Φωτό: Πεμπτουσία
Ἕναν ἀληθινὰ δυστυχισμένο ἄνθρωπο, ἕναν δαιμονόπληκτο, μᾶς
παρουσιάζει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Στ’ Λουκᾶ (η’ 27-39). Ὁ
ταλαίπωρος Γαδαρηνός –τὰ Γάδαρα ἦταν μιὰ εἰδωλολατρικὴ πόλη στὴν ἀντίπερα ὄχθη
τῆς Γαλιλαίας, στὴν περιοχὴ τῆς Δεκαπόλεως τῆς Παλαιστίνης- ἔχει πιαστῆ στὰ
δίχτυα τοῦ πονηροῦ «ἐκ χρόνων ἱκανῶν»
καὶ ἔκτοτε «ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν.» (Λουκ., η’ 27)
Ἔτσι, γυμνὸ καὶ ἄοικο
καταντάει τὸν ἄνθρωπο τὸ δαιμόνιο, τὸν «συν-αρπάζει»
καὶ τὸν πηγαίνει ὅπου θέλει, «ἐς χώρας ἐρήμους»,
μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνία. Ἦταν τόσο τραγικὴ ἡ κατάσταση
τοῦ ταλαίπωρου αὐτοῦ ἀνθρώπου, ὥστε χρειαζόταν νὰ τὸν δένουν «ἁλύσεσι καὶ πέδαις», χειροπόδαρα, γιὰ νὰ
μὴν τοὺς ἐπιτίθεται, καὶ παρὰ ταῦτα τὸ «ἰσχυρό»
δαιμόνιο ἔσπαζε καὶ αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες
τοῦ δαιμονισμένου, ὁ ὁποῖος σκόρπιζε γύρω του τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο.
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς γνωστόν, πλάστηκε νὰ εἶναι εἰκόνα Θεοῦ καὶ
νὰ πορεύεται πρὸς τὴν ὁμοίωσή Του. Ἐὰν δὲν προσέξῃ στὴν πορεία Του καὶ
«ξαστοχήσῃ» -ἁμαρτάνῃ-, τότε τὰ κάθε λογῆς δαιμόνια καιροφυλαχτοῦν νὰ ἔλθουν καὶ
νὰ ἐγκατασταθοῦν μέσα του. Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνει, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ «χαρίεις», ποὺ λέει ὁ Μένανδρος, γίνεται ἄγριος
καὶ ἀποκρουστικός. «Νοῦς ἀποστὰς τοῦ Θεοῦ
ἢ κτηνώδης γίνεται ἤ
δαιμονιώδης» (ΕΠΕ 11, 226), κατὰ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ.
Τρομερὴ ἀσθένεια εἶναι, πράγματι, ἡ δαιμονοπληξία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ἀπὸ τὸ ξένο σῶμα, τὸ δαιμόνιο, πλέον δὲν ὁρίζει τὸν ἑαυτό του, τὶς ἐνέργειές του, ἑτεροκαθορίζεται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ μέσα του καὶ τὸν ταλαιπωρεῖ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἀληθινὸ μαρτύριο! Θέλει ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατέχεται ἀπὸ τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος νὰ ξεφύγῃ, νὰ λυθῆ ἀπ’ τὰ δεσμά του καὶ δὲν μπορεῖ. Ἀντιθέτως, τὰ δαιμόνια χορεύουν μέσα του καὶ τὸν κάνουν ὅ τι θέλουν, ἀπειλῶντας νὰ τὸν συντρίψουν ὁλοκληρωτικά.
Ὁ Κύριος, ὅμως, σπλαγχνίζεται τὸ πλάσμα Του, ποὺ τὸ
βλέπει ἁλυσοδεμένο μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ σπεύδει σὲ βοήθεια, διότι
γνωρίζει ὅτι ὁ ἁλυσοδεμένος δὲν βρίσκει ἀπὸ μόνος του τὴν δύναμη νὰ ἀποτινάξῃ τὰ
δεσμὰ ποὺ τὸν περισφίγγουν.
Γιὰ δύο, λοιπόν, λόγους μεταβαίνει ὁ Κύριος στὴν ἁμαρτωλὴ
αὐτὴν χώρα, ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. Πρῶτον, γιὰ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἁμαρτωλὸ
Γαδαρηνό, ὁ ὁποῖος, ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς ἐπίσης ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ ἀμετανόητους συμπολίτες
του, ἐπιθυμεῖ νὰ «σωφρονιστῇ», καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ δώσῃ μιὰν ἀπάντηση
στοὺς μαθητές Του, ποὺ ἀναρωτιοῦνταν λίγο πρίν, βλέποντάς Τον νὰ ἐπιτιμάῃ τὸν ἄνεμο
καὶ νὰ γαληνεύῃ τὰ κύματα: «τίς ἄρα οὗτός
ἐστιν, ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει καὶ τῷ
ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῶ;» (Λουκ., η’ 25)
«Τίς ἄρα οὗτός ἐστιν;»
Ποιός εἶναι, ἄραγε, αὐτός ποὺ κάνει τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ πράγματα; Εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ κύριος τοῦ οὐρανίων καὶ ἐπιγείων δυνάμεων, στὸν Ὁποῖον ἀκόμη καὶ τὰ
δαιμόνια ὑποτάσσονται. Πράγματι! «Καὶ τὰ
δαιμόνια πιστεύουσιν καὶ φρίττουσιν». Μόνον ποὺ δὲν πιστεύουν, γιὰ νὰ
μετανοήσουν καὶ γιὰ νὰ σωθοῦν, ἀλλὰ παραμένουν πεισματικὰ ἀδιόρθωτα.
Γι’ αὐτό, μόλις ἀντικρύζουν τὰ δαιμόνια τὸν Κύριό των, ἀναγνωρίζουν
τὴν θεότητά Του καί, ὡς λεγεῶνα ποὺ εἶναι, κράζουν ὅλα μαζὶ συντεταγμένα, μὲ μιὰ
φωνή: «Τί ἐμοὶ καὶ σύ, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ
τοῦ ὑψίστου;» (ὅ. π. 28) Ἐπειδή, ὅμως, γνωρίζουν ὅτι, λόγῳ ἀμετανοησίας, τὰ
ἀναμένει ἡ αἰωνία καταδίκη, γι’ αὐτὸ Τὸν ἐκλιπαροῦν «νὰ μὴν τοὺς βασανίσῃ» ἀκόμα:
«ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.»
Ἀντιθέτως, τὸν παρακαλοῦν «ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς
εἰς τοὺς χοίρους εἰσελθεῖν.» (ὅ. π. 30-32)
Ἀλήθεια! Τὰ φοβερὰ καὶ τρομερὰ δαιμόνια, ποὺ ταλανίζουν τὸν
ταλαίπωρο Γαδαρηνὸ καὶ τὸν ἔχουν ὁδηγήσει σ’ αὐτὴν τὴν ἄθλια καὶ ἀξιοθρήνητη
κατάσταση, εἶναι ἐντελῶς ἀδύναμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτὸ καὶ «δέονται» καὶ
Τὸν «παρακαλοῦν». Ἐκεῖνος καὶ μόνον Ἐκεῖνος ἔχει ἐξουσία πάνω των. Ἐκεῖνα δὲν
μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα, χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Κυρίου.
Γεννᾶται εὔλογα τὸ ἐρώτημα: Ὁ Κύριος ποὺ ἐπέτρεψε τελικὰ
νὰ εἰσέλθουν τὰ δαιμόνια στοὺς χοίρους καὶ νὰ ὡδηγηθοῦν ἐκεῖνοι στὸν γκρεμό, γιὰ
νὰ τιμωρήσῃ τὴν αἰσχροκέρδεια τῶν χοιροβοσκῶν, ποὺ ἐμπορεύονταν παράνομα τὸ
χοιρινὸ κρέας, γιατί «ἐπέτρεψε» νὰ εἰσέλθουν καὶ στὸν Γαδαρηνό;
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ κρίνῃ
τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθῆ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ (Ἰωάν., γ’ 16). Ὁ Γαδαρηνός, ὅμως,
καὶ ὁ κάθε Γαδαρηνὸς ἀπὸ ἐμᾶς ἀγάπησε μᾶλλον τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας παρὰ τὸν
Κύριο τῆς ἀγάπης (ὅ.π. γ’ 19). Ἑπομένως, ὁ καθ’ ἕνας μας, μὲ τὶς ἀστοχίες του ἢ
καὶ τὶς παραλείψεις του, ἐπιτρέπει στὰ δαιμόνια νὰ ἔλθουν καὶ νὰ κατοικήσουν
μέσα του. Ἔτσι, ὁ κάθε λογῆς ἁμαρτωλὸς ταλαιπωρεῖται τελικὰ ἀπὸ τὶς ἴδιες του τὶς
ἁμαρτίες, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τιμωρία του, μέσῳ τῆς ὁποίας δοκιμάζεται, ὅπως καὶ ὅσο
κρίνῃ ὁ Κύριος γιὰ τὴν σωτηρία του.
Ἐμεῖς, ἄραγε, θέλομε νὰ σωθοῦμε; Θέλομε νὰ καθίσωμε «ἱματισμένοι καὶ σωφρονοῦντες παρὰ τοὺς πόδας
τοῦ Ἰησοῦ» καὶ νὰ ἀπολαμβάνωμε θεραπευμένοι τὸν λόγο Του, ποὺ εἶναι λόγος
ζωῆς αἰωνίου, ἢ μήπως, σὰν τοὺς λοιποὺς Γαδαρηνούς, λυπόμαστε ποὺ χάσαμε
τοὺς χοίρους μας, τὶς ἀκαθαρσίες καὶ τὰ πάθη μας, περισσότερο ἀπ’ ὅτι λυπόμαστε,
διότι χάσαμε τὸν Κύριο ἀπὸ ἀνάμεσά μας; Τί
μᾶς φοβίζει, τελικά, περισσότερο; Ἡ ἀπώλεια τῶν χοίρων ἀπὸ τὴν πόλη μας ἢ ἡ
ἀπουσία τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν καρδιά μας;
Ἐὰν στενοχωρούμαστε γιὰ τὸ πρῶτο, θὰ συνεχίζωμε νὰ ζοῦμε
δέσμιοι καὶ ἁλυσοδεμένοι σὰν τοὺς σκλάβους στὰ δεσμά των. Ἐὰν θλιβώμαστε γιὰ τὸ
δεύτερο, διότι ζοῦμε μακρυὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, τότε νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι Ἐκεῖνος ὄχι
μόνον δὲν θὰ μᾶς ἀφήσῃ νὰ συντριβοῦμε ἀπὸ τὰ πολλά μας πάθη, ἀλλὰ θὰ σπεύσῃ ὁ Ἴδιος
πρὸς συνάντησή μας, γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ ἐλπίδα σωτηρίας, ὅπως ἔδωσε καὶ στὸν
δαιμονισμένο Γαδαρηνό, ποὺ ὄχι μόνο τὸν θεράπευσε ἀπὸ τὸ μαρτυρικό του πάθος ἀλλὰ
καὶ τὸν κατέστησε ἀληθινὸ κήρυκα μετανοίας σὲ ὅλη τὴν πόλη του.
Μακάρι καὶ ἐμεῖς νὰ ἀξιωθοῦμε μιᾶς τέτοιας μαρτυρίας γιὰ
τὴν δική μας ψυχικὴ καὶ σωματικὴ θεραπεία πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν σωτηρία ἡμῶν
καὶ πάντων ὅσων τὴν ἐπιθυμοῦν. Ἀμήν! Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος –
θεολόγος
Ορθόδοξος Πολιτιστικός Σύλλογος "Επάλξεις"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου