Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Αν να Προσμένεις το Μπορείς, Δίχως από την Προσμονή Ετούτη να Αποσταίνεις-Αφιερωμένο στον Ερρίκο και στον Ηλία που τίμησαν τη φιλία στη Βαλύρα

 Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, αποδήμησε εις Κύριον το 1936 στο Λονδίνο,αφήνοντας μία μεγάλη

κληρονομιά στην ανθρωπότητα ,που κανέναν δεν άφησε αδιάφορο. Πρόκειται για το υπέροχο ποίημα “

Αν”, το οποίο ενέπνευσε και τη διοίκηση το Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδος.

Γιατί ο θυρεός για τον ηρωικό αγώνα του Ελευθέριου Ερρίκου Ι.Λινάρδου στο Α/Τ Ύδρα το 1941,

σαφώς περιλαμβάνει αντίστοιχες οδηγίες προς τους ήρωες του πολεμικού ναυτικού όπως:

‘Αν να προσμένεις το μπορείς

δίχως από την προσμονή ετούτη να αποσταίνεις ή

αν σε συκοφαντούν εσύ να μη βυθίζεσαι στο ψέμα, ή

αν και σε μισούν το μίσος μέσα σου να μην αφήνεις να φουντώνει,

κι ωστόσο να μην δείχνεσαι πάρα πολύ καλός

κι ούτε με πάρα πολλή σοφία να μιλάς....

άνδρας σωστός τότε θε νάσαι γιε μου”!

Αυτός ακριβώς ήταν ο Ρίκος της Βαλύρας. Ένας ήρωας, που εγκατέλειψε τελευταίος τη θέση του στη

μάχη, πριν βυθιστεί το Α/Τ Ύδρα στον Σαρωνικό, διασώθηκε βαριά τραυματισμένος στο αριστερό του

χέρι και στο δεξί του πόδι κολυμπώντας μόνο με μία σωσίβια ζώνη για δύο μίλια,και από την Αίγινα

διακομίστηκε για νοσηλεία στην Αθήνα.

Στη συνέχεια, μετά από έξι μήνες επέστρεψε στη γενέτειρά

του Βαλύρα, ως ήρωας. Ήταν μόλις είκοσι χρονών! Ένας ψηλός, καλλίγραμμος πρίγκιπας, ένας

ευπατρίδης που θυσίασε τον εαυτό του πάνω στο βωμό της ελευθερίας της πατρίδας. ένας

αξιοζήλευτος γαμπρός, αφού συν τοις άλλοις προερχόταν από μία καλή και ευκατάστατη οικογένεια του

χωριού.

Πολλά ήταν τα σωματικά, πνευματικά και ψυχικά χαρίσματα του Ερρίκου, όπως και η παρθενία του.

Γιατί ναι μεν πολέμησε για την πατρίδα, αλλά μέχρι τότε δεν του είχε μείνει χρόνος για να ολοκληρωθεί

παράλληλα ως άνδρας ,κατά την πρώιμη ενηλικίωση του. Πάνω απ ́ όλα ήταν το καθήκον!

-Τώρα δεν έχεις πρόσχημα να το αναβάλεις, του είπε μια μέρα η συνομήλικη του αλώπηξ Ζουζού.

. Η πατρίδα ελευθερώθηκε, πρέπει κι εσύ να

φροντίσεις για τον εαυτόν σου.

-Ποια όμως πατρίδα ελευθερώθηκε;

Ακολούθησε ο εμφύλιος πόλεμος κι ο Ρίκος, δεν θα μπορούσε να παραμείνει ασυγκίνητος. Όμως δεν

του επέτρεπε πλέον η σωματική του αναπηρία να συνεισφέρει στον αγώνα για την ελευθερία του τόπου,

γι αυτό περιορίστηκε στις αγροτικές εργασίες, δουλεύοντας σκληρά για να μην απογοητεύσει τον πατέρα

του. Ούτε όμως σκεφτόταν να δεσμευτεί ,μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό, με γυναίκα. Περίμενε,

υπενθυμίζοντας στον εαυτό του “αν να προσμένεις το μπορείς δίχως από την προσμονή ετούτη να

αποσταίνεις”.Προσμένοντας πέρασαν δώδεκα ολόκληρα χρόνια.

Το 1953, της Αγίας Τριάδος, στο πανηγύρι του χωριού, ο Ερρίκος δέχτηκε μία πρόσκληση από τον

κατά μία δεκαετία νεώτερό του ξάδελφο του Δημήτρη, να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να

συνοδεύσουν την αδελφή του Χριστίνα, που ήταν μόλις είκοσι χρονών. Ο Ερρίκος ήταν εγγύηση για τη

θεία του Νανώ ,ότι η κόρη της δεν θα παρεξηγηθεί κατά την έξοδό της, αφού θα την συνόδευαν δύο

καθωσπρέπει άντρες της οικογένειας . Ο Ρίκος ήταν ανυποψίαστος μέχρι τότε περί τίνος επρόκειτο αλλά

δεν άργησε να το καταλάβει, όταν στο παλκοσένικο, μαζί με τις τραγουδίστριες εμφανίστηκε ο επίσης

εικοσάχρονος Μπιζανιώτης και γείτονας της Χριστίνας Ηλίας, ο παιδικός της έρωτας , ο οποίος

φρόντισε να την μαγέψει με τις πενιές του στο μπουζούκι και την εκτέλεση των καψουροτράγουδων της

αρεσκείας της. Κι ενώ η νεαρά κρατούσε καλά τα προσχήματα, κάποια στιγμή μία από τις τραγουδίστριες

φλέρταρε επί σκηνής τον Ηλία ασύστολα, οπότε έξαλλη η Χριστίνα σηκώθηκε όρθια, χτύπησε τα χέρια

της πάνω στο τραπέζι και φώναξε:Θα ανέβω επάνω και θα σε ξεμαλλιάσω παλιο κατσίκα!

Αυτό ήταν! Όλα είχαν πλέον μπει λογικά στη θέση τους. Σε κάποιο άλλο τραπέζι, απαρατήρητη καθόταν

η Βασιλική, μία όμορφη κόρη 22 ετών, με τα τέσσερα αδέλφια της, που είχαν κατέβει από του


Κεφαλληνού για να διασκεδάσουν. Έφυγαν ενωρίς για να μπορέσουν να επιστρέψουν έγκαιρα στο χωριό

τους ,αφού πρώτα κατηφόρισαν στο δημόσιο δρόμο προς τη γέφυρα της Βαλύρας. Αριστέρα, όταν

πρωτοείδε η Βασιλική το σπίτι του Ερρίκου, θαύμασε το πέτρινο κτίσμα και τα αναρριχόμενα

ανθισμένα φυτά ,που φρόντιζε με αγάπη η αδελφή του Γεωργία, μία καταπληκτική υφάντρα και

μοδίστρα.

-Αχ! Αναστέναξε η Βασιλικούλα. Ένα τέτοιο σπίτι θα ήθελα!

Και πού να έβλεπε και τον γαμπρό πόσο όμορφος ήταν και έλαμπε ολόκληρος από την καλοσύνη του.

Ο Ερρίκος και η παρέα του δεν έφυγαν από το πανηγύρι ενωρίς. Ο Ηλίας στο διάλειμμα πήγε και κάθισε

μαζί τους, γνωρίστηκε καλύτερα με τον Ρίκο, κι επειδή λάτρευε την ιστορία, απορροφήθηκε ακούγοντας

τα κατορθώματά του στο ναυτικό ,τόσο που μελαγχόλησε η Χριστίνα και του έκανε παράπονα την

επόμενη μέρα:

- Να μην παίρνεις τα ματιά σου από πάνω μου, γιατί θα με αναγκάσεις να μισήσω τον ξάδελφό μου.

-Τον Ρίκο μόνο να τον αγαπήσεις και να τον θαυμάσεις μπορείς, είναι ένας ήρωας, της απάντησε ο Ηλίας.

-Σου αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα; Κοίτα τα χρυσά βραχιόλια της μάνας μου, θα μου τα δώσει όταν

παντρευτούμε.

-Αφού την κοίταξε ο Ηλίας προσεκτικά , χαμογέλασε και της είπε: Πολλά φοράς και δεν μπορώ να πιάσω

το χέρι σου!

Τότε εκείνη έχωσε αμέσως τα βραχιόλια της μέσα στη τσάντα της και τον αγκάλιασε.

Ο λόγιος Δραχμάς, εξάδελφος του πατέρα του Ερρίκου, με μία μικράν κάλαθον πλήρους

οπωροκηπευτικών , διερχόμενος από την οικίαν του αγαπητού του Ιωάννη, εδέχθην πρόσκλησιν ίνα

γευματίσει μετά της οικογενείας του. Επειδή η σύζυγός του κυρίου Δραχμά απουσίαζε εις τας Καλάμας

(Καλαμάτα )μετά του υιού τους Ιωάννη, δια ιατρικούς λόγους , απεδέχθη την πρόσκλησιν ευχαρίστως!

Ευτυχώς που ο Ρίκος δεν ήταν παρών, γιατί θα πέθαινε από τη ντροπή του ακούγοντας τον διάλογο

μεταξύ του πατέρα και του θείου του:

-Μία ,....πώς να την χαρακτηρίσω, η Ζωζώ της πλατείας, ξεπαρθένεψε τον Ρίκο. Τους έπιασα πάνω

στον καλό καναπέ, κειμήλιο από τη μακαρίτισσα πεθερά μου ,ημίγυμνους. Ω! Τι ντροπή Θεέ μου.

Άρχισα να τους σπρώχνω και να φωνάζω έξαλλος, κι εκείνη από τον τρόμο της πήδηξε από το

παράθυρο για να γλιτώσει.

-Κακώς, είπε ο κύριος Δραχμάς, διότι αν η ισχνέγχυλος γυνή (λεπτή και ζουμερή) ετραυματίζετο

σοβαρώς θα επλήρωνες μίαν περιουσίαν εις το δικαστήριον. Εκτός τούτου θα διέκοπτες τας πατριωτικάς

της επιδόσεις, διότι προσφέρει σημαντικόν έργον ,όσον αφορά εις την ωρίμανσιν του άρρενος

πληθυσμού του χωρίου μας!Ουδείς ανήρ ηγνόησεν το θελκτικόν, προκλητικόν και ....

να μην το κατονομάσομεν της φύσεώς της.

-Και τι έπρεπε να κάνω με τη σκρόφα(γουρούνα);Ρώτησε ο κυρ Γιάννης.

-Λάθος, μέγα λάθος. διότι η σύζυγος του χοίρου επιτελεί άλλου είδους έργον.

- Είναι μια Κίρκη!

- Δεκτόν!Αντιλαμβάνομαι ότι ο Ερρίκος σαφώς δεν είναι Οδυσσέας. Όμως, ευρίσκεται εις την ώριμον

ηλικία των 32 ετών και επιβάλλεται όπως δημιουργήσει οικογένειαν.

-Ουδεμία αντίρρησις.

-Επομένως , σύσσωμοι θα αναζητήσωμεν την σωστή νύφην!

-Σύμφωνοι!

Από το αδιέξοδο τούς έβγαλε ένας άλλος ξάδελφος τους, μετά από ενάμισι χρόνο, ο οποίος γνώριζε

μία νεαρή παρθένο, στο χωριό Κεφαλληνού. Ήταν κόρη χριστιανικής αγροτικής οικογένειας, που είχε

πέντε γιούς ,εκ των οποίων επέζησαν οι τέσσερις. Ένας από τους γιους ήταν αγρότης, ενώ οι άλλοι τρεις

κατέκτησαν τα ανώτατα κράσπεδα της επιστήμης και εγκατέλειψαν το χωριό τους. Η Βασιλική ήταν μία

μετρίου αναστήματος λεπτή αλλά γεροδεμένη “παρθένος”, με ωραία χαρακτηριστικά προσώπου και

χαμόγελο μικρού παιδιού.

Ο καλός θείος από τη Βαλύρα, για χάρη της Βασιλικής έκανε όλη τη διαδρομή από τη Λάμπαινα,

Αρσινόη, Μαυρομάτι και από τις αρχαίες πύλες ,πάνω στην Ιθώμη ,έφτασε μέσα από έναν επικίνδυνο

χωματόδρομο στου Κεφαλληνού. Όλοι τον υποδέχτηκαν με χαρά.

-Αφού περιέγραψε με συγκίνηση τα ηρωικά κατορθώματα του Ερρίκου, δεν ανέφερε τίποτα αρχικά για

την αναπηρία του.

-Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα , είπε κάποια στιγμή στη Βασούλα.

-Τι; Είναι χειλάς, μυταράς, δοντάς; Ρώτησε εκείνη.

-Όχι καθόλου. Είναι καλλίγραμμος σαν πρίγκιπας. Σαν σταρ του σινεμά μοιάζει!

-Τότε είναι κηφήνας, συμπέρανε εκνευρισμένη η Βάσω. Δεν εργάζεται και τον τρέφει ο πατέρας του!

-Καθόλου, είναι το πιο εργατικό παιδί του χωριού!


-Μάλλον θα έχει κανένα εξώγαμο, αυτό θέλεις να μας πεις θείε;

-Καμία σχέση ,απάντησε εκείνος.

-Ε! Πες μας πια γιατί έσκασα, είπε βαριεστημένη η Βάσω.

-Να, δέχτηκε βόλι στο αριστερό χέρι και στο δεξί πόδι από τους Γερμανούς όταν βομβάρδιζαν το Α/Τ

Ύδρα το 1941 και έχει αυτή την αναπηρία.

-Κουτσός είναι;Δεν μπορεί να περπατήσει; Μήπως έφαγε κι αλλού βόλι και δεν μπορεί να κάνει παιδιά;

Ρώτησε η Βάσω.

-Όχι, περπατάει μια χαρά, δεν του φαίνεται καθόλου η αναπηρία του. Είναι καθ ́ όλα εντάξει.

- Ωραία, απάντησε η Βάσω. Να τον γνωρίσουμε.

Την ημέρα που επρόκειτο ο Ρίκος να πρωτοσυναντήσει τη Βασιλική, ο πατέρας του απουσίαζε, γιατί

είχε δυο δίκες και έπρεπε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο στη Καλαμάτα. Γι αυτό ο Ρίκος απευθύνθηκε

στον Ηλία, που άλλωστε του χρωστούσε πολλά, αφού τον κάλυπτε ανελλιπώς με τη Χριστίνα.

Το πρωί της ίδια μέρας επισκέφθηκε τον θείο του Δραχμά για να πάρει οδηγίες προς ναυτιλομένους, ο

οποίος του πρότεινε η σύνθεση της ανθοδέσμης να περιλαμβάνει κόκκινα τριαντάφυλλα ,με όχι

λιγότερο από τριάντα εκατοστά κοτσάνια, επίσης να αγοράσει δύο ειδών γλυκίσματα, μία λευκή τούρτα

και σοκολατάκια ,κατά προτίμηση κερασάκια με επικάλυψη μαύρης σοκολάτας. Όταν ενημέρωσε τον

Ηλία, μέτρησαν από περιέργεια τα τριαντάφυλλα της μάνας του Ρίκου και της Σκαμπίλενας απέναντι με

το υποδεκάμετρο, και όταν είδαν ότι δεν ξεπερνούσαν τους δεκαπέντε πόντους , έκαναν έναν αγώνα

δρόμου μέχρι την Καλαμάτα με τα μοτοποδήλατα , για να αγοράσουν τα αναγκαία, από γνωστό

ανθοπωλείο και ζαχαροπλαστείο της περιοχής.

Η Γεωργία είχε επιδιορθώσει το παντελόνι του Ρίκου στη ραπτομηχανή της, γιατί έπλεε εξ αιτίας των

κρυφών και συχνότατων γυμναστικών επιδόσεων του με τη Ζουζού.

Όταν η αλώπηξ τους είδε από τη τζαμαρία του καφενείου να επιστρέφουν το μεσημέρι με τα

τριαντάφυλλα δεμένα στη σχάρα στο μοτοποδήλατο του Ρίκου, έκανε νόημα στον ψηλό για να του τα

ψάλει:

- Πρόσεξε με καλά, Ρίκο.

-Γνωρίζεις ότι ο Γιωργάκης με άφησε και παντρεύτηκε μία δούλα. Με το ζόρι έρχεται με αυτή, γιατί

είναι δεμένος πάνω στο δικό μου το κορμί, με βαριά μάγια. Μη νομίζεις ότι εύκολα θα τη γλιτώσεις!

-Όλο κακίες είσαι, της απάντησε ο Ρίκος. Να μην αφήσεις κανέναν άνθρωπο να δει μια άσπρη μέρα.

Όλα δικά σου τα θέλεις. εμένα και άλλους πέντε!

Αφού χωρίστηκαν οι δυο φίλοι για να πάνε να ετοιμαστούν, ο Ρίκος έκανε τη τελευταία πρόβα στο

μπεζ-εκρού κοστούμι του. Η Γεωργία του πρότεινε και μία δεύτερη εναλλακτική λύση, ένα σκούρο

κοστούμι , αλλά δεν αναδείκνυε την αριστοκρατική φύση του και απορρίφθηκε.

Καθώς έκανε μπάνιο, γλίστρησε λίγο το πόδι του και φοβήθηκε. Δεν του έφευγε από το μυαλό του ότι η

Ζουζού τον κατατρέχει. Για λίγο το αγνόησε και συνέχισε να ετοιμάζεται.

Όταν ενωρίς το απόγευμα έφθασε η ώρα να ξεκινήσουν, ο Ηλίας ντυμένος και φρεσκοξυρισμένος, του

κόρναρε κάτω στην είσοδο του σπιτιού. Η κυρία Βασιλική, που είχε ίδιο όνομα με τη μέλλουσα νύφη

της ,τον φίλησε στο μέτωπο ,του έδωσε την ευχή της και κατέβηκε χαρούμενος αλλά και λίγο αγχωμένος

για το νέο του τόλμημα.

-Πω! Πω! Είπε στον Ηλία. Καλύτερα να πολεμάς τους Γερμανούς παρά να πας να ζητήσεις το χέρι

γυναίκας. Δεν αντέχεται.

-Έλα! Έλα! Του απάντησε εκείνος, Είσαι παλικάρι. Θα ενθουσιαστεί η Βασιλική όταν θα σε γνωρίσει.

Αφού τράβηξαν με ταχύτητα για Λάμπαινα, Αρσινόη και Μαυρομάτι, έφτασαν στη πύλη στα αρχαία

τείχη. Δεν τους απέμενε παρά ένα τέταρτο απόσταση, ένας χωματόδρομος τους χώριζε από του

Κεφαλληνού. Όμως ήταν τόσο κακοτράχαλα, που τα μοτοποδήλατα δεν άντεξαν και σε μία επικίνδυνη

στροφή τσακίστηκαν, ευτυχώς που δεν έπεσαν στον γκρεμό και δεν τραυματίστηκαν σοβαρά.

-Πω! Τι πάθαμε, είπε ο Ρίκος, όταν συναρμολόγησαν τα μέλη του σώματός τους και στάθηκαν όρθιοι. Η

καταραμένη η Ζουζού το έκανε, μας μάτιασε το μεσημέρι.

-Μην ανησυχείς, μόλις βάλεις το στεφάνι ο Θεός θα σου τα λύσει όλα. Δεν ακούς αυτό που λέει ο παπάς,

όσους ο Θεός ένωσε δεν μπορεί να τους χωρίσει άνθρωπος; Απάντησε ο Ηλίας, ξεσκονίζοντας τον

προσεκτικά.

Όταν ο Ρίκος προσγειώθηκε πάνω στο κοκκινόχωμα, δημιουργήθηκε ένας τεράστιος κόκκινος λεκές

στα οπίσθια , πάνω στο ανοιχτόχρωμο παντελόνι του, που όσο και να προσπάθησε ο Ηλίας να το

καθαρίσει με το τελευταίο νερό που τους είχε απομείνει,δεν έφευγε. Δεν μπορούσες να το αγνοήσεις

βλέποντάς το. Ο Ρίκος φαινόταν σαν να τα είχε κάνει επάνω του. Αφού αφαίρεσαν επιμελώς και τη

τελευταία σκόνη πάνω από τα δώρα, συνεννοήθηκαν να καλύπτει ο Ηλίας διακριτικά τα οπίσθια του

Ρίκου, για να μη δει η υποψήφια νύφη το λερωμένο παντελόνι . Μόλις έφτασαν κοντά στο σπίτι της


Βασιλικής, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στο πρόσωπο του γαμπρού. Ο Ηλίας κυκλοφορούσε πάντα μ ́ ένα

άσπρο αντρικό μαντήλι στη τσέπη του, που φρόντιζε επιμελώς να το τοποθετεί καθημερινά η μητέρα του

. Το έβγαλε, σκούπισε τον Ρίκο, τον χτένισε με μία μαύρη τσατσάρα , που είχε πρόχειρη μέσα στο

εσωτερικό τσεπάκι στο σακάκι του και του είπε:

-Είσαι όπως πρέπει. Το κεφάλι σου ψηλά μη νομίσει η Βασιλική ότι είσαι καμπούρης!

-Κι άμα της αρέσεις εσύ καλύτερα ,τι θα κάνουμε; Ρώτησε ο Ρίκος.

-Εγώ είμαι δυο χρόνια μικρότερος της και αρραβωνιασμένος , απάντησε ο Ηλίας. Κι όμορφος όπως εσύ

δεν είμαι με καμία δύναμη!

Ο Ερρίκος χαμογέλασε και πήρε κουράγιο για να συνεχίσει.

Η υποψήφια νύφη και η οικογένεια της τους δέχτηκαν με μεγάλη χαρά.

Η Βασιλική χαμογελούσε σαν παιδάκι και με το πανέξυπνο βλέμμα της έκοβε τον Ερρίκο από κάτω προς

τα πάνω και τανάπαλιν “διακριτικά”!. Ευτυχώς, που δεν είδε το σημάδι στα οπίσθια. Το μόνο που τους

είπε ήταν:

-Εσείς οι δυο έτσι πάντα μαζί πάτε, σαν τους Χιώτες; Ποτέ δεν της μαρτύρησαν τι ακριβώς συνέβη,

για να μην χάσει ο έρωτας τη μαγεία του.

Αφού ανέφερε ο Ερρίκος ότι ο Ηλίας είναι αρραβωνιασμένος με μία πολύ καλή ξαδέλφη του, για να

δείξει στη Βασιλική ότι δεν κοροϊδεύουν, αλλά είναι εχέγγυοι τύποι, στη συνέχεια ο Ηλίας περιέγραψε

με στόμφο τα ηρωικά κατορθώματα του Ερρίκου και πόσο συνεπής και εργατικός ήταν

Κάποια στιγμή η μητέρα της Βάσως τη κάλεσε στη κουζίνα.

-Πώς σου φαίνεται ο Ρίκος; Τη Ρώτησε.

-Καλός είναι, απάντησε η Βάσω, που έκοβε το μάτι της.

Ο Ρίκος και ο Ηλίας δεν μπόρεσαν να ανταλλάξουν κουβέντα μεταξύ τους, γιατί όλοι τούς κοιτούσαν

μέσα στο στόμα. Μόνο χαμογελούσαν διακριτικά, σαν χαμηλοβλεπούσες παρθένες.

Αφού πέρασε επιτυχώς ο ψηλός από τη φοβερή δοκιμασία του συνοικεσίου, ανέπνευσαν καθαρό αέρα

και πήραν τον δρόμο της επιστροφής, προσέχοντας στα κακοτράχαλα. Μόλις έφτασαν στην αρχαία πύλη

στα τείχη και είχαν ξεπεράσει τον κίνδυνο, σταμάτησαν για λίγο, γιατί ήθελαν να κουβεντιάσουν και να

εκτονώσουν την ένταση που ένιωθαν.

-Πώς σου φάνηκε η νύφη;Ρώτησε ο Ηλίας.

-Σαν μικρό παιδάκι είναι, είπε χαμογελώντας ο Ερρίκος, που είχε ως σημείο σύγκρισης τη μάγισσα

Ζουζού.

-Είναι αγνή κοπέλα, απάντησε ο Ηλίας.

-Αγνή είναι, αλλά και λίγο κοντούλα, συμπλήρωσε ο Ρίκος.

-Όχι και κοντούλα, απάντησε ο Ηλίας. Κανονική είναι. Σου φθάνει μέχρι τον ώμο. Μια χαρά είναι. Τι θα

ήθελες;Καμιά δίμετρη, στο μπόι σου;

-Εντάξει, αλλά τι θα κάνω μου λες με αυτό το κοριτσάκι;

-Ό,τι κάνεις και με τη Ζουζού, απάντησε ο Ηλίας.

-Όχι Λιάκο μου, απάντησε ο Ρίκος. Κρίμα είναι! Το λυπάμαι το καημένο!

Έκτοτε, η διαδρομή Κεφαλληνού-Βαλύρα ήταν ο δρόμος της προσμονής, μέχρι να παντρευτεί το

ζεύγος. Η Βασούλα ήταν υπερήφανη για τον Ρίκο της και οι φίλες της ζήλευαν το κελεπούρι της ζωής

της. Εκείνη, με υπομονή ετοίμαζε τα τελευταία κομμάτια της προίκας της. Όταν της πρότεινε η Γεωργία

να της ράψει το νυφικό της απάντησε όχι, γιατί δεν ήθελε να γνωρίζει ο Ρίκος, πριν από το γάμο , τι θα

φορέσει η νύφη! Τη φορεσιά της το ακριβοπλήρωσε ο πατέρας της και ήταν υπέροχη.

Αφού ο περιζήτητος γαμπρός αισθάνθηκε τα πρώτα αληθινά σκιρτήματα αγάπης, αφοσιώθηκε να

παντρέψει πρωτίστως την αδελφή του Γεωργία, πριν έλθει η Βασιλική νύφη στο σπίτι .

Είχε τρεις αδελφές, η Αγγελική και η Ελένη είχαν αποχωρήσει από τη πατρική εστία και ζούσαν στην

Αθήνα. Η Γεωργία ήταν καταπληκτική υφάντρα, καλλιεργούσε μεταξοσκώληκες που την είχε

προμηθεύσει ένας Βαλυραίος, κι εκείνος αντίστοιχα τους είχε φέρει από τον Έβρο. Ύφαινε υπέροχα

μεταξωτά υφάσματα και στη συνέχεια έραβε υπέροχα γυναικεία ρούχα. Ο Ρίκος ποτέ δεν απέρριψε την

εργασία της καλλιέργειας των μεταξοσκωλήκων, γι αυτό η Βάσω εκπαιδεύτηκε και συνέχισε επάξια την

οικογενειακή παράδοση. Αποδείχτηκε μία πολύ καλή υφάντρα. Αφού ο Ρίκος πάντρεψε τη Γεωργία με

ένα καλό παλικάρι στο χωριό, στη συνέχεια έφερε νυφούλα τη Βασιλική στη Βαλύρα, με προίκα 50

χιλιάδες δραχμές . Με αυτά τα χρήματα, μπορούσες να αγοράσεις τρία μικρά διαμερίσματα, το

σωτήριον έτος 1955. Άλλωστε τα οικογενειακά χωράφια ήταν μακριά ,στου Κεφαλληνού ,για να της

γράψει κάποιο ο πατέρας της.

Η Βάσω ήταν μία προκομμένη και προσγειωμένη νύφη. Αισθανόταν πολύ ευτυχισμένη που είχε

τον Ρίκο της και το σπίτι των ονείρων της. Εργαζόταν σκληρά, κι όταν της έμενε χρόνος ύφαινε πολλά

και απέθαντα πράγματα.


Τα σχέδια της Ζουζούς απέτυχαν, ιδίως όταν ήρθε στη ζωή το πρώτο κοριτσάκι του Ρίκου και της Βάσως,

που ήταν σαν άγγελος .Ακολούθησαν άλλα τέσσερα χαριτωμένα, υγιή και πανέξυπνα παιδιά , μία κόρη

και τρεις γιοι.

Όταν απέκτησαν τον πρώτο γιο τους ,τον Γιάννη, η χαρά της Βασιλικής ήταν απερίγραπτη, γιατί

προσευχόταν στην Παναγία να τους χαρίσει ένα αρσενικό παιδί. Κι όχι μόνο έναν, αλλά τρεις γιούς τους

χάρισε ο Θεός.

Όταν είδε ο Ηλίας τον Ρίκο να κρατά την πρώτη του κόρη, την Ευρυδίκη, μετά τη βάπτισή της στο γλέντι

που ακολούθησε στην αυλή του σπιτιού, δάκρυσε. Κοίταξε τη Χριστίνα στα μάτια σαν αν της έλεγε,

πότε θα έχουμε το δικό μας παιδί; Εκείνη το κατάλαβε, και είπε στους γονείς της την επόμενη μέρα:

- Έχετε καθυστερήσει να δώσετε την απάντησή σας για την ημερομηνία του γάμου μας στον Ηλία.

-Είσαι μικρή ακόμα, της απάντησε ο πατέρας της.

-Δεν είμαι καθόλου μικρή, οι φίλες μου έχουν ήδη παντρευτεί οι περισσότερες, απάντησε εκνευρισμένη

η Χριστίνα.

- Βιάζεσαι μη μείνεις στο ράφι; Δεν πρέπει να ωριμάσεις πρώτα ;Της απάντησε ο πατέρας της.

-Σε τι να ωριμάσω; Ρώτησε η Χριστίνα.

-Έχεις ανατραφεί διαφορετικά από τον Ηλία. Ούτε ένα μαρούλι δεν έχεις σκύψει να κόψεις από τον

κήπο, ούτε τα λουλούδια δεν έχεις καθαρίσει ποτέ για να μην χαλάσουν τα νύχια σου .Ο Ηλίας είναι

προκομμένος, αλλά χρειάζεται μία γυναίκα αγρότισσα, να τον βοηθάει στις δουλειές και να μην

ασχολείται με τα φτιασίδια, όπως εσύ.

-Εμένα μου είπε ότι δεν θα κάνω τίποτα, βασίλισσα θα με έχει.

-Παραμυθάς είναι. Όταν θα υπάρχει ανάγκη θα σκάβεις τα χωράφια, θα τρυγάς και θα παγώνεις στις

ελιές τον χειμώνα. Θέλεις να χωρίσεις με παιδιά αργότερα και να έχουμε άλλα προβλήματα;

-Εσείς θέλετε να θάψετε τη κόρη σας ζωντανή; Απάντησε η Χριστίνα.

Όταν είδαν οι γονείς της ότι τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα και επειδή φοβήθηκαν

ενδεχόμενη απαγωγή, πλήρωσαν ένα παλικαράκι , τον Νίκο , που ήταν φίλος του Ηλία ,να κάνει

χαλάστρα στο ερωτευμένο ζευγάρι. Στρίμωξε τη Χριστίνα σ ́ έναν φράχτη και τη φίλησε στο στόμα με

πάθος, όταν περνούσε ο Ηλίας. Ο νεαρός, αφού ολοκλήρωσε τη δουλειά για την οποία πληρώθηκε αδρά,

έφυγε τρέχοντας. Η Χριστίνα έμεινε άναυδη, κοιτάζοντας τον Ηλία, χωρίς να ξέρει τι να πει.

-Φύγε γρήγορα από μπροστά μου καταραμένη της είπε εκείνος, φύγε γιατί έχω μάνα και τέσσερες

αδελφές και θα πεινάσουν αν πάω φυλακή. Χάσου τώρα γιατί πάω στο υπόγειο να πάρω την καραμπίνα

και θα σκοτώσω ο,τι βρω μπροστά μου.

Η Χριστίνα φοβήθηκε και έτρεξε γρήγορα στο σπίτι της. Οι αδελφές του Ηλία, που άκουσαν τις φωνές

του και κατάλαβαν τι είχε συμβεί ,έκλαιγαν με λυγμούς. Μόλις τις είδε ο Ηλίας θλιμμένες, πήρε το

τουφέκι και έφυγε για το βουνό. Σκότωσε όσες μπεκάτσες πέταξαν τον αέρα. Κι όταν γέμισε το

κυνηγετικό του δίχτυ με πουλιά και είχε ξεδιψάσει από εκδίκηση, επέστρεψε αργά τη νύχτα στο σπίτι.

Ολόκληρη η ζωή του είχε γκρεμιστεί , σε μια στιγμή, εμπρός στα μάτια του.

Την επόμενη μέρα, αφού άφησε μισά πουλιά στη μάννα του, τα υπόλοιπα τα δίπλωσε και τα πήγε στον

Ρίκο. Η Βάσω τον καλημέρισε και μόλις τον είδε κλαμένο και με πρησμένα μάτια, φώναξε αμέσως τον

Ρίκο να κατέβη.

-Τι έγινε Λιάκο; Ρώτησε εκείνος.

-Μην τα συζητάς αδελφέ μου,είπε και τον αγκάλιασε. Πάω στο νεκροταφείο να βρω τα κόκαλα του

πατέρα μου για να του μιλήσω.

-Σιγά μια στιγμή, έρχομαι κι εγώ, είπε εκείνος.

Αφού ο Ρίκος ανέβηκε γρήγορα στο μοτοποδήλατο του, φθάσανε στον Αι Γιώργη.

Το χωνευτήρι ήταν κλειδωμένο και κάθισαν πάνω στον τάφο του παππού του Ρίκου.

Αφού περιέγραψε ο Ηλίας το χθεσινό συμβάν χαρτί και καλαμάρι, εκείνος έκπληκτος του απάντησε:

-Δεν το πιστεύω Λια μου, είναι αδύνατον. Η Χριστίνα κόβει τις φλέβες της για σένα. Κάποιο λάκκο έχει

η φάβα. Πρέπει να το ψάξουμε.

-Άστο Ρίκο μου, άβυσσος η ψυχή της γυναίκας. Τελικά, άλλες θέλουμε και άλλες αξίζουν να σταθούν

δίπλα μας. Χαίρομαι που εσύ τουλάχιστον βρήκες την ευτυχία σου κοντά στη Βάσω.

Δεν πρόλαβε να το πει αυτό ο Ηλίας κι ένα περιστέρι τον κουτσούλισε κατακέφαλα.

-Με εκδικούνται τα άτιμα γιατί σκότωσα τα ξαδέλφια τους χθες, πάμε να φύγουμε, είπε ο Ηλίας.

Οι γονείς της Χριστίνας βρήκαν την τέλεια ευκαιρία να την διώξουν άρον άρον από το χωριό. Ο

Ηλίας το πήρε απόφαση ότι δεν θα ερωτευθεί ποτέ ξανά, γιατί όσο περνούσε ο καιρός πάγωνε το

συναίσθημα μέσα του. Μια μέρα της Άνοιξης του 1957, έπιναν με τον Ρίκο καφέ στη πλατεία, όχι στο

καφενείο της Ζουζούς πλέον, και συζητούσαν μεταξύ τους τα παλιά. Τότε τους πλησίασε ο γερο Γρίβας,

που είχε τρεις κόρες.


-Είσαι καλό και προκομμένο παλικάρι , είπε στον Ηλία. Περνάω από τον μπαξέ σου στον Άγιο Νικόλα

που δουλεύεις το καμίνι του πατέρα σου και βλέπω πόσο κουράζεσαι. Θέλεις να σου δώσω τη

Βγενικούλα που είναι ηθική και καλή νοικοκυρά;Θα σου δώσω κι ένα σπίτι απέναντι από του φίλου σου

του Ρίκου , το οποίο είναι της αδελφής μου; Ο μοναχογιός της σκοτώθηκε στη Αλβανία και θα την

κληρονομήσει η Βγενικούλα. Θα μπορείς εκεί να στήσεις το σιδεράδικο και να κάνεις χρυσές δουλειές.

Επιπλέον, θα σας δώσω 40 χιλιάδες δραχμές , για να αγοράσεις ό,τι μηχανήματα χρειάζεσαι για το

μαγαζί και να επιπλώσετε το σπίτι σας. Από τα κτήματα θα πάρετε δύο ελαιώνες στις Χούνες και ένα

μεγάλο κτήμα με ελιές και σταφίδα στα Αγρίλια.

-Δεν παντρεύομαι μπάρμπα Γιώργη, απάντησε ο Λιας. Είμαι καταραμένος. Ανύπαντρος θα μείνω.

-Μην το λες αυτό Λιάκο μου, τον παρηγόρησε ο Ρίκος και τον χτύπησε στη πλάτη. Περασμένα

ξεχασμένα. Η Ευγενία είναι όμορφη, αγνή, εργατική και καλός άνθρωπος.

Λέγε, λέγε, τον Ιούλιο του 1957 αρραβωνιάστηκαν ο Ηλίας με την Ευγενία. Όταν τον αγκάλιασε η

Βγενικούλα για πρώτη φορά, εκείνος αισθάνθηκε ότι βρήκε μια “ γυναίκα μάνα” για να τον φροντίζει .

Ήταν σωματικά και ψυχικά πολύ καταπονημένος. Με τη φροντίδα της Ευγενίας άρχισε να γελάει, να

αστειεύεται και να επαναλαμβάνει συχνά στον Ρίκο, μια χαρά είμαστε! Τον Μάη του 1958, ο Ηλίας

κράτησε στα χέρια του την πρώτη του κόρη. Με τη βοήθεια του Ρίκου και άλλων φίλων του σήκωσαν

τη στέγη στο παλιό σπίτι και το διαμόρφωσαν σε χώρο σιδηρουργείου. Ο Ρίκος και η Βάσω είχαν

ήδη μία δεύτερη κόρη, τη χαριτωμένη Μεταξία. Ο Ρίκος με τα δύο του κοριτσάκια και ο Ηλίας με την

νεογέννητη κόρη του στην αγκαλιά, έπιναν χαρούμενοι καφέ στο μαγαζί μια μέρα, ώσπου χτύπησαν οι

καμπάνες στον Άγιο Αθανάσιο, γιατί έπιασε φωτιά ψηλά στο Μπιζάνι . Ο Λιας έτρεξε για να

βοηθήσει. Καθώς έφτασε στο σπίτι του, εμφανίστηκε από το πουθενά μπροστά του η Χριστίνα. Κάποιος

την είχε ενημερώσει ότι παντρεύτηκε και κατέβηκε εσπευσμένα στο πατρικό της στο χωριό μ ́ ένα

γαμπριάτικο κοστούμι για να τον πάρει και να φύγουν. Μόλις τον είδε με το παιδί στην αγκαλιά του

άφρισε και άρχισε να ουρλιάζει.

Η Βγενικούλα τα άκουγε όλα μέσα από το σπίτι αλλά δεν ίδρωνε καθόλου το αυτάκι της. Ήταν σίγουρη

για τον γάμο της.

- Παράτα το , πήγαινε και πέτα το στη φωτιά να φύγουμε τώρα, του είπε σαν τρελή η Χριστίνα.

Ο Ηλίας, που την ποθούσε πολύ, θα ήθελε αν μπορούσε να τα εγκαταλείψει όλα και να φύγει μαζί της

εκείνη τη στιγμή. Όμως, μόλις κοίταξε την κόρη του ,που είχε καρφωμένα τα λαμπερά ματάκια της

επάνω του, αισθάνθηκε ότι αγαπάει το παιδί του περισσότερο από τη Χριστίνα!

-Φύγε της είπε, και μη με ενοχλήσεις ξανά. Τώρα είμαι πατέρας και έχω τη κόρη μου!Η κόρη του ήταν

το έπαθλο του για τη θυσία του, όπως είπε κάποτε στην ενήλικη θυγατέρα του ,όταν της διηγήθηκε τη

πονεμένη ιστορία του.

Την επόμενη χρονιά γεννήθηκε ο Γιαννάκης του Ρίκου. Μετά τις σαράντα μέρες, ο Λιας πήρε το

μπουζούκι και το γιόρτασαν με ρακή και μεζεδάκια, στο πίσω μέρος του μαγαζιού, όταν ο Ρίκος έβγαλε

το μωρό μέσα στο καροτσάκι του βόλτα στο δρόμο.

-Άντε και στα δικά σου Λιάκο μου, είπε εκείνος.

-Εις υγείαν Ρίκο μου. Ο, τι θέλει ο Θεός ας μου δώσει, απάντησε ο Ηλίας.

Το βρέφος τούς κοίταζε μ ́ ένα μυστηριώδες μειδίαμα. Εκείνοι το παρατήρησαν και σχολίασαν μεταξύ

τους:

-Γελάει, γελάει!

Βέβαια ,ήταν ένα πρόβλημα που ο Ηλίας απέκτησε άλλες δυο κόρες στη συνέχεια και ο Ρίκος αντίστοιχα

δυο γιους, αλλά αυτό δεν δημιούργησε καμία ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους. Αντίθετα ,ο Ηλίας

αγάπησε τόσο πολύ τα παιδιά του Ρίκου , όπως άλλωστε αγαπούσε και τον ίδιο και απολάμβανε την

παρέα τους, όταν ήταν μικρά. Τους μιλούσε για πολλά και διάφορα πράγματα και τα συμβούλευε.

Όταν κάποια στιγμή ήρθε το νερό στο χωριό, ο Ηλίας έφτιαξε τα υδραυλικά στο σπίτι του Ρίκου, για να

ανταποδώσει τη χάρη που του έκανε ο φίλος του με τη στέγη στο μαγαζί. Ήταν πολύ ευγνώμων.

Πέρασαν τα χρόνια, τα παιδιά μεγάλωσαν και έφυγαν από το σπίτι, ρήμαξε η καρδιά των

ηλικιωμένων γονιών από τη μοναξιά στην άδεια τους φωλιά, όμως είχαν ο ένας τον άλλο και το

μπουζούκι . Όταν μελαγχολούσαν, το ξεπερνούσαν με πενιές . Αποδήμησαν πρώτα ο Ρίκος ,στη

συνέχεια η Βάσω και τέλος ο Ηλίας. Τη Βγενικούλα την άφησε ο Θεός να ζήσει εκείνα που δεν

πρόλαβε,υπηρετώντας συνέχεια τον απαιτητικό άντρα της. Τη Ζουζού και τη Χριστίνα δεν γνωρίζουμε

ποιος τις “περιέλαβε”!

Το Ψυχοσάββατο που πέρασε, πήγαμε έναν δίσκο στην εκκλησία ,υπέρ αναπαύσεως των ψυχών

των κεκοιμημένων της Βαλύρας μας.

Καθώς ο Ρίκος με τον Λια έτρωγαν τα κόλλυβα τους και χαίρονταν, τους ρώτησε ο Κύριος:

-Η Ζουζού ποια ήταν Ερρίκο;


-Δεν θυμάμαι Κύριε, απάντησε εκείνος.

-Ηλία, η Χριστίνα ήταν φιλενάδα σου;

- Κύριε, δεν θυμάμαι, απάντησε ο Ηλίας.

-Έχει ανακουφιστεί η ψυχή τους, είναι σε τόπο χλοερό ευτυχισμένοι, είπε ο Άγιος Πέτρος.

-Για να είμαι ειλικρινής Κύριε, απάντησε ο Ερρίκος, τις θυμόμαστε, αλλά επειδή ντρεπόμαστε την

αγιότητα Σας, κρατάμε τα προσχήματα!

Ο Ηλίας κούνησε το κεφάλι του, συμφωνώντας.

- Έρχεται η Χριστίνα, είπε ο Κύριος.

Και οι δύο αναστατώθηκαν, σηκώθηκαν να φορέσουν το κοστούμι τους για να την υποδεχτούν, αλλά δεν

τους καθόταν.

-Τώρα σίγουρα δεν κρατάτε τα προσχήματα, απάντησε ο Θεός.

Το σκηνικό άλλαξε.

Ανέβηκε ο Ηλίας με το μπουζούκι στο παλκοσένικο κι άρχισε τις πενιές. Αλλά τούτη τη φορά έπαιζε

για τη Βγενικούλα, που του έλειπε αφάνταστα. Κοιτούσε κάτω τον Ρίκο με τη Βάσω που του έγνεφαν

αγκαλιασμένοι.

“Αν ...δεν σας ξεχάσουμε

αν .... σας φέρουμε με αγάπη στη μνήμη μας

ίσως τότε...... να είμαστε παιδιά σας”!

Σήμερα, που γράφω αυτό το διήγημα, είναι της Αγίας Τριάδος , πανηγυρίζει η Βαλύρα μας. αλλά

ποτέ δεν θα είναι ξανά όπως τότε . Το μπουζούκι το άφησε ο Ηλίας στην αγαπημένη του εγγονή

Ευτυχία, που είναι μουσικός. Η τέχνη του αργαλειού της Βαλύρας είναι δική μου συγκάτοικος. Τα δε

χαρίσματα του Ερρίκου, τα κληρονόμησε ο γιος του ο Ιωάννης, που είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος!

Αιωνία τους η μνήμη!


Ο Θεός μαζί σας!


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: