Κατά το πρώτο έτος του γάμου, τα νιόπαντρα ζευγάρια καλούνται να ξεδιπλώσουν σε θεωρητικό και βιωματικό επίπεδο τα χαρτιά των οικογενειακών τους παραδόσεων, τα ήθη, έθιμα, συνήθειες και κανόνες της πατρικής οικογένειας τους και να δομήσουν εκ νέου τις αρχές της δικής τους πλέον οικογένειας. Καλούνται να ρίξουν γερά θεμέλια στο οικογενειακό οικοδόμημα, προκειμένου να δουν προκοπή στον γάμο τους και να συμπορευτούν αρμονικά, κατά το υπόλοιπο του έγγαμου βίου τους.
Ο κύριος Θανάσης και η κυρία Μαριγούλα παντρεύτηκαν το 1957, και ζούσαν στο χωριό της μοναχοκόρης νύφης, λίγο έξω από τη Κυπαρισσία. Κι ενώ ήταν ήδη έξι μήνες παντρεμένοι, μία ημέρα, πριν ξεκινήσει το Τριώδιο, φούντωσαν οι ενοχές στη ψυχή της νιόπαντρης κόρης, γιατί σε τρεις εβδομάδες θα άρχιζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και δεν γνώριζε πώς θα συγκρατήσει τον μαινόμενο ταύρο στο νυφικό κρεβάτι τους. Πήρε ένα άδειο καλάθι και έριξε μέσα μία απαράβατη αρχή της πατρικής της οικογένειας, που έλεγε ότι “κατά τη Σαρακοστή νηστεύουμε όχι μόνο όσον αφορά τη λήψη τροφής, αλλά συγκρατούμε όλα τα πάθη μας”, όπως κήρυττε ο Ιερός Χρυσόστομος, τον οποίου Αγίου την παλιά εικόνα κληρονόμησε μαζί με την προίκα της, και με δόξα και τιμή την τοποθέτησε στο νέο σκαλιστό εικονοστάσι , μαζί με τα στέφανα του γάμου της.
-Άκουσε Θανάση μου, εδώ στο χωριό, χωρίς παρεξήγηση, δεν θέλω να με φέρεις σε δύσκολη θέση, δηλαδή μη μου ζητήσεις να κάνουμε πράγματα κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή που θα με κάνουν να ντρέπομαι να αντικρίσω τον θείο μου, που είναι ιερέας ,όταν θα πάω να εξομολογηθώ για να κοινωνήσω στην Ανάσταση. Όπως θα δεις και στο ημερολόγιο στη κουζίνα, αύριο ξεκινά το Τριώδιο και σε τρεις εβδομάδες έχουμε Σαρακοστή. Έτσι έχω μάθει από την οικογένειά μου, κι αυτή η παράδοση είναι απαράβατη.
-Τι λες κοπέλα μου; διαμαρτυρήθηκε ο Θανάσης. Στο δικό μου το χωριό έχουμε παράδοση από παλιά να κάνουν οι νιόπαντροι ό,τι θέλουν κατά τον πρώτο χρόνο του γάμου τους, για να έχουν κέφι να συλλάβουν παιδιά. Και στην εκκλησία, όταν πηγαίνουν και έχουν μνημόσυνα ή κηδείες αποχωρούν και στο νεκροταφείο δεν πατούν, ακόμη κι αν πεθάνουν συγγενείς τους! Άσε που μέχρι τη Κυριακή την Τυρινή ξεφαντώνουν....τα κάνουν όλα, μα όλα Μαριγούλα μου, και όσα δεν φαντάζεσαι, ντυμένοι μασκαράδες!
-Τι θέλεις να πεις; δεν προετοιμάζονται σιγά-σιγά για να νηστέψουν και να απέχουν κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή οι νιόπαντροι;
-Νηστεύουν, απέχουν από το κρέας, τα γαλακτοκομικά, καθώς και το κρασί κατά τη Σαρακοστή, αλλά το λαδάκι και το ψαράκι τους το τρώνε κανονικά , γιατί κουράζονται λόγω πρωταθλητισμού και πρέπει, για το καλό της υγείας τους, να μην αισθάνονται αδυναμία. Να μπορούν να πηγαίνουν στη δουλειά τους κανονικά και να μην σέρνουν τα πόδια τους από την αφαγία.
-Σαν κάτι δεν έχεις καταλάβει καλά Θανάση μου, διαμαρτυρήθηκε δυσαρεστημένη η Μαριγούλα. Δεν τα έχεις συζητήσει ποτέ αυτά τα θέματα με τον πατέρα σου και τον ιερέα στο χωριό σου;
Ο Ιερός Χρυσόστομος είπε ότι νηστεύουμε σε όλα τα πάθη μας, δεν απέχουμε μόνο στις τροφές, τόνισε η Μαριγούλα.
-Για έλα στα συγκαλά σου κορίτσι μου, είπε με συγκρατημένα νεύρα ο Θανάσης, που βίωνε τη στάση της Μαριγούλας ως απόρριψη προς τα ερωτικά του καλέσματα και συνέχισε: Και ο θείος σου ο παπάς με τη παπαδιά του νηστεύουν Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, αλλά ενδιάμεσα στην εβδομάδα σπέρνουν παιδιά. Είδες πόσα έχουν!
-Όσα ο Θεός τους έδωσε, απάντησε η Μαριγούλα. Αλλά να είσαι σίγουρος Θανάση μου ότι δεν τα συνέλαβαν κατά τις Σαρακοστές, απάντησε εκείνη χαμογελώντας δυσαρεστημένη.
-Ως προς αυτό, μόνο εκείνοι ξέρουν, σημείωσε ο δεινός νους του Θανάση.
-Κι εμείς γνωρίζουμε, αντιλόγησε η Μαριγούλα. Είδες πόσο υγιή είναι όλα τα παιδιά, άσε που λάμπουν ολόκληρα γιατί τα έχει ευλογήσει ο Κύριος.
-Τώρα το κατάλαβα, απάντησε καγχάζοντας ο Θανάσης. Εσύ Μαριγούλα μου έχεις βάλει σκοπό να γεννήσεις τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, έτσι δεν είναι; Παραδέξου το.
-Για να με αξιώσει ο Θεός με μία τέτοια μεγάλη χάρη, πρέπει να είμαι αγία, όπως η μητέρα του Ιερού Χρυσοστόμου Θανάση μου, κι εσύ δεν βλέπω να με βοηθάς ιδιαίτερα, σχολίασε η Μαριγούλα.
-Εντάξει κορίτσι μου γλυκό, θα γίνει όπως το επιθυμείς. Μη στενοχωριέσαι. Δεν θα σε προκαλώ τη νύχτα. Θα κρατήσω τις δυνάμεις μου για μετά τις γιορτές και θα σου σπείρω τον Χρυσόστομο, είπε ο Θανάσης χαμογελώντας, ύστερα την αγκάλιασε και προσπάθησε να την ηρεμήσει.
Η Μαριγούλα φοβούμενη μην την παρασύρει εκείνος άθελά του κατά τη νύχτα, τη Καθαρά Δευτέρα επισκέφτηκε μόνη της τη γιαγιά της, της πήγε μία ζυμωτή λαγάνα και ταραμά, φτιαγμένο από τα ίδια τα χρυσά της χέρια και της εξήγησε ,δειλά-δειλά , το πρόβλημά της. Η γιαγιά χαμογέλασε και τη καθησύχασε. Έλα να σου δώσω κάτι της είπε και την οδήγησε στο παλιό σεντούκι της. Της χάρισε μία ασπροκεντημένη λευκή ζώνη παρθενίας, ίδια με εκείνη που χρησιμοποιούσε η ίδια για να συγκρατεί τον καρπερό άνδρα της κατά τη Σαρακοστή. Αυτό το βρακοζώνι, της εξήγησε η γιαγιά, δεν λύνεται Μαριγούλα μου με τίποτα. Θα το φορείς πάνω από το ρούχο σου και κάτω από τη νυχτικιά σου και να δεις που ο Θανάσης δεν θα μπορέσει να σου το βγάλει με τίποτα!
Έτσι κι έγινε. Η Μαριγούλα φορούσε τη ζώνη παρθενίας και κοιμόταν ήσυχη τα βράδια, αλλά το πρωί ξυπνούσε βρεγμένη στις γάμπες.
-Δεν φταίω εγώ Μαριγούλα μου, σε διαβεβαιώνω, ο σατανάς τα οργανώνει όλα αυτά, συγνώμη της έλεγε ο Θανάσης, αλλά τα ίδια επαναλαμβάνονταν κατά την επόμενη νύχτα.
Μια-δυο, τι να κάνω Θεέ μου; σκέφτηκε η Μαριγούλα. Μήπως να περάσω κι από τη θεία μου που είναι παπαδιά να με συμβουλέψει κι εκείνη που τα γνωρίζει όλα από πρώτο χέρι;
-Θα συνηθίσει Μαριγούλα μου, όσο εσύ είσαι σταθερή και επιμένεις στις αρχές σου, της είπε η πρεσβυτέρα, χαμογελώντας σαν την Παναγιά. Να κόψεις τα πολλά μπαχαρικά, τα πολύ αλμυρά, τα καυτερά, τα κρεμμύδια, τους ταραμάδες, τις σαρδέλες τις ρέγκες, τις πιπεριές, τα ψωμιά, τα πολλά γλυκά, τα πολλά πορτοκάλια, να τρώτε μικρά γεύματα και όχι μετά τις οκτώ το βράδυ. Να ανάβεις καθημερινά το καντηλάκι σου και να θυμιάζεις συχνά το σπίτι. Όταν επιστρέφει από τη δουλειά του ο άνδρας σου το μεσημέρι να τρώει, να ξεκουράζεται, το απόγευμα να πηγαίνετε ρομαντικούς περιπάτους και στη συνέχεια να παρακολουθείτε ανελλιπώς τον Εσπερινό και τους χαιρετισμούς στην εκκλησία. Να μην τον αφήνεις να κάθεται απλώς στην εκκλησία και να ταξιδεύει ο νους του σκεπτόμενος διάφορα, να έχει το βιβλιαράκι του και να παρακολουθεί τα λόγια που εκφωνεί ο ιερέας και οι ψάλτες ,ώστε να εντυπώνονται βαθιά μέσα του.
Έτσι κι έγινε. Ο Θανάσης δεν έφερε αντίρρηση, του άρεσε μάλιστα ο ρομαντικός περίπατος τα απογεύματα, πριν το ηλιοβασίλεμα, που πήγαιναν αγκαλιά οι δυο τους στις εξοχές και στη θάλασσα και συζητούσαν ευχάριστα θέματα, ήταν τροφή για τη ψυχή τους. Έλα όμως που η εκπύρωση δεν έλεγε να κοπάσει και ο διάβολος δεν έβρεχε πλέον τις γάμπες τις Μαριγούλας, είχε κατέβει πιο κάτω, και ως υποπόδιο κύμα χτύπαγε τα ακροδάχτυλα της.
Η Μαριγούλα με απογοήτευση άλλαζε καθημερινά σεντόνια και έπλενε με σπιτικό σαπούνι και καυτό νερό τα πόδια της ,για να καθαρίσουν από του διαβόλου τα τεχνάσματα.
Δεν άντεξε η Μαριγούλα για πολλές ημέρες αυτή την επαναλαμβανόμενη και δυσάρεστη κατάσταση, και είπε στον Θανάση:
-Θανάση μου, λέω να πάω στρατιώτης στο μέτωπο κατά το υπόλοιπο της Σαρακοστής. Θα κοιμάμαι από απόψε στο ντιβάνι στο σαλόνι μόνη μου!
-Τι λόγια είναι αυτά αγάπη μου; της είπε έξαλλος ο Θανάσης. Μόνο οι άνδρες πάνε στρατιώτες. Αφού το θέλεις, εγώ θα κοιμάμαι στο σαλόνι από απόψε και δεν θα σε ενοχλώ. Εσύ να κοιμάσαι κανονικά στο κρεβάτι μας.
Ξάπλωνε ο Θανάσης στο ντιβάνι στο σαλόνι και ύπνος δεν τον έπιανε. Ορμούσε στο μεσαίο ράφι στο σερβάν, άνοιγε νευρικά τα γυάλινα βάζα και καταβρόχθιζε με το κουτάλι της σούπας τα γλυκά του κουταλιού, το ένα μετά το άλλο. Έτρωγε και τρεις χούφτες αράπικα φιστίκια, φούσκωνε για τα καλά η κοιλιά του νυχτιάτικα, έπινε κι ένα ποτηράκι ρακί κι έπεφτε ξερός στο ντιβάνι.
Ένα πρωινό, που τον φίλησε η Μαριγούλα, μύρισε το στόμα του και κάτι υποψιάστηκε .Όταν έφυγε για τη δουλειά του, πήγε κατευθείαν στο σερβάν και μάζεψε όλα τα μισοάδεια βάζα με τα γλυκά, τα ποτά και τα φιστίκια και τα έκρυψε στο κατώγι του σπιτιού, για να μη μπορεί να τα βρει ο άνδρας της
Το βράδυ, όταν είδε εκείνος ότι ήταν άδειο το ράφι στο σερβάν, έγινε πυρ και μανία , αλλά συγκρατήθηκε νυχτιάτικα και πήγε, για να τιμωρήσει τη γυναίκα του, και χώθηκε αδιάντροπα κάτω από το πάπλωμα στο κρεβάτι τους .
Η Μαριγούλα πετάχτηκε αλαφιασμένη και τον ρώτησε:
-Εδώ θα κοιμηθείς απόψε Θανάση μου;
Κάτι ήθελε να της πει, αλλά έσφιξε τα δόντια του για να μην ψυχρανθούν μεταξύ τους. Όλη η ένταση εκτονώθηκε στο έντερό του, που άρχισε να τον σφάζει. Έτρεξε κατευθείαν στην τουαλέτα και όταν επέστρεψε της εξήγησε χαμηλόφωνα:
- Πονάω και θα γυρίσω από την άλλη πλευρά για να ηρεμήσω. Πριν τον Εσπερινό αύριο δεν θα πάμε βόλτα, γιατί θα πάω να βρω τον θείο σου στην εκκλησία!
-Πολύ βαριές είναι οι υποχρεώσεις του γάμου παπά μου, όχι έτσι όπως τα νόμιζα τα πράγματα, εξήγησε ο Θανάσης.
- Συνέχισε εσύ το θεάρεστο πρόγραμμά σου κατά τη Σαρακοστή, κι ο Θεός που τα βλέπει όλα θα σε ανταμείψει, του απάντησε ο άξιος ιερέας, και τον έστειλε διαβασμένο και ήρεμο στη γυναίκα του.
Ο Θανάσης πήρε δύναμη, και κουτσά-στραβά άντεξε κατά το υπόλοιπο της Σαρακοστής. Με δόξα και τιμή κοινώνησε το ζευγάρι κατά τη θεία λειτουργία της Ανάστασης.
Κι αφού πέρασαν οι γιορτές, οικονόμησε ο Θεός και έσπειρε ο Θανάσης έναν υγιέστατο γιο, τέσσερα κιλά κατά τη γέννα του. Αυτό ήταν και το μόνο παιδί που απέκτησε η οικογένεια.
Δεν γέννησε η Μαριγούλα ακριβώς τον ιερό Χρυσόστομο, όπως προγραμμάτιζε. Αλλά έφερε στη ζωή έναν πολύ καλό δάσκαλο, ευγενικό, πράο, γλυκομίλητο, φιλάνθρωπο και καταπληκτικό ιεροψάλτη, που είχε την κορμοστασιά και τη σωματική δύναμη του πατέρα του και την ψυχοσύνθεση της μητέρας του.
-Έτσι εμείς, με την ευλογία του Θεού, πιάναμε παλιά τα αρσενικά παιδιά στη Βαλύρα, έλεγαν οι αείμνηστες γιαγιάδες μας.
Καλή προετοιμασία για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
11/2/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου