Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΑΥΓΗ

 

            Η Δέση του Ποταμού της Μαυροζούμενας, στη Βαλύρα.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας


Το σωτήριον έτος 1945, οι Γεώργιος Φίλιας και Ιωάννης Λύρας, μυλωνάδες με καταγωγή από το Δυρράχι Αρκαδίας ,αγόρασαν τον μύλο στη Βαλύρα από τον Δημοσθένη Πουλόπουλο. Επειδή είχε πολλή δουλειά ο Γιώργης στο μύλο, καλούσε τακτικά και τον αδελφό του, Δημήτρη Φίλιο, από την Καλαμάτα για να τους βοηθάει, αναφέρει ο   καθ. Ι.Δ. Λύρας, σε σχετική ανάρτηση του με   τίτλο “Οι Νερόμυλοι της Βαλύρας”.

Κι ενώ όλα κυλούσαν κατ΄ ευχήν , δύο χρόνια αργότερα, την αποφράδα ημέρα της 26ης Οκτωβρίου 1947, ένα θανατερό γεγονός ήρθε για να ταράξει συθέμελα τη τάξη και αρμονία των πραγμάτων στη Βαλύρα,   και να καταγραφεί με μαύρο μελάνι στις κίτρινες σελίδες της ιστορίας του τόπου μας.

Θύμωσε ο ουρανός , άνοιξε τους ασκούς του , και κατέβηκε να δείρει τη γη. Η δυνατή και συνεχής βροχή, από τα ξημερώματα της 25ης Οκτωβρίου, δεν έλεγε να σταματήσει και τα φουσκωμένα νερά στα αυλάκια παρέσυραν στο πέρασμά τους δένδρα, κλαδιά, πέτρες, και χώματα, καθώς οι βροντές και οι αστραπές έσειαν τον τόπο, θυμίζοντας βιβλική καταστροφή. Η Μαυροζούμενα , σαν θεριό ανήμερο, βρυχιόταν ψηλά στη Δέση και η στάθμη του νερού είχε αρχίσει να ανεβαίνει.

Ο Γιώργης και ο Γιάννης δεν εργάζονταν εκείνη την ημέρα. Είχαν κατέβει στο καφενείο , στη πλατεία του χωριού, να πιούν καφέ και συζητούσαν για τις δουλειές τους. Ήταν και δυο νέοι, γεροί,  ανθεκτικοί και εργατικοί από γεννησιμιού τους. Ο μεν Γιάννης  ήταν παντρεμένος στη Βαλύρα, ο δε Γιώργης, με τη γυναίκα του Ευγενία ,και τον δύο χρονών γιο τους Στάθη , είχαν βολευτεί μόνιμα στο μύλο, που τους διευκόλυνε να προσέχουν μην κλέψει κανένας τη σοδιά των χωριανών, το σιτάρι και το κριθάρι, που πήγαιναν οι αγρότες για άλεσμα, τα οποία όλη τη χρονιά καλλιεργούσαν και μοχθούσαν, μέχρι να δώσουν άριστο καρπό, στον ευλογημένο κάμπο της Βαλύρας.

-Τι καιρός είναι τούτος που μας βρήκε σήμερα; Από το πρωί ρίχνει καρεκλοπόδαρα και δεν λέει να σταματήσει. Μου φαίνεται πολύ μπαμπέσικος, είπε ο Γιώργης προβληματισμένος.

-Μην ανησυχείς, μπόρα είναι, θα περάσει. Μέχρι το απόγευμα θα καθαρίσει ο ουρανός. Δυο χρόνια τώρα και δεν έχεις συνηθίσει τις ξαφνικές μπόρες; παρατήρησε χαμογελώντας κάτω από το μουστάκι του ο Γιάννης.

-Με την Ευγενία έχω πρόβλημα. Είδε τη στάθμη του νερού ν΄ ανεβαίνει και φοβήθηκε πολύ. Στέγνωσε ο λαιμός της και μαύρισαν τα χείλη της από τον φόβο. Άρπαξε το παιδί στην αγκαλιά της τρομαγμένη και μου δήλωσε:

-Παίρνω το παιδί και φεύγω. Θα πάμε να μείνουμε στη Καλαμάτα, στου αδελφού σου το σπίτι, για καλό και για κακό.

-Πού να πας να μείνεις εκεί; να τους αναστατώσεις άδικα, της  απάντησα.

-Όχι ,θα τρέχουμε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα να βρούμε σπίτι! Μόνο ο Αι Γιώργης είναι ανοιχτός τη νύχτα στη Βαλύρα και φυλάει τους αποθαμένους, απάντησε εκείνη νευριασμένη.

- Και πέρυσι τον χειμώνα τα ίδια είχαμε ,και τίποτα δεν συνέβη . Ηρέμησε της είπα.

-Όχι επέμενε εκείνη. Πέρυσι ήταν αλλιώς. Κοίτα, δες και μόνος σου, πόσο αλλόκοτο είναι φέτος το ποτάμι. Είναι αγριεμένο και ανεξέλεγκτο. Έχει σηκώσει το σώμα του σαν οχιά και περιμένει με ανοιχτό το στόμα να μας καταπιεί ολόκληρους!

-Άντε..άντε, έχεις μουρλαθεί από τον φόβο σου κακομοίρα , της είπα. Ηρέμησε και θα προσέχουμε. Θα κατέβω στη πλατεία να βρω τον Γιάννη, να δω τι λέει κι εκείνος, αν μπορεί να μας φιλοξενήσει απόψε στο σπίτι του.

-Μακάρι να μπορούσα, απάντησε ο Γιάννης, αγχωμένος από το απροσδόκητο αίτημα του φίλου του. Γνωρίζεις πόσο είμαστε  ζορισμένοι στο σπίτι, σηκώνουμε τις καρέκλες στη κουζίνα όρθιες για να μην πατήσει ο ένας πάνω στον άλλο. Όμως μην ανησυχείς. Αν δείτε ότι τα πράγματα είναι επικίνδυνα, αφήστε τα όλα και φύγετε αμέσως, κάπου θα βρούμε να μείνετε.

Έφυγε ο Γιώργης σκεπτικός και επέστρεψε κοντά στη γυναίκα του και στο παιδί τους. Είχαν στο μύλο τη βόλεψή τους. Τα στρωσίδια τους, τις ζεστές καμηλό κουβέρτες, τα αναμμένα κούτσουρα , το ξύλινο κρεβατάκι του παιδιού και το καθημερινό φαγητό τους, έτοιμο στο τσουκάλι. Κάθονταν κουλουριασμένοι στα ζεστά τους και κάπου κάπου έριχναν καμιά ματιά να δουν πόσο ανεβαίνει η στάθμη του νερού στο ποτάμι. Μέσα στο κτίσμα του μύλου, αισθάνονταν προστατευμένοι, λες και ήταν ο χώρος τους μια μεγάλη εκκλησιά που δεν μπορούσε να την γκρεμίσει ούτε ο πιο δυνατός τυφώνας.

Εκεί που τα βλέφαρά τους έγειραν βαριά, ένα κύμα με τόνους ύδατος διέρρηξε απότομα την κύρια είσοδο του μύλου και το νερό όρμησε σαν Χάρος στο μισοσκόταδο , εκείνη την αλησμόνητη και κρύα νύχτα , ξημερώνοντας 26 του Οκτώβρη! Πριν βυθιστεί τούτο το καράβι της στεριάς, άρπαξαν το παιδί στην αγκαλιά και ανέβηκαν έντρομοι στη στέγη του κτίσματος που έμεναν, για να σωθούν.

- Βοήθεια χωριανοί , πνιγόμαστε φώναζε με όση δύναμη είχε η Ευγενία , καθώς ο Γιώργης έβλεπε από ψηλά τη περιουσία τους που χανόταν, και δεν άξιζε πλέον ούτε μια δεκάρα.

-Ντροπή σου που δεν νοιάστηκες να φύγουμε έγκαιρα, του είπε με μένος η Ευγενία. Το νερό ανέβαινε κι εσύ δεν το έβλεπες. Ήθελες να    βρικολακιάσουμε εδώ στο μύλο. Οι αφτουλάρες σου ήταν κλειστές, δεν άκουσες τίποτα απ΄ όσα σού  είπα από χθες το πρωί.

-Μη μιλάς έτσι, κράτα τη ψυχραιμία σου και μη βαρυγκωμάς, γιατί θα πέσω στο νερό με το παιδί και να δω τι θα καταφέρεις από κει και πέρα μόνη σου, πώς θα τα βγάλεις πέρα. Ο μύλος είναι καινούργιος και γερός. Θα αντέξει. Θα έρθει σε λίγες ώρες να μας βοηθήσει όλο το χωριό!

-Οι δρόμοι είναι θεοσκότεινοι και το κακό ατέλειωτο, δεν θα ξεφουσκώσει το ποτάμι, σάβανο θα φορέσουμε σήμερα, άρχισε να μοιρολογάει ξυλιασμένη από το κρύο η Ευγενία, σφίγγοντας το παιδί στην αγκαλιά της.

Το πνεύμα του θανάτου αιωρείτο απειλητικά πάνω από τα κεφάλια τους, τα σκυλιά αλυχτούσαν τρομαγμένα και η απόγνωση βύθιζε την άμοιρη γυναίκα, όλο και πιο πολύ, σε έντονο παραλήρημα, ώσπου ακούστηκε η βραχνή φωνή μια γριούλας ,που έφτασε πρώτη στον τόπο του στυγερού εγκλήματος.

-Θάρρος κόρη μου, έρχονται όλοι να σας βοηθήσουν.

Ο Γιάννης στο σπίτι του στο χωριό, ήταν ανήσυχος και μάτι δεν έκλεισε όλη τη νύχτα.

Έτρεξε, πριν ξημερώσει στο μύλο, κι όταν είδε ότι δεν έχει καμία δυνατότητα πρόσβασης και   η άτυχη οικογένεια είναι εγκλωβισμένη στη στέγη του κτίσματος ,ξεσήκωσε ολόκληρο το χωριό στο πόδι. Άρχισε να κτυπάει η καμπάνα στον Άγιο Θανάση δυνατά, οι άνδρες πήγαιναν μπροστά και πίσω έτρεχαν οι γυναίκες με τα αμούστακα παιδιά, ρωτώντας τι χρειάζεται να κάνουν για να βοηθήσουν να σωθούν οι μυλωνάδες τους.

Πώς όμως να αναχαιτίσουν την ορμή των υδάτων, που ως αγριεμένοι χείμαρροι κατέβαιναν συνέχεια και παρέσυραν τα πάντα στο πέρασμά τους; Ούτε να κολυμπήσει μπορούσε κανένας σε τέτοιες απρόβλεπτες συνθήκες. Κάποιοι έτρεξαν με τα άλογα να ειδοποιήσουν στη Μεσσήνη για να φέρουν βάρκα. Κάποιοι άλλοι σκέφτηκαν να δέσουν χοντρούς κορμούς δένδρων σε μακριά τριχιά και να προσεγγίσουν τους εγκλωβισμένους. Μακριά τριχιά δεν είχαν. Το κακό τους βρήκε απροετοίμαστους και με γυμνά τα χέρια.

Έτρεξαν στη πλατεία να ξυπνήσουν το έμπορο του χωριού , να τους δώσει τριχιά. Κτυπούσαν επίμονα την πόρτα του μαγαζιού του, αλλά εκείνος δεν άκουγε πάνω στο σπίτι του για να τους ανοίξει. Κουρασμένος κοιμόταν βαθιά, έριξε μια ματιά στο ρολόι του, είδε ότι ήταν έξι το πρωί και γύρισε από το άλλο πλευρό.

Κατέβαινε  αθεόφοβε, κατέβαινε γρήγορα γιατί θα σε καταραστεί ο Θεός και δεν θα λιώσεις στο μνήμα σου, φώναζαν οι γιαγιάδες, αλλά εκείνος "αγρόν ηγόρασε".

Δεν ήταν η πρώτη φορά που πλημμύριζε η Μαυροζούμενα, αλλά ήταν η πρώτη φορά που η ιστορία στιγμάτισε το χωριό με τέτοια βαθιά μελανιά. Όλοι βρέθηκαν απροετοίμαστοι εμπρός σε μία τεράστια καταστροφή, με απροσδόκητη και άκρως δυσμενή εξέλιξη.


             Ο χειμωνιάτικος νερόμυλος της Βαλύρας.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

Κάθε χρόνο το νερό στο ποτάμι παρέσυρε δένδρα, έπνιγε ζώα και ισοπέδωνε τα ποτιστικά, τους κήπους και τους μπαξέδες ,κοντά στις όχθες του.  Όμοιο με τούτο το κακό δεν είχαν αντικρίσει ξανά οι χωριανοί.

Επέστρεψαν τα παιδιά άπρακτα στο μύλο, χωρίς τριχιά και οι γιαγιάδες κλαίγοντας.

Τα δάκρυά τους είχαν γίνει ένα με τη βροχή, κάτω από το υγρό τσεμπέρι τους, που έσταζε απελπισία και απόγνωση, στα κοκκινισμένα τους βλέφαρα.

Και τότε, σκίστηκε η γη στα δυο και πρόβαλε όρθιο το θεριό, σαν μαινόμενη υδάτινη χοάνη στον αέρα, ο αγώνας για τη ζωή έγινε αδυσώπητος και η θανατική έκβαση τετελεσμένη ,εμπρός στο ασίγαστο πάθος και τη δυνατή ροή των ασταμάτητων χειμάρρων. Κατέρρευσε ο μύλος που πρόβαλε τη τελευταία γενναία αντίσταση, κρατώντας δεμένα γερά τα λιθάρια του, πάνω στα σταθερά θεμέλια του. Ένα κύμα θανάτου έσκασε με λύσσα στο άγιο στέρνο στης Ευγενίας και της ξερίζωσε το τριαντάφυλλο της καρδιάς της, αρπάζοντας βίαια τον τρυφερό άγγελο από τα χέρια της.

- “Παναγία μου , το αγγελούδι μου”, αυτή ήταν η τελευταία της κραυγή, καθώς τα μάτια της παρέμειναν καρφωμένα ψηλά, προς την Ιερά Μονή της Παναγίας Βουλκανιώτισσας.

-Ήμαρτον Κύριε, ψέλλισε ο Γιώργης , καθώς έπεφτε με ορμή στα κατώγια του Άδη.

-Θεούλη μου, Θεούλη μου, ολόλυζαν οι γυναίκες και χτυπούσαν τα χέρια τους πάνω στη καρδιά τους, που είχε φύγει από τη θέση της από τον ανείπωτο θρήνο.

-Έφυγαν αλειτούργητοι οι άνθρωποι, έλεγαν οι γιαγιάδες με γουρλωμένα μάτια, εμπρός στο απερίγραπτο κακό. Έστυβαν τα τσεμπέρια τους γονατισμένες, λασπωμένες και βρεγμένες ολόκληρες, τα τύλιγαν σαν μαύρη κούκλα της ανελέητης μοίρας των μυλωνάδων στην αγκαλιά τους, και θρηνούσαν τους αδικοχαμένους, πάνω σε σκληρά λιθάρια.

Η Βαλύρα φόρεσε την πένθιμη φορεσιά της και η καμπάνα χτυπούσε λυπητερά για σαράντα ημέρες. Όταν χόρτασε το θεριό και κόπασε το κακό , τα νερά κατέβηκαν σημαντικά, και όλοι άρχισαν, δημόσιες αρχές και χωριανοί ,να ψάχνουν για να βρουν τα λείψανα της άτυχης οικογένειας. Στα χίλια μέτρα από τον μύλο, βρέθηκε το ανδρόγυνο. Τους έθαψαν κανονικά, με νεκρώσιμο ακολουθία. Το δε αγγελούδι τους ,το αγιασμένο σώμα του μικρού Στάθη ,δεν το έβρισκαν για μία εβδομάδα. Κι όμως , εκείνο το άτυχο παιδί, που δεν πρόλαβε ν΄ ανοίξει τα μάτια του για να δει τη ζωή τού φθαρτού τούτου κόσμου, το εντόπισαν κάτω από μία πλουμιστή πορτοκαλιά , που το νανούριζε γλυκά στις ρίζες της. Βρέθηκε μετά από μία εβδομάδα το τρυφερό κορμάκι του δαγκωμένο από τα άγρια σκυλιά, που πεινασμένα κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων, στη πονεμένη και γδαρμένη ,από την οργή της φύσης, γη της Βαλύρας. Το παρέλαβε ο νονός του Κώστας Φεφόπουλος, τυλιγμένο σε λευκό σεντόνι, το καθάρισαν οι μοιρολογίστρες με ξύδι και το άλειψαν με λάδι. Έραναν το πρόσωπό του με αγιασμό   από τον Άγιο Θανάση και το έθαψαν πλάι στους γονείς του. Όταν κατέβηκε η στάθμη του νερού, πλησίασαν τα μικρά παιδιά με φόβο στη γέφυρα του χωριού, και πετούσαν μέσα στο νερό πέτρες, εκτονώνοντας τον θυμό τους, που έπνιξε τους μυλωνάδες και τον μικρό Σταθάκη τους.

Ένα ατέλειωτο γιατί άρχισε να βασανίζει όσους βίωσαν τούτο το συνταρακτικό γεγονός, για χρόνια ολόκληρα στη Βαλύρα. Τη ψυχική ένταση και τις ενοχές που τους προκάλεσε το τραγικό συμβάν, μετέφεραν παραστατικά οι παλαιότεροι στις επόμενες γενιές. Όλοι έψαχναν να βρουν τον φταίχτη, πίνοντας καφέ της παρηγοριάς και τρώγοντας ξερό παξιμάδι στα καφενεία της Βαλύρας , κι όλο έλεγαν:

Ο συνεταίρος φταίει που δεν τους φιλοξένησε, ο τρισκατάρατος στη πλατεία είναι υπεύθυνος που δεν άνοιξε το μαγαζί του να δώσει στα παιδιά μακριά τριχιά, το κράτος είναι υπεύθυνο που δεν έστειλε στρατιωτικό μέσο , δεν προσυδάτωσε αεροπλάνο, ή δεν ήρθε ελικόπτερο για να τους παραλάβει, η υπερηφάνεια του μυλωνά είναι υπεύθυνη που υπολόγισε λάθος και νόμισε ότι μπορεί να τα βάλει επιτυχώς με τα θηρία της φύσης , όλοι μας φταίμε γιατί δεν προνοήσαμε και η φυσική καταστροφή μας βρήκε απροετοίμαστους.....κι άλλα πολλά έλεγαν. Όμως ,μάταια προσπαθούσαν να εξιχνιάσουν, να ερμηνεύσουν και να εξηγήσουν τις αλλόκοτες κινήσεις της φύσης. Τα ασήμαντα κατέστησαν σημαντικά, τα υπάρχοντα υποβαθμίστηκαν, και η ασφάλεια της ζωής ανέβηκε σε αξία. Άρχισαν να έχουν βαθύτερες φιλοσοφικές αναζητήσεις, και περισσότερη πίστη στο Θεό οι άνθρωποι που βίωσαν το επώδυνο γεγονός.

Μία ημέρα, ένας γέροντας, σε ένα από τα παλιά καφενεία της Βαλύρας, τέντωσε τον λαιμό του, πήρε μια βαθιά ανάσα, κι αφού στηρίχθηκε καλά στη μαγκούρα του, τους είπε με στωικό ύφος :

- “Κάποτε ένας συγχωριανός μας, λάμβανε συστηματικά μέτρα προστασίας και πρόληψης μην πάθει κανένα κακό. Φορούσε τριπλά ρούχα τον χειμώνα μην τον περονιάσει το κρύο, έπλενε τα χέρια του καλά, και έπαιρνε ανελλιπώς έναν υπνάκο το μεσημέρι, χειμώνα ή καλοκαίρι, για να ξεκουραστεί μετά την εργασία του. Στον δρόμο πήγαινε άκρη στο πεζοδρόμιο μην τον πατήσει κανένα ζωντανό και χαιρόταν που όλα τα κατάφερνε μια χαρά μόνος του, και ποτέ δεν αρρώσταινε. Επειδή δεν καταλάβαινε ότι όλα τα καλά τα δίνει ο αγαθός Θεός στον άνθρωπο, ποτέ δεν ένιωσε την αίσθηση της ευγνωμοσύνης προς τον Ύψιστο, βυθισμένος στην φιλαρέσκειά του. Όμως μια νύχτα, έφυγε ακοινώνητος. Έπεσε η τράβα που στήριζε τη σκεπή στη κρεβατοκάμαρα του και του συνέθλιψε το κεφάλι, καθώς κοιμόταν αμέριμνος στο ζεστό κρεβάτι του. Κάντε τον σταυρό σας, να μας λυπηθεί ο Θεός κι άλλο μεγάλο κακό, σαν ετούτο, να μη δει ξανά ο τόπος μας”.

Ο πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος , ο άξιος ιερέας του χωριού, ανέλαβε να παρηγορήσει κάθε ψυχή στη Βαλύρα και τους συγγενείς των αδικοχαμένων ,για πολλά και συνεχή χρόνια.

-”Πρέπει να φυλάμε ασάλευτη και σταθερή τη πίστη μας και να ευχαριστούμε τον Θεό με μετάνοια για τις αμαρτίες μας αδελφοί μου. Να είμαστε σώφρονες και ταπεινοί και όχι θηριόγνωμοι λύκοι ,στη πρόσκαιρη τούτη ζωή . Ο Κύριος είπε “ου βούλομαι το πλάσμα μου απολέσθαι, αλλ΄εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν”. Δεν θέλω να χαθεί το πλάσμα που δημιούργησα εγώ ο Θεός ,αλλά να φωτιστεί ο νους του , να δει την αλήθεια της Τριαδικής Θεότητος και να ενδυθεί με τις χάρες του Αγίου Πνεύματος. Οι ψυχές των απολεσθέντων αδελφών μας είναι αθάνατες και συγχωρεμένες , κοντά στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Οι αείμνηστοι αδελφοί μας , μάς υπηρέτησαν με υπευθυνότητα και φώτισαν τον τόπο με τη υπέρτατη θυσία τους. Εκτελέστηκαν όλα τα μνημόσυνα κανονικά για την ανάπαυση των ψυχών των κεκοιμημένων αδελφών μας, και η Βαλύρα προετοιμάζεται, με τη βοήθεια του Θεού, ώστε να μην θρηνήσουμε στο μέλλον άλλα θύματα”.


                                    Νερόμυλος.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

Κατά τα επόμενα χρόνια ,έπνευσαν ούριοι άνεμοι, η μανία της φύσης κόπασε, το νερό στο ποτάμι δεν ανέβηκε σημαντικά, και οι χειμώνες ενέσκηψαν χωρίς σημαντικές εκπλήξεις. Σωριάστηκε το θεριό στη κρύπτη του, ο θάνατος σταμάτησε να ελλοχεύει σε στενά περάσματα και χαμηλά αυλάκια. Η ζωή σιγά σιγά επανήλθε στον κανονικό ρυθμό της, αλλά η Βαλυραίοι δεν γελούσαν όπως άλλοτε. Το μαχαίρι του θανάτου είχε ανοίξει βαθιά πληγή στη καρδιά τους. Ο θαυμαστός ποταμός της Μαυροζούμενας που ήταν τιμή, καμάρι, είδωλο, καύχημα, υπερηφάνεια και λατρεία, είχε φορέσει το ένδυμα της αχαρακτήριστης και απερίγραπτης φρίκης, της ντροπής, της καταισχύνης, ήταν ατίμωση και στίγμα της αλόγιστης συμπεριφοράς του ανθρώπου, εμπρός στις απρόσμενες εκδηλώσεις της οργισμένης φύσης. Το νερό με θρασύτητα δεν διέρρηξε μόνο την είσοδο του μύλου , αλλά ισοπέδωσε το οχυρό της κοινωνικής υπόληψης των Βαλυραίων. Ήταν πλέον καλοί και έντιμοι οι Βαλυραίοι, μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Η ανεπάρκειά τους τους πλήγωνε αφάνταστα. Τα τρία ξεριζωμένα κορμιά των αποθανόντων παρέμεναν σαν μελανές κουκίδες πάνω στον χάρτη της Μεσσηνιακής γης. Γι αυτό , διδάχτηκαν να επαγρυπνούν και να λιγοστεύουν σταδιακά τα λάθη τους, υπερασπιζόμενοι καλύτερα τους εαυτούς τους και το περιβάλλον γύρω τους, αν και σοβαρά έργα υποδομής ποτέ δεν υλοποιήθηκαν στη Βαλύρα.


                             Νερόμυλοι.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

- Ήμουν δέκα ετών το 1947, σαν εσένα, είπε η μητέρα μου Ευγενία , το σωτήριον έτος 1968. Βρέθηκε το παιδί των μυλωνάδων στο κτήμα της γειτόνισσας , στο κάτω μέρος , κοντά στον μπαξέ του παππού σου Ανδρέα , χαμηλά στον Αι Νικόλα, κάτω από μια πορτοκαλιά, εκεί που είναι το μεγάλο λιθάρι, κοντά στο χαντάκι. Γι αυτό, όταν περνάμε από εκείνο το σημείο, κάνουμε τον σταυρό μας και προσέχουμε να μην πατάμε επάνω στις ρίζες της πορτοκαλιάς, ούτε κανένας κόβει πορτοκάλια από εκείνο το δένδρο. Είναι η πορτοκαλιά του μικρού Στάθη, και συνέχισε:

-Ράγισε η καρδιά μου και λύγισαν τα πόδια μου όταν μικρό παιδί η ίδια, είδα κάτω από το δένδρο το άψυχο σώμα του Σταθάκη, κρατώντας το χέρι της γιαγιάς σου, ομολόγησε δακρυσμένη η μητέρα μου.

-Το πήρε η Παναγιά σε ουράνιο παλάτι , εκεί που κάθονται στον θρόνο της και την υμνούν τα αγγελούδια του ουρανού, μου είπε η γιαγιά σου, που είναι το μάτι της καθαρό και η Παναγία τής τα φανερώνει όλα ,από τότε που ήταν κι εκείνη παιδί στην ηλικία σου.

Όταν άκουσα την εξομολόγηση της μητέρας μου Ευγενίας, με την πρώτη ευκαιρία επισκέφτηκα τη γιαγιά μου Κωνσταντίνα για να μου διηγηθεί , από πρώτο χέρι ,τι της φανέρωσε η Παναγία .

-Το αθώο ,αγνό κι ανυποψίαστο παιδάκι, είχε καρφωμένα τα μάτια του ψηλά και χαμογελούσε κάτω από τα μελανιασμένα χείλη του , γιατί κοιτούσε τον Κύριο, είπε η γιαγιά μου και συνέχισε:

Μια χρονιά, όταν ήμουν κι εγώ στην ηλικία σου, θέλαμε να πάμε να βοσκήσουμε τα γιδοπρόβατα του προπάππου σου Αριστείδη. Τη νύχτα ήρθε η Παναγία στον ύπνο μου και μου έδειξε σημεία και τέρατα, τέτοια που ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να φανταστεί!

Στη παλιά εκκλησιά του Αγίου Βλάση, εμφανίστηκε μία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, φοβερή προστασία! Η Παναγία βγήκε μέσα από την εικόνα και πήγε και στάθηκε όρθια αριστερά, πριν περάσουμε τη γέφυρα της Βαλύρας, και πάμε προς την Παναγίτσα.

Τότε άνοιξε η γη από τα Κουβέλια μέχρι την Πύλο, κι ένα κοιμισμένο μαύρο θεριό, κλεισμένο μέσα σε σιδερένια φυλακή, σε σκοτεινό και υγρό υπόγειο, ξύπνησε. Έσπασε τα δεσμά του κι έτρεχε ανεξέλεγκτα πάνω στη γέφυρα, χωρίς να μπορεί κανένας να το συγκρατήσει. Μόνο η Παναγιά το νίκησε. Χτύπησε με τα τρία μαύρα κερατά του πάνω στο στήθος της και αμέσως έπεσε λιπόθυμο  το τέρας στη γη. Τότε άρχισαν να κατεβαίνουν τα φουσκωμένα νερά στο ποτάμι και όλα έγιναν ήρεμα και γαλήνια.

Το πρωί, δεν ξέρω πώς μου έκοψε. και είπα στη προγιαγιά σου Γεωργία το όνειρό μου, ότι θα φουσκώσει το ποτάμι και να μην πάμε τα πρόβατα για βοσκή κοντά στις όχθες της Μαυροζούμενας. Η μητέρα μου με πίστεψε, κι έτσι σωθήκαμε εκείνη την βροχερή ημέρα”.

Ξαναφτιάχτηκε ο μύλος, το νερό το πήρε η κοινότητα , αλλά το κτίριο είναι ακόμη ιδιοκτησία των αείμνηστων συνεταίρων Γεωργίου Φίλια και Ιωάννη Λύρα”, αναφέρει ο  συνονόματος καθηγητής Ιωάννης Δ. Λύρας, στο ιστορικό του αρχείο.

Όμως, τούτο το θεριό παραμένει ανεξέλεγκτο και μη προβλέψιμο κάθε χρόνο, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Χρειάζεται να παραμένουμε σε ετοιμότητα για να αντιμετωπίσουμε , με τη βοήθεια του Θεού , κάθε απρόοπτο συμβάν. Κάθε χρόνο, εκτός από το πρόβλημα ανόδου της στάθμης του ύδατος στο ποτάμι της Μαυροζούμενας, η Βαλύρα αντιμετωπίζει και προβλήματα πλημμύρας, ιδίως στα σπίτια χαμηλά στον Άγιο Νικόλαο, που είναι   κλεισμένα τα χαντάκια. Αυτές οι απρόοπτες καταστάσεις, ανέδειξαν ήρωα τον κύριο Αχιλλέα Μπατάλια, ο οποίος φρόντισε και απεγκλώβισε με ασφάλεια τα ηλικιωμένα άτομα στα πλημμυρισμένα σπίτια της συνοικίας στον Άγιο Νικόλαο, κατά τα προηγούμενα έτη. Ο Θεός να ανταποδώσει τη προσφορά του σε ουράνιο πλούτο , και το λαμπρό παράδειγμά του να μιμηθούν οι νεότεροι και οι περισσότεροι.


          Ο κ. Αχιλλέας Μπατάλιας μετά της συζύγου του. Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

Είναι σκληρό να λακτίζεις παλιές πληγές, γιατί ποτέ δεν γνωρίζεις τι θα έλθει στο φως. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι δυνατόν να απωθείς στο ασυνείδητο τα ιστορικά δεδομένα ενός τόπου, όταν η μνήμη ανθίσταται και επιμένει να τα φέρει στην επιφάνεια. Μία σολομώντεια λύση που να ικανοποιεί όλους, σχετικά με την προστασία της Βαλύρας από φυσικές καταστροφές, ακόμη δεν έχει βρεθεί. Αν και πολλά μπορούν να ειπωθούν αποστεριόρι, η αλήθεια είναι ότι η ανήκεστος βλάβη, η ανθρώπινη τραγωδία, έστω και με τα μέσα της εποχής του 1940, με καλό συντονισμό και σωστή εκπαίδευση των κατοίκων, θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί.

Αείμνηστοι αδελφοί μας στη αντίπερα όχθη, Γεώργιε, Ευγενία και μικρέ Ευστάθιε, η Βαλύρα σάς αποτείνει φόρο τιμής .Ο  Κύριος να σας αναπαύει αιωνίως στην Ουράνια Βασιλεία του.  


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

14/2/2022

Δεν υπάρχουν σχόλια: