά από λίγο έφθασαν και τα “κοράκια” της συνοδείας, ντυμένα με μαύρο κοστούμι και γυαλιά .Το πρόσωπο τους ήταν βερνικωμένο για να δείχνει τη θλίψη τους και τα μαύρα καταγώγια του Άδη.
Στη συνέχεια εμφανίστηκαν οι χήρες με μαύρη κιλότα, μαύρες κάλτσες λεπτές με γραμμή καθέτως όπισθεν, που κάλυπταν διακριτικά τις απαλές τους γαϊδουρότριχες, μαύρο κομπινεζόν, φόρεμα με εντυπωσιακά σχισίματα και μαύρο διαφανές “σεμνό μαντήλι, κάτω από τα ροδοκόκκινα μάγουλα και το μπορντό κραγιόν τους.
Τέλος έκαναν την εμφάνισή τους οι σεμνές παρθένες γεροντοκόρες ,οι αδελφές του αποθαμένου, ντυμένες με το δεύτερο φουστάνι του γάμου της μάνας τους και άσπρο πλεκτό σάλι, τυλιγμένο διακριτικά και καρφιτσωμένο με ροζ τριαντάφυλλα στους ώμους και στη πλούσια κόμη τους.
Ακολούθησαν η καραμούζες, το μουσικό συγκρότημα, οι κόρνες και πλήθος κόσμου.
Αφού έστρωσαν τα σάβανα στο φέρετρο, σήκωσαν το μπάρμπα Γιώργη στον αέρα και τον προσγείωσαν οριζοντίως εντός . Κι ενώ άρχισαν να τον στολίζουν με άνθη , ο αποθαμένος ανασήκωσε το κεφάλι του και διαμαρτυρήθηκε έντονα.
-Δεν μου κάθεται παιδιά μου καλά το κρεβάτι, χρειάζομαι μαξιλάρι να σηκωθεί λιγάκι το κεφάλι μου για ν΄ ανασαίνω.
Τον φρόντισε η σπιτονοικοκυρά με μαξιλαράκι από τη προίκα της και τον ρώτησε διακριτικά αν ήθελε να φορέσει και μία υφασμάτινη πάνα εκείνης της εποχής, για να μην του τύχει στη διαδρομή κανένα απρόοπτο.
-Όχι, της απάντησε ο μπάρμπα Γιώργης, μια χαρά είμαι.
Όταν άρχισε να κατεβαίνει ο ήλιος, τον σήκωσαν οι τέσσερις κι ακολουθούσε ο παπάς με το θυμιατήρι και το “χριστεπώνυμο” πλήθος στη καθορισμένη του διάταξη.
Όσοι δεν παρευρίσκονταν εκεί, είχαν ανάψει φωτιές στη γειτονιά τους, ντυμένοι μ΄ ό,τι η φαντασία τους είχε κατεβάσει και ήταν εύκολα διαθέσιμο, είχαν στήσει χορούς και γλέντια με σερπαντίνες, κομφετί, μάσκες και αμπαζούρ στα κεφάλια τους και περίμεναν τον αναβάτη καρνάβαλο στο φέρετρο για να περάσει.
Η πρώτη στάση ήταν ψηλά στο Μπιζάνι, όπου ξεσήκωσαν μια πίπιζα, ένα τύμπανο, δυο μπουζούκια, ένα μπακλαμαδάκι, τρεις φλογέρες , ένα μαντολίνο, ένα βιολί, κι΄ ένα ακορντεόν , τη ζωντανή και νεκρή πλάση.
Ο μπάρμπα Γιώργης δεν μπορούσε να κρατήσει το κεφάλι του μέσα στο φέρετρο, πετάχτηκε ο μισός όρθιος, σαν την δεντρογαλιά, για να παρακολουθήσει τα δρώμενα. Τον είδαν όμως μερικά παιδάκια που είχαν παρακολουθήσει τη κηδεία των παππούδων τους και είχαν διαμορφώσει την άποψη ότι ο πεθαμένος κοιμάται και δεν κουνιέται ,κι άρχισαν να σπαράζουν στο κλάμα ,γιατί ο μπάρμπα Γιώργης αναστήθηκε. Τότε, ένα στιβαρό χέρι του τάπωσε για τα καλά το κεφάλι και τον κράτησε περιορισμένο για πολλή ώρα. Εκείνος ζορίστηκε για να ανταποκριθεί καλά στον ρόλο του, αλλά τον πρόδωσε το ταλαιπωρημένο του έντερο.
Γι΄ αυτό, τον πήραν σύντομα και τον ξεφόρτωσαν παράμερα ,σ΄ ένα χωράφι στο Μπιζάνι, πριν το ρέμα προς τον Άγιο Δημήτρη, κι αφού πάρκαραν το φέρετρο πάνω στο χορτάρι, σηκώθηκε ο καρνάβαλος να ελευθερωθεί κανονικά, προτού να ξεψυχήσει.
Εκείνη την ώρα ερχόταν από τη κάτω μεριά μια γιαγιά, κι όταν είδε τους συνοδούς μαυροντυμένους και τον πεθαμένο με το κοστούμι να κουμπώνει το παντελόνι του και να μπαίνει μέσα στο φέρετρο για να ξαπλώσει, την έπιασε τρέμουλο δυνατό, άρχισε να τρέμει το σαγόνι της και να μην μπορεί να το συγκρατήσει. Άφησαν οι συνοδοί τον αποθαμένο σε αναμονή στο χωράφι και πήγαν εκείνη σηκωτή στο σπίτι της.
Στη συνέχεια, με σχετική καθυστέρηση ,κατηφόρισαν στον Άγιο Θανάση και πριν την πλατεία έστριψαν αριστερά, καταλήγοντας στον Άγιο Δημήτρη. Πίσω τους ακολουθούσε το μισό χωριό και οι θαμώνες της πλατείας. Εκεί τους περίμεναν πολλοί με μεγάλη φωτιά , χορούς κι ανείπωτα θεάματα, αλλά και γουρουνόφουσκες με γλωσσίδιο που πέρδονταν ασύστολα, τις άκουγαν οι αποθαμένοι και κρύβονταν πιο βαθιά στον τάφο τους. Αφού τα άνθη του αποθαμένου σταμάτησαν να φαίνονται από το κομφετί, ξεσηκώθηκε όλη η γειτονιά του Αγίου Δημητρίου και ακολούθησε τη νεκρική πομπή. Μεγάλη ήταν υποδοχή τόσο προς τη γέφυρα της Βαλύρας, που έγινε ο τρελός χαμός με χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες, όσο και στον σιδηροδρομικό σταθμό, κοντά στο Δημοτικό Σχολείο, που περίμεναν τον καρνάβαλο οι μάγκες του χωριού και των περιχώρων, με δυο κουβάδες στάχτη.
Τέλος ,στάθμευσε για τα καλά στη πλατεία ο αποθαμένος με τη συνοδεία του, όπου έγινε ο κακός χαμός, μέχρι αργά , μετά τα μεσάνυχτα.
Εκείνο όμως που έχει ενδιαφέρον, είναι ότι καθώς ήταν παρκαρισμένος ο νεκρός στο βόρειο μέρος της πλατείας, ο μπάρμπα Γιώργης άκουσε κάποια στιγμή τα “κοράκια” να λένε, φέρτε από το καφενείο το νερό, το λάδι και το σιτάρι να τον θάψουμε κανονικά. Αμέσως εκείνος, προφασιζόμενος ότι θέλει να πάει στο αποχωρητήριο, δραπέτευσε από τη πίσω πόρτα του καφενείου .
Μάταια έψαχναν να τον βρουν, γι΄ αυτό μπήκε μέσα στο φέρετρο ο διοργανωτής στη συνέχεια και ευλογήθηκε εκείνος κανονικά, για να ολοκληρωθεί το αποκριάτικο δρώμενο.
Ο μπάρμπα Γιώργης ,σωστά αντιλήφθηκε ότι εκείνη την ημέρα οι καρνάβαλοι δεν θα περνούσαν από τη νότια κεντρική είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου. Κουλουριάστηκε μπροστά και περίμενε υπομονετικά, παρακολουθώντας τακτικά πότε θα περάσει ο Κώστας, για να πάνε μαζί στο σπίτι.
Αφού εκτονώθηκε καλά το ξέφρενο πλήθος , έλυσαν τους χορούς και κόπασε το ξεφάντωμα της χρονιάς, μετά τις μία τα ξημερώματα.
Ο διοργανωτής , ίδιος με λαδοπόντικα, φορτώθηκε το φέρετρο στους ώμους, που είχε σχεδόν περιέλθει σε αχρηστία από τα πατήματα, χτυπήματα και τις δοκιμές των επίδοξων υποψηφίων πεθαμένων, Βαλυραίων και φίλων από τα γύρω χωριά, που έμπαιναν μέσα και έβγαιναν συνεχώς, και βρήκε τη μάνα του, να τον περιμένει στην αυλή, με γεμάτο το καζάνι με νερό να βράζει.
Αφού του έριξε μέχρι δέκα κουβάδες στο κεφάλι για να φύγει το λάδι που είχε κολλήσει σαν ασβέστης με τη στάχτη επάνω του, τον σταύρωσε με λαδάκι από το καντήλι για να φύγει κι ο καρνάβαλος μακριά, και ξάπλωσε η καημένη για να συνέλθει από τα κωμικοτραγικά απρόοπτα , τα ανεπανάληπτα αποκριάτικα δρώμενα.
Ο δε μπάρμπα Γιώργης, μόλις είδε τον Κώστα ν΄ ανηφορίζει προς το Μπιζάνι, όρμησε καταπάνω του, τον άρπαξε σαν πίθηκος για να τον σώσει , και έφθασε επιτέλους λυτρωμένος στο σπίτι του.
-Ηρέμησε πατέρα τον παρηγορούσε ανηφορίζοντας ο Κώστας· άλλον τελικά έθαψαν!
Όσο για τις ανδρειωμένες ανιψιές του Κολοκοτρώνη, φόρεσαν το Πάσχα κανονικά τις φουστανέλες τους , για να γυρίσουν το αρνί στη σούβλα και να βιώσουν τα αναστάσιμα δρώμενα.
Η Βαλύρα , άλλη τέτοια κηδεία δεν είδε στην ιστορία της, αλλά βίωσε πολλούς και ωραίους γάμους, όπως με τον ανεπανάληπτο Γιώργη Ντουραμάκο. που ήταν η καλύτερη παρθένα νύφη μιας μοναδικής και αξέχαστης αποκριάς. Αυτοί ήταν οι αείμνηστοι γλεντζέδες του τόπου μας.
Καλές Αποκριές 2022.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
21/2/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου