Φωτό: κα Γωγώ Μαγκλάρα-Σταυριανοπούλου στο FB
Γωγώ
Μαγκλάρα-Σταυριανοπούλου
Φιλόλογος , Ιστοριοδίφης
Σε εκείνα τα αλησμόνητα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας, στις δεκαετίες 1960-70, μάς ταξιδεύει συγκινητικά η φιλόλογος και ιστοριοδίφης κα Γωγώ Μαγκλάρα-Σταυριανοπούλου, με τον άκρως γλαφυρό λόγο της, για να αναβιώσουμε τις δημιουργικές ικανότητες και κοινωνικές μας δεξιότητες, καθώς και τον συνεχή αγώνα μας, με θετική διάθεση προς τη ζωή. Δεν μας έλειπε τίποτα μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια...με ευλογία Θεού και ευρηματικότητα νου όλα τα καλύπταμε, δημιουργώντας τα πάντα από το τίποτα, επινοώντας παιχνίδια άθλησης του σώματος αλλά και του νου.
Ας απολαύσουμε τον λόγο και τις προσωπικές εμπειρίες της καταξιωμένης συγγραφέως:
Με αφορμή τους
Ολυμπιακούς αγώνες η μνήμη καλπάζει στο παρελθόν και το μυαλό ανασύρει στιγμές
και καταστάσεις δημιουργημένες από εμάς ως παιδιά. Επινοούσαμε παιχνίδια για να
μπορούμε να ικανοποιούμε το μεγάλωμά μας. Να κοντρολάρουμε το σώμα μας , να το
κουράζουμε, να το γυμνάζουμε, να το κρατάμε σε ηρεμία παράλληλα με το διάβασμα,
ακολουθώντας το περιβόητο ρητό των αρχαίων “ νους υγιής εν σώματι υγιεί .
Δεν μας έφτανε
ο καθημερινός ποδαρόδρομος τριών χιλιομέτρων πήγαινε - έλα , Άγιοι Θεόδωροι -
Διαβολίτσι επί έξι χρόνια νηστικά, διψασμένα, βρεγμένα, ιδρωμένα, παγωμένα,
ηλιοκαμένα. Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι μετά το λιτό φαγητό - μόνο κάθε Κυριακή
είχε κρέας - και μετά το διάβασμα για την επομένη μέρα, δεν υπήρχαν τότε
φροντιστήρια, τον υπόλοιπο χρόνο μας μέχρι να νυχτώσει τον αξιοποιούσαμε με
ό,τι τρόπο σκαρφιζόμαστε.
Εμείς είμαστε
τέσσερα αδέλφια. Δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Εμείς τα κορίτσια, όταν πέρασε η
εποχή που παίζαμε με τις “κούκλες”, έπρεπε να βρούμε άλλους τρόπους εκτόνωσης.
Και επειδή είχαμε αδέλφια μπήκαμε και εμείς στα σπορ. Θυμάμαι στη δυτική άκρη
του κήπου είχαν φτιάξει ένα μονόζυγο. Τις κάθετες σωλήνες τις είχαν στερεώσει
σε ντενεκέδες που είχαν ρίξει τσιμέντο και έτσι ήταν σταθερές. Την παράλληλη
την είχαν προσαρμόσει στις δύο κάθετες. “Γυμναστήριο η φύση”. Όταν ήταν
ελεύθερο το μονόζυγο πηγαίναμε εγώ και η αδελφή μου και κάναμε κοιλιακούς,
κάμψεις, περνούσαμε τα πόδια μας ανάμεσα στα χέρια μας και γυρνούσαμε ανάποδα.
Καρουλιάζανε τα χέρια μας από την τριβή με τη σωλήνα. Κάναμε καμιά παύση να
φύγουν οι φουσκάλες και “ξανά – μανά” τα
ίδια. Εμείς τότε τηλεόραση δεν είχαμε. Πού να δούμε αγώνες. Μιλάμε για γενιά
του ‘60 με αρχές ‘70. Τα ακούσματά μας ήταν από το σχολείο και το μάθημα της
γυμναστικής.
Λίγο έξω από
το χωριό , εκατό μέτρα απόσταση , ήτανε το καλύβι μας , χωρισμένο σε δύο μέρη,
που οι γονείς μας έβαζαν στο ένα τα άλογα και τις κοτούλες και στο άλλο τις
ζωοτροφές. Σανό, καλαμπόκι, τριφύλλι, βρώμη, μουρόφυλλα και συκόφυλλα ξεραμένα
. Έξω από το καλύβι υπήρχε το πετροστρωμένο αλώνι , όπου αλώνιζαν τα γεννήματα
, έτσι έλεγαν τα δημητριακά. Κάθε οικογένεια είχε και το αλώνι της. Ήταν
νοικοκυραίοι ανθρώποι . Στην ανατολική μεριά του αλωνιού υπήρχε ένας χώρος με
χώμα αρκετά μεγάλος. Αυτόν τον χώρο τον κάναμε σκάμμα για να πηδάμε άλμα σε
μήκος και άλμα επί κοντό. Είχαμε πάρει κάτι καλάμια μακριά και τα είχαμε μπήξει
στο χώμα , ένα από τη μια μεριά και το άλλο από την άλλη σε ιδανική απόσταση,
είχαμε δέσει και το σκοινί για να καθορίζει το ύψος και επιδιδόμαστε στα
άλματα. Και το εξωφρενικό του θέματος ήταν το κοντάρι που χρησιμοποιούσαμε.
Ένας κορμός μικρού κυπαρισσιού, καθότι ευλύγιστος , μας βοηθούσε να περνάμε
πάνω από το νήμα. Πως ζούμε αναρωτιέμαι. Ποτέ δεν πήγαινε το μυαλό μας στο
κακό. Ένα παλούκωμα, ένα χτύπημα στο κεφάλι, ένα σπάσιμο χεριού, ποδιού, το
κακό που θα προκαλούσαμε στον εαυτό μας και στους γονείς. ”Πέρα βρέχει” .
Πηγαίναμε πλάι-πλάι με το απροσδόκητο αλλά το κερδίζαμε. Οι γονείς έτρεχαν στις
δουλειές τους . Δεν ήταν εκ των πραγμάτων από πάνω μας. Πού να ήξεραν και
κείνοι ότι το παιδί δεν μπορείς να το δασκαλέψεις με τη σιωπή , όπως το σκυλί,
ούτε να το πείσεις με τα λόγια, που χρησιμοποιούν οι μεγάλοι !!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου