Την 18η Οκτωβρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά, του μεγάλου ιατρού, που είχε την ευλογία να ακολουθήσει τον Απόστολο Παύλο στις περιοδείες του, να συγγράψει το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων, να αγιογραφήσει την Υπεραγία Θεοτόκο, ως Οδηγήτρια, και να θεραπεύσει πλήθος κόσμου, συνεχίζοντας και μετά την εκδήμησή Του το θείον έργο του Κοσμοσωτήρος Χριστού. Σε σχετικό υπόμνημα με τίτλο, «Εις τον Βίον του Αγίου Ενδόξου και Πανευφήμου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά», στον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έτος 1950, περιλαμβάνεται και το απόσπασμα που δημοσιεύουμε σήμερα - αφορά τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούν οι Άγιοι μας να τους εορτάζουμε- προς ψυχική ωφέλεια των αναγνωστών μας. Αν και ο Λαϊκός Χριστιανός δύσκολα δύναται , με τον καταιγισμό των υλικών προκλήσεων που δέχεται καθημερινά, να δοξάσει και να εορτάσει αληθινά την μνήμη των Αγίων της πίστεώς του, ας ελπίσουμε ότι ο λόγος που ακολουθεί , ως θείος σπόρος, θα πέσει σε γη όχι με πολλά αγκάθια.
Ημείς, οίτινες εορτάζομεν την μνήμη
του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά, και θέλομεν να δεχθή ο Άγιος την εορτήν μας,
μη κάμνωμεν πράγματα τα οποία έκαμνον οι ειδωλολάτραι εις τας πανηγύρεις των,
τουτέστι χορούς, παιχνίδια, τραγούδια και άλλα δαιμονικά έργα, αλλά μετά
συντετριμμένης καρδίας και μετά καθαρού συνειδότος ας πανηγυρίσωμεν και ας εορτάσωμεν
την μνήμην του Αποστόλου. Μη στολιζώμεθα άνδρες και γυναίκες, ότι γη και χώμα
θέλομεν γίνει, μη υπερηφανευώμεθα εις ενδύματα και στολίδια, διότι ο θάνατος
μάς περιμένει, μη πορνεύωμεν και μιαινώμεθα, διότι το πυρ το άσβεστον ετοιμάζεται
δια τους τοιούτους, μη πολυπίνωμεν και μεθύωμεν διότι θέλομεν διψήσει εις το
πυρ το άσβεστον μετά του πλουσίου. Τι κερδίζομεν από την μέθην; Τι αυξάνομεν
καλόν της ψυχής μας, εάν πολυφάγωμεν και κακώς δαπανήσωμεν; Πόσοι διήλθον
τοιαύτας ημέρας, ως την σημερινήν, παίζοντες, χορεύοντες, και μεθύοντες,
οίτινες τώρα είναι χώμα εις την γην και μακάριοι εάν έκαμον καλόν δια την ψυχήν
των;
Τους πτωχούς ας ενδύσωμεν, τους πεινασμένους
ας χορτάσωμεν, τους διψασμένους ας ποτίσωμεν, τους ασθενείς ας φροντίσωμεν, τους
φυλακισμένους ας επισκεφθώμεν, τους ξένους ας περιποιηθώμεν. Τότε να είπωμεν,
ότι επανηγυρίσαμεν, τότε να καυχηθώμεν, ότι εορτάσαμεν, τότε θα δεχθή ο Θεός
την εορτήν μας, τότε θα χαρώσιν οι Άγγελοι, τότε θα λυπηθώσιν οι δαίμονες.
Διότι τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν πολυφάγωμεν ημείς και οι πτωχοί πεινώσι; Τι
το κέρδος, εάν πολυπίωμεν ημείς, και οι αδελφοί του Χριστού διψώσι; Μία είναι η
καθολική τροφή, μία είναι η καθολική ανάπαυσις, η Βασιλεία των Ουρανών, η
αιώνιος ζωή, η απόλαυσις των μελλόντων αγαθών, τα δε άλλα είναι ως καπνός και
όνειρον. Διότι, ειπέ μου, τι κερδίζεις, άνθρωπε, εάν πλεονεκτήσης και κερδίσης
χρήματα πολλά, οίκους μεγάλους, χωράφια πολλά, αμπέλια καλά; Έρχεται ώρα και
εξέρχεται η ψυχή σου και αφήνει έρημον το σώμα όχι μόνον από ενδύματα, αλλά
πολλώ μάλλον από τας αρετάς. Τι το εντεύθεν; Κανέν από αυτά δεν σε συνοδεύει,
οι συγγενείς μένουσι κληρονόμοι, οι φίλοι λυπημένοι, οι εχθροί χαίρουσι, συ δε
τι; Υπάγεις έρημος πάντων, δεδεμένος, καταδικασμένος, τρέχουσιν κατόπιν σου αι
αδικίαι, οι στεναγμοί των πτωχών, οι θρήνοι των ορφανών, τα δάκρυα των χηρών
έρχονται μετά σου εις τον φοβερόν Κριτήν τον αλάνθαστον και απροσωπόληπτον. Τότε
τι; Ακούεις την φοβεράν απόφασιν, «δήσαντες αυτόν χείρας και πόδας, εμβάλετε
εις το σκότος το εξώτερον».
Ω! πόσα δάκρυα χύνει τότε η ψυχή
αοράτως και ημείς δεν την βλέπομεν! Ω πόσα λαλεί και παραπονείται και ημείς δεν
την ακούωμεν! Διατί; Διότι είμεθα όλως μεθυσμένοι από τας φροντίδας του κόσμου,
απερροφημένοι εις τας μέριμνας του πλούτου και μάς ετύφλωσεν ο διάβολος εις την
αμαρτίαν. Αλλ΄εάν καθαρίσωμεν τον ευατόν μας από την σύγχυσιν των βιοτικών
φροντίδων, θέλομεν δυνηθή να εννοήσωμεν τα υστερινά μας. Ας ελεήσωμεν τους πένητας,
ίνα ελεηθώμεν και ημείς υπό του Κυρίου, ας αφίσωμεν (συγχωρήσωμε) τοις αδελφοίς
τα πταίσματα, ίνα και ο Θεός αφήση τας ημετέρας αμαρτίας, ας έχωμεν προς αλλήλους
αγάπην αληθινήν κατά Θεόν, ίνα και ο Θεός αγαπήση ημάς, ας βοηθήσωμεν τους αδυνάτους
εις την ανάγκην των, ίνα και ημείς τύχωμεν της παρά Θεού βοηθείας, ας δοξάσωμεν
τον Θεόν έργοις και λόγοις και με τα μέλη μας.
Πώς δε θα δοξάσωμεν τον Θεόν με έργα,
πώς με λόγους και πώς με τα μέλη μας;
Με έργα δοξάζομεν τον Θεόν, εάν
έχωμεν την αγάπην, το κεφάλαιον των αρετών, εάν φιλοξενίαν κατορθώσωμεν, εάν
ειρήνη αποκτήσωμεν, εάν καθαρότητα αγαπήσωμεν, τότε δοξάζεται ο Θεός με έργα.
Με λόγους τον δοξάζομεν, εάν πιστεύωμεν ορθοδόξως, εάν τον κηρύττωμεν Θεόν αληθινόν,
εάν τον ευχαριστώμεν εις τας θίψεις μας, εάν ομολογώμεν και γλώσση και καρδία
το Μυστήριον της πίστεώς μας. Πώς δε δοξάζεται ο Θεός με τα μέλη μας; Όταν
νεκρώσωμεν τα μέλη του σώματος, όταν αποστρέψωμεν την όρασίν μας από κάλλους
γυναικών, όταν φυλάξωμεν την ακοήν μας από διηγήσεις απρεπείς, όταν σφαλίσωμεν
το στόμα μας από αργολογίας, όταν κρατήσωμεν τας χείρας μας από αδικίαν, όταν
εμποδίσωμεν τους πόδας μας από του τρέχειν εις την εργασίαν της αμαρτίας, τότε
δοξάζομεν τον Θεόν εν τοις μέλεσι ημών, καθώς ο Απόστολος Παύλος λέγει εν τη προς
Κορινθίους Α΄επιστ. Εις το στ΄ κεφ. :
«Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι
υμών, και εν τω πνεύματι υμών άτινα εστί του Θεού».
Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά.
Απολυτίκιον. Ήχος δ΄ Ταχύ προκατάλαβε
Ακέστωρ σοφώτατος, ιερομύστα Λουκά,
ζωγράφος πανάρετος, της Θεοτόκου Μητρός, εδείχθης Απόστολε, έγραψας μάκαρ
λόγους, δια Πνεύματος θείου, έδωκας εννοήσαι, συγκατάβασιν άκρα, Χριστού της παρουσίας,
διο πρέσβευε σωθήναι ημάς.
Κοντάκιον. Ήχος δ΄
Μαθητής γενόμενος του Θεού Λόγου, συν
τω Παύλω άπασαν, εφωταγώγησας την γην, και την αχλύν απεδίωξας, το θείον γράψας,
Χριστού Ευαγγέλιον.
Μεγαλυνάριον
Μακαρίζομεν σου την δεξιάν, Λουκά Θεηγόρε,
δι΄ης έχομεν οι πιστοί, τας του Θεού Λόγου, διττάς αγίας πλάκας, και την σεπτήν
Εικόνα της Θεομήτορος.
Ο Θεός μεθ΄ημών
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
18-10-2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου