Φωτό: Πέλλα 24
Ὁ Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης, συνθέτης τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ
Κανόνος στὴν Παναγία, παρουσιάζει, μέσα ἀπὸ ὑπέροχες ποιητικὲς εἰκόνες, τὶς
δυσκολίες τοῦ βίου του: «τῶν λυπηρῶν ἐπαγωγαὶ χειμάζουσιν τὴν ταπεινήν μου
ψυχήν», «ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μου μὲ ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον,
Θεοτόκε».
Στὴν πραγματικότητα, ὁ ποιητὴς καὶ «φιλόσοφος-βασιλεύς» δὲν ἐκθέτει γενικῶς «τὶς συμφορὲς τοῦ βίου» ἀλλὰ καὶ τὶς ταλαιπωρίες ποὺ ὑπέστη ὡς αὐτοκράτορας τῆς πολύπαθης αὐτοκρατορίας τῆς Νικαίας, ἡ ὁποία ἀντιμετώπιζε διαρκεῖς ἀπειλές ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἐπιβουλεύονταν τὴν ἀκεραιότητά της, -Μουσουλμάνους, Φράγκους, Βουλγάρους, Δεσπότες τῆς Ἠπείρου-, καὶ ἀπὸ ἐσωτερικούς, -εὐγενεῖς ἀριστοκράτες-, ποὺ ἀντιμάχονταν τὴν φιλολαϊκὴ πολιτικὴ τῶν αὐτοκρατόρων της.
Εὐαίσθητη καὶ φιλάσθενη φύση ὁ ἴδιος ὁ Θεόδωρος,
πικραμένος καὶ συντετριμμένος ἀπὸ τὶς πολλαπλὲς δυσκολίες, δὲν ἔχει ποῦ ἀλλοῦ νὰ
καταφύγῃ ἀνθρωπίνως γιὰ βοήθεια. Προσφεύγει, λοιπόν, στὴν «κραταιὰ προστασία» τῆς Θεοτόκου, τείνοντας «χεῖρα βοηθείας» καὶ προσδοκῶντας «τὴν θερμή της ἀντίληψη (= βοήθεια)». Ἐξ ἄλλου, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς
πάντοτε βοήθησε τὸν πονεμένο της λαὸ καὶ εἶναι καὶ γι’ αὐτὸν «τὸν γυμνωθέντα
ἁπάσης βοηθείας» «ἡ ἀβοηθήτων δύναμις καὶ ἐλπὶς ἀπηλπισμένων».
Εἶναι, πράγματι, παρήγορο ὅτι ὁ ποιητὴς δὲν μένει μόνον στὴν
ἔκθεση τῶν προσωπικῶν του δεινῶν, τὰ ὁποῖα παρουσιάζει μὲ παραστατικὸ τρόπο καὶ
μὲ πλούσιες εἰκόνες ἀπὸ τὴν φύση: «καταιγίς με χειμάζει τῶν συμφορῶν καὶ τῶν
λυπηρῶν τρικυμίαι καταποντίζουσιν», «συμφορῶν νέφη τὴν ἐμὴν καλύπτουσι
καρδίαν», ἀλλὰ ἐκφράζει, συγχρόνως, καὶ τὴν πεποίθησή του ὅτι μόνον Ἐκείνη,
ἡ Δέσποινα τοῦ κόσμου, μπορεῖ νὰ γίνῃ «ἡ ταχινὴ βοήθεια», «ἐν τοῖς
κινδύνοις ῥῦστις καὶ προστάτις ἐν τοῖς πειραστηρίοις (= πειρασμούς)».
Ἀπὸ ποῦ, ὅμως, ἀντλεῖ ὁ ποιητὴς αὐτήν του τὴν
βεβαιότητα, ὅτι ἡ Παναγία θὰ προσέλθῃ ἀρωγὸς στὶς συμφορὲς τοῦ πολυτάραχου βίου
του; Δὲν ἦταν, ἀσφαλῶς, ἡ πρώτη φορὰ ποὺ προσέτρεχε στὴν βοήθειά της καὶ λυτρώθηκε, μὲ τὴν κραταιά της δύναμη, «ἐξ ἐχθρῶν δυσμενῶν καὶ ἐξ ἀμετρήτων ἀναγκῶν
καὶ θλίψεων». Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ Παναγία εἶχε καὶ παλαιότερα σώσει τὴν
Βασιλεύουσα Πόλη ἀπὸ δυσμενεῖς ἐχθρούς (Ἀβαροσλάβους, 626 / Ἄραβες, 677 &
718 /Ῥώσους 860).
Νὰ σημειωθῆ ὅτι οἱ αὐτοκράτορες τῆς Νικαίας, καὶ ἰδιαιτέρως
ὁ Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωάννου Γ’ Βατάτζη, εἶχαν τὴν συνείδηση ὅτι
εἶναι διάδοχοι τῶν Βυζαντινῶν Βασιλέων, ἀπόγονοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καὶ εἶχαν
χριστιανικὴ καὶ ἑλληνικὴ παιδεία καὶ συνείδηση, ὅπως φαίνεται, ἐξ ἄλλου, ἀπὸ τὸν
ἄριστο χειρισμὸ τῆς γλώσσας στὸ ποίημα τοῦ Θεοδώρου καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ
δείχνει στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας: «νῦν πεποιθὼς ἐπὶ τὴν σὴν κατέφυγον ἀντίληψιν
κραταιὰν καὶ πρὸς τὴν σὴν σκέπην ὁλοψύχως ἔδραμον». Καὶ ἀλλοῦ: «ἐθαυμάστωσας
ὄντως νῦν ἐπ’ ἐμοὶ τὰς εὐεργεσίας σου (=ἔκανες θαυμαστὲς τὶς εὐεργεσίες σου),
Κόρη, καὶ τὰ ἐλέη σου», «ὡς γὰρ φυσίζωος [(γεννήτρια τῆς ζωῆς <
φύω+ζῶ)] ἐκ τῶν δεσμῶν τῶν τοῦ Ἅδου πρὸς ζωὴν ἀνήγαγες εἰς γῆν με ῥεύσαντα».
Εἶναι ἀναρίθμητες οἱ εἰκόνες ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ λόγιος ποιητής,
μεγάλος ὁ πλοῦτος τῶν λέξεων καὶ βαθιὰ τὰ νοήματα. Δὲν χορταίνει, πραγματικά,
κανεὶς νὰ διαβάζῃ καὶ νὰ ξαναδιαβάζῃ τὸ ὑπέροχο αὐτὸ ποίημα, τὸν Μεγάλο
Παρακλητικὸ Κανόνα, καὶ νὰ ἐντρυφᾶ συνεχῶς στὸ πλούσιο περιεχόμενό του. Ὅσο
περισσότερο, μάλιστα, ἐμβαθύνει, τόσο περισσότερο συναισθάνεται τὴν λεπτότητα τῆς
εὐαίσθητης ποιητικῆς ψυχῆς, ποὺ ἀντιμετωπίζει συχνά «ἀ-πορία ἐκ πάντων» καὶ ἐπιζητεῖ
θερμῶς τὴν «ἀντίληψη» τῆς φιλεύσπλαχνης Κόρης.
Μάλιστα, εἶναι τόσο βέβαιος ὅτι θὰ τύχῃ καὶ αὐτὴν τὴν
φορὰ τῆς βοηθείας της, ὥστε ἐκφράζει προκαταβολικὰ τὶς εὐχαριστίες του: «οὐ
σιωπήσω βοᾶν τρανώτατα τὰ μεγαλεῖα τὰ σά», «σέ δοξάζω καὶ ἀνυμνῶ καὶ
γεραίρω (= τιμῶ) τὴν πολλὴν καὶ ἄμετρον κηδεμονίαν σου».
Παράλληλα, ὅμως, ἐκδηλώνει καὶ τὴν ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη του
γιὰ τοὺς «ἀμέτρους οἰκτιρμούς» τῆς εὐγενοῦς Κόρης. «Ὦ τῆς σῆς
προνοίας καὶ τῆς εὐεργεσίας, ἧς ἀφθόνως αὐτὸς παραπήλαυσα». Ἀναρωτιέται, μάλιστα,
ποιό δῶρο θὰ μποροῦσε νὰ φανῆ ἀντάξιο τῶν πολλῶν «δωρημάτων» καὶ τῆς «ἀμετρήτου
χρηστότητός» της καὶ δηλώνει ὅτι δὲν θὰ παύσῃ ποτὲ νὰ διακηρύσσῃ πρὸς ὅλους «τὸν
βυθὸν τοῦ ἐλέους καὶ τὴν βρύσιν τῶν ἀπείρων θαυμάτων καὶ τὴν πηγὴν τὴν ἀέναον τῆς
πρὸς αὐτὸν συμπαθείας» της.
Σὲ μιὰν ἄλλη ἐξαίσια μεταφορὰ καλεῖ τὴν Θεοτόκο, «τὸ
δοχεῖον τοῦ φωτὸς τὸ καθαρὸν καὶ ἄμωμον» νὰ φωταγωγήσῃ αὐτὸν «τὸν
σκοτισθέντα νυκτὶ ἁμαρτημάτων» καὶ νὰ ἀπομακρύνῃ «ἡ γεννήσασα φῶς τὸ ἀπρόσιτον»
«τὸν σκοτασμὸν τῆς ἀθλίας ψυχῆς καὶ καρδίας» του.
Ὁ ποιητὴς ὁλοκληρώνει τὴν δέησή του, παρακαλῶντας τὴν
Παναγία νὰ μὴν παραβλέψῃ τὰ δάκρυα καὶ τὸν στεναγμό του, ἀλλὰ νὰ ἐπληρώσῃ τὶς αἰτήσεις
του, ἐκφράζοντας γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν βεβαιότητα ὅτι ὅλα τὰ μπορεῖ, «ὡς
πανσθενοῦς (=παντοδυνάμου) Θεοῦ Μήτηρ, εἰ νεύσῃ ἔτι μόνον (= ἐὰν συγκατανεύσῃ,
ἐὰν γείρῃ μὲ συμπάθεια) πρὸς τὴν οἰκτρὰν ταπείνωσιν (του)».
Εἶναι, πράγματι, ἀξιοπερίεργο πῶς ἕνας μεγάλος καὶ τρανὸς
αὐτοκράτορας αἰσθάνεται τόσο ἀβοήθητος στὴν ἀντιμετώπιση τῶν δυσκολιῶν του. Ὅποιος,
ὅμως, ἔχει μελετήσει τὸν πολυτάραχο βίο του καὶ τὶς διαρκεῖς περιπέτειες τῆς αὐτοκρατορίας
του, εἶναι, νομίζω, σὲ θέση νὰ κατανοήσῃ τὶς ἀπογοητεύσεις, τὸν πόνο καὶ τὴν
θλίψη τῆς συντετριμμένης του καρδίας, ὅπως αὐτὲς ἀποτυπώνονται μὲ τὴν ποιητικὴ
γραφίδα μιᾶς εὐαίσθητης ψυχῆς ποὺ συλλαμβάνει καὶ ἀποδίδει σὲ βάθος ὅλες τὶς ἀποχρώσεις
τῶν συμφορῶν.
Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ εἶναι ἰδιαιτέρως παρήγορο εἶναι ὅτι ὁ
ποιητής, παρ’ ὅτι θλίβεται πικρῶς καὶ θρηνεῖ γοερῶς γιὰ τὰ ἀμέτρητα προσωπικὰ καὶ
γενικὰ δεινά, ποὺ τοῦ προξενοῦν ἐχθροὶ καὶ φίλοι, ἐν τούτοις δὲν χάνει τὴν ἐλπίδα
του στὸν Κύριο καὶ στὴν Παναγία Μητέρα Του. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια Ἐκείνη εἶναι πλέον
«ταῖς θλίψεσιν τοῦ βίου» ἡ μόνη του ἐλπίδα,
ἡ τελευταία του καταφυγὴ καὶ παραμυθία. «Πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην, Ἁγνή…»
(α’ τροπάριο τῆς θ’ ὠδῆς).
Δὲν μένει, ἑπομένως, παρὰ καὶ ἐμεῖς, οἱ πολλαπλῶς καὶ
πολυτρόπως ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τοὺς κάθε λογῆς κήρυκες τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου
τούτου, νὰ ἐναποθέσωμε πλέον τὶς ἐλπίδες μας στὴν μόνη «κραταιὰν ἀντίληψιν»,
τὴν «ἀβοηθήτων δύναμιν καὶ ἐλπίδα ἀπηλπισμένων», καὶ νὰ τὴν παρακαλέσωμε
θερμῶς νὰ δεχθῆ καὶ τὴν δική μας πενιχρὴ δέηση καὶ τοὺς ἀμετρήτους στεναγμοὺς τῆς
καρδίας μας.
Ἐκείνη εἶναι ἡ μόνη ποὺ δὲν ἀφήνει κανέναν «κατῃσχυμμένο»
ἀλλὰ ἱκανοποιεῖ τὶς δεήσεις ὅλων ὅσων αἰτοῦνται τὴν χάρη καὶ λαμβάνουν τελικὰ τὸ
δώρημα, πάντοτε πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεώς των.
Γλυκιά μας Παναγία, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ Μήτηρ τοῦ Πανσθενοῦς
Δεσπότου, νεῦσον καὶ πρὸς τὴν ἡμῶν ταπείνωσιν καὶ μεσίτευσον πρὸς τὴν σωτηρίαν
πάντων τῶν εἰς σὲ εἰλικρινῶς προστρεχόντων καὶ πιστῶς δεομένων. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος - θεολόγος
Ορθόδοξος Πολιτιστικός Σύλλογος "Επάλξεις"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου