Φωτο: shutterstock.com
Η Γεωργία ήταν φοιτήτρια σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Παιδαγωγικό της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά το σωτήριον έτος 1998. Ήταν ιδιαίτερα ζορισμένη, γιατί είχε ήδη συλλέξει τη σχετική βιβλιογραφία και βρισκόταν στο τελικό στάδιο της μελέτης και συγγραφής της μεταπτυχιακής της εργασίας. Τα πράγματα στο σπίτι στην Αθήνα ήταν ασφυκτικά δύσκολα, γιατί η πολυμελής πατρική της οικογένεια έμενε σ΄ ένα σχετικά μικρό σπίτι και ησυχία να συγκεντρωθεί στο έργο της δεν εύρισκε εύκολα.
-Τι να κάνω; σκεπτόταν, ώσπου της ήρθε η ιδέα να πάει να μείνει, κατά τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες και τις αρχές του φθινοπώρου, στο σπίτι της γιαγιάς της στο χωριό, που δεν την είχε επισκεφτεί κατά τα τελευταία 5 έτη λόγω σπουδών.
Αφού ο μοναχογιός πατέρας της ειδοποίησε τη μητέρα του κι εκείνη πέταξε από τη χαρά της, μετά από μία εβδομάδα η Γεωργία έβαλε προσεκτικά μέσα σε δύο γερές κούτες τη μεγάλη οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της και την κεντρική μονάδα, συγκέντρωσε τον ρουχισμό και τα άκρως απαραίτητα πράγματά της σε δύο μεγάλες βαλίτσες, και κάλεσε ταξί για να την μεταφέρει στον προορισμό της.
Ο τόπος στο χωριό ξανάνιωσε με το ευχάριστο γεγονός του ερχομού της εγγονής της κυρίας Γεωργίας, που έφερε τ΄ όνομά της. Η γιαγιά κουρεύτηκε, χτενίστηκε ωραία, έβγαλε από το μπαούλο τις καινούργιες ρόμπες και ποδιές της, και μία νυχτικιά με ασορτί παντόφλες , που είχε αγοράσει μια χρονιά στο πανηγύρι του Μελιγαλά , για να κάνει δώρο στην εγγονή της. Κάλεσε άνθρωπο και κλάδεψε τα δένδρα στο κήπο, ήρθε γυναίκα και καθάρισε το σπίτι για ν΄ αστράφτει και τοποθέτησε ανθισμένες γλάστρες στην είσοδο της αυλής. Τέλος, έβγαλε από το παλιό μπαούλο τα κοφτά σεντόνια της προίκας της και έστρωσε το κρεβάτι της αγαπημένης της πριγκίπισσας, περιμένοντας την εναγωνίως.
-Γιαγιά, γιαγιά, φώναξε η Γεωργία όταν πάρκαρε το ταξί έξω από την καγκελόπορτα του σπιτιού.
-Γωγούλα μου, Γωγούλα μου, καλωσόρισες μάτια μου γλυκά, αναφώνησε συγκινημένη με δάκρυα στα μάτια η γιαγιά, την αγκάλιασε σφιχτά και τη διπλοφίλησε στα ματόφρυδα.
Έλα παιδάκι μου να πλυθείς, να ξαποστάσεις και ν΄ αλλάξεις. Σου έχω πάρει ροζ νυχτικιά και παντόφλες ασορτί με λαγουδάκια, από το πανηγύρι στη γιορτή της Παναγιάς στον Μελιγαλά. Σου πήρα και μία φλιτζανόκουπα λουλουδάτη από τη Κυππαρισία, που βρήκα με καπάκι , για να πίνεις όταν θέλεις το γάλα σου στη κούνια του πατέρα σου στην πίσω αυλή, και να μη πέφτουν μέσα μύγες και το μαγαρίζουν.
-Πάω ν΄ ανοίξω τις βαλίτσες να δεις τι σου έφερα γιαγιούλα μου, είπε η Γεωργία χαμογελώντας, κι επέστρεψε μ΄ ένα ωραίο φόρεμα, μία ρόμπα και μία πλαστική ποδιά με επένδυση πετσέτας, για να φοράει η γιαγιά όταν πλένει τα πιάτα στον νεροχύτη και τις αυλές και να μην βρέχονται η κοιλιά ΄και τα πόδια της.
Αφού η Γεωργία άλλαξε και δοκίμασε τις ωραίες πίτες της χρυσοχέρας γιαγιάς της, τής ζήτησε ένα μαχαίρι για ν΄ ανοίξει τις κούτες του υπολογιστή της.
-Τι είναι αυτό το πράγμα Γωγούλα μου; ρώτησε με περιέργεια καθισμένη δίπλα της.
-Γιαγιά μου, αυτό είναι νέα τεχνολογία, γράφουμε μ΄ αυτό όπως παλιά με τη γραφομηχανή. Να , βλέπεις αυτό; το λέμε πληκτρολόγιο. Δεν πατάμε όμως μόνο αυτό για να γράψουμε, χρειαζόμαστε κι ένα ποντίκι για να τρέξει το πρόγραμμα.
-Ποντίκι; έχεις εδώ μέσα στα πράγματά σου ποντίκι; ρώτησε έκπληκτη η γιαγιά.
-Βεβαίως! Το έχω τυλιγμένο μέσα στη τσάντα μου γιατί είναι πολύ ευαίσθητο και αν “τα παίξει”, άντε μετά να τρέχω να βρω άλλο.
-Καλά, και πώς είναι αυτό το ποντίκι που είναι τόσο δύσκολο να το βρεις; ρώτησε η γιαγιά.
-Ένα μικρό μαύρο ποντίκι είναι, όχι κάτι το ιδιαίτερο, απάντησε αφηρημένη η Γεωργία που ήταν απασχολημένη με τη σύνδεση του υπολογιστή της.
Η γιαγιά δαγκώθηκε, φοβήθηκε μην πεταχτεί εκείνο έξω και της φάει τα καλά σεντόνια, ύστερα σηκώθηκε και είπε στη Γεωργία:
- Πάω να μαγειρέψω φρέσκα φασολάκια με κολοκυθοκορφάδες, να κάνεις κι εσύ τη δουλειά σου με την ησυχία σου.
Κάποια στιγμή, καθώς η Γεωργία ήταν στον υπολογιστή της, έβγαλε μία δυνατή φωνή απελπισίας.
-Δεν το πιστεύω, αν είναι δυνατόν γιαγιά μου, δεν τρέχει καθόλου το ποντίκι. Τι στο καλό έπαθε; Και είπα να πάρω και δεύτερο μαζί, για καλό και για κακό και το αμέλησα.
Ταχυκαρδία έπιασε τη γιαγιά με το άγχος της Γεωργίας. Έσβησε το φαγητό αμέσως, φόρεσε γρήγορα τα παπούτσια της και εξαφανίστηκε από το σπίτι. Επέστρεψε μετά από περίπου δύο ώρες καταϊδρωμένη και απίστευτα κουρασμένη, με μία ποντικοπαγίδα κι ένα μισοζώντανο ποντίκι, που βρήκε στο κατώγι του ένας φίλος συγχωριανός, για “καλή της τύχη”!
-Γωγούλα, Γωγούλα, φώναξε η γιαγιά με όση φωνή της είχε απομείνει. Κοίτα τι σου βρήκα. Ένα ζωντανό ποντίκι να το χώσεις μέσα στη τηλεόραση του μηχανήματος να τρέξει, κι όσο αντέξει για σήμερα. Αν ψοφήσει, αύριο θα ψάξουμε να βρούμε άλλο!
Η Γεωργία, βλέποντας τη γιαγιά κατάκοπη, να μην μπορεί καλά καλά ν΄ ανασάνει από την ανηφόρα και τη τρεχάλα, με τη ποντικοπιάστρα στο χέρι και τον άτυχο ποντικό σχεδόν λιπόθυμο, να περιμένει τη δολοφονική του εκτέλεση, γονάτισε στο πάτωμα για να συγκρατήσει τη κοιλιά της από τα νευρικά γέλια που την έπιασαν. Δάκρυα έτρεχαν στα μάτια της και δεν ήξερε αν πραγματικά γέλαγε ή έκλαιγε για το καψώνι που άθελά της προκάλεσε στη γιαγιά της. Στη συνέχεια σηκώθηκε επάνω, κι αφού συνόδευσε τη γιαγιά σ΄ ένα απόμερο χέρσο μέρος, άφησαν τον ποντικό ελεύθερο. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του διαδρόμου , για να δει αν αναγνωρίζει τον εαυτό της. Κι άρχισε να μονολογεί:
-Γιατί Θεέ μου παίρνω ορισμένα πράγματα ως δεδομένα και έχω την εντύπωση ότι οι άλλοι με καταλαβαίνουν; Γιατί προτρέχει ο νους της διανοίας μου και δεν είμαι υπομονετική κι αναλυτική όσο πρέπει;
-Έλα γιαγιούλα μου είπε, κι αφού της έχωσε ένα μαλακό ζελεδάκι στο στόμα για να την γλυκάνει, της έδειξε το ποντίκι του υπολογιστή της.
Αφού η γιαγιά παρατήρησε καλά το ποντίκι, διαμαρτυρήθηκε δεόντως.
-Κακώς το λέτε ποντίκι, γιατί άλλο είναι το ποντίκι και άλλο είναι τούτο. Ποιος καλός νονός το βάφτισε έτσι;
-Οι Αμερικανοί, απάντησε η Γεωργία. Cursor, κέρσορα το λένε , και mouse (μάους) ποντίκι, που είναι πιο εύκολο και χαριτωμένο, γι΄ αυτό στο πανεπιστήμιο όλοι το λέμε ποντίκι.
-Καλά, είπε η γιαγιά, να ρωτήσουμε στα ηλεκτρικά είδη στη πλατεία , αν μπορούν να μας βρουν ένα, διαφορετικά να πάμε με ταξί στη Καλαμάτα στα κεντρικά καταστήματα ν΄ αγοράσουμε.
Την άλλη μέρα το πρωί η γιαγιά πήγε στη πλατεία να πάρει σταφίδες και κανέλα για να φτιάξει κέϊκ στη Γεωργία και πέρασε από την ηλεκτρική αγορά. Βρήκε τον γιο του έμπορα να φυλάει το μαγαζί και τον ρώτησε:
-Ψάχνω, αγόρι μου, να βρω έναν καίσαρα για την εγγονή μου. Μήπως εσείς έχετε;
-Ο νεαρός χαμογέλασε και της απάντησε:
-Δυστυχώς , πρόλαβε άλλη θεία μου, εγώ είμαι ήδη αρραβωνιασμένος, αλλά ο δεύτερος αδελφός μου, ο δάσκαλος , είναι ακόμη ανύπαντρος.
-Με παρεξήγησες παιδί μου, είπε η γιαγιά ντροπιασμένη. Λάθος κατάλαβες. Έναν μικρό μαύρο καίσαρα ψάχνω, που οι Αμερικανοί τον λένε ποντίκι, για να τρέχει στη μηχανή της νέας τεχνολογίας της εγγονής μου.
-Συγνώμη, συγνώμη, τώρα κατάλαβα τι εννοείτε. Έναν κέρσορα θέλει η κοπέλα για τον υπολογιστή της.
- Σωστά! έχετε εσείς κανέναν;
-Όχι ,αλλά μπορώ να βρω και να της φέρω μεθαύριο έναν.
-Θέλεις να σου δώσω μία προκαταβολή ; ρώτησε η γιαγιά.
-Όχι, δεν γίνεται έτσι, απάντησε εκείνος, πρέπει πρώτα να τον φέρετε για την υποδοχή.
-Ποια υποδοχή; ρώτησε η γιαγιά.
-Αφήστε το εσείς , ας έλθει η κοπέλα με το ποντίκι πρώτα εδώ.
-Σωστά, είπε η γιαγιά και αποχώρησε ανακουφισμένη.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι, η Γεωργία κοιμόταν ακόμη γιατί ήταν κουρασμένη από τη τακτοποίηση των πραγμάτων της.
-Γωγούλα, Γωγούλα, σήκω γρήγορα, της είπε σιγανά η γιαγιά , τρίβοντας τα χέρια της για να την ξυπνήσει. Πρέπει να πας με το ποντίκι στα ηλεκτρικά είδη να του κάνει ο γιος του καταστηματάρχη μια υποδοχή .
-Δεν χρειάζεται το ποντίκι υποδοχή, απάντησε η Γεωργία.
-Πώς; και οι δυο σας χρειάζεστε υποδοχή, καθήκον όλων μας είναι, αφού μετά από πέντε χρόνια ήρθατε στον τόπο μας.
-Γιαγιά, είσαι καλά; ρώτησε η Γεωργία τρίβοντας έκπληκτη τα μάτια της.
Μετά βασάνων, καθυστερήσεων, και συχνών διακοπών, τελείωσε εκείνη η μεταπτυχιακή εργασία, γιατί μετά την “υποδοχή” στο ποντίκι, ακολούθησε και η υποδοχή της Γεωργίας από τον δάσκαλο, τον δεύτερο κληρονόμο της ηλεκτρικής αγοράς. Όσο για τη γιαγιά, μπορεί να είχε μία μικρή έκπτωση των νοητικών της ικανοτήτων, αλλά όλα τα καλά μια χαρά τα συλλάμβανε και όχι μόνο αυτό, ξεθάρρεψε καθισμένη για ώρες πολλές, παρακολουθώντας τη Γεωργία να γράφει, ώστε έγραψε μόνη της μία σύντομη επιστολή στον μακαρίτη τον άνδρα της, με τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή και τη καθοδήγηση της εγγονής της.
Όσο για τον κέρσορ, κέρσορα, μάους, ποντίκι, μετονομάστηκε από τη γιαγιά Γεωργία “Βλάμης” στον καινούργιο υπολογιστή της νέας οικογένειας , γιατί με δόξα και τιμή, μετά από δύο χρόνια γνωριμίας , ένωσε για πάντα την αγαπημένη της Γεωργία με τον καλό της καρδιάς της, στον τόπο του πατέρα της. Τον δε παλιό υπολογιστή, όταν πλέον ήταν εκτός χρήσης, η γιαγιά τον έθαψε μετά δακρύων στον κήπο, εκεί που έθαβε τα κατοικίδια της!
Με υπομονή και αγάπη ας φροντίζουμε τις γιαγιάδες μας. Αυτές ξέρουν!
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
19/2/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου