Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Με Οικογενειακή Αγάπη και Θαλπωρή, εμπρός στο Αναμμένο Τζάκι

 

                                       Φωτο: κα Αγάπη  Συκιωτάκη -Μπουρολιά



Το κρύο αντρειώνεται σιγά-σιγά και στα όμορφα τζάκια της Βαλύρας πήραν φωτιά τα κούτσουρα, μαζεμένα επιμελώς στον κάμπο και στις ραχούλες του χωριού, από τους προκομμένους καλλιεργητές της εύφορης γης μας. Σκεπασμένα στις αυλές, μακριά από την υγρασία και τις ξαφνικές μπόρες του χειμώνα, καμαρώνουν ετοιμοπόλεμα για την επιτέλεση του ιερού σκοπού τους, τα ξύλα από τα κλαδεμένα δένδρα του χωριού.

Καθισμένοι οι σύγχρονοι Βαλυραίοι εμπρός στις χρυσοπόρφυρες φλόγες, φιλοσοφούν τη ζωή, όπως και οι αείμνηστοι παππούδες μας, μετά την κούραση της ημέρας, και ζεσταίνουν το εργατικό κορμί τους, μαζί με την ψυχή που ζητά θαλπωρή. Ευλογία Θεού ήταν για τους παππούδες μας το αναμμένο τζάκι, το οποίο κανέναν δεν αφήνει ασυγκίνητο και στις ημέρες μας.

Μαζί με τη ζεστασιά στο κορμί φλογώνει το συναίσθημα, ζεσταίνεται η ψυχή, ζαχαρώνει το στόμα ο νους και ρέουν λόγια ζάχρυσα.

Και τι δεν μού θύμισαν τα αναμμένα τζάκια στο χωριό μας!

Καθώς η θεια- Σταυρούλα ξεκάμπιαζε τα χειμωνιάτικα λαχανικά στον κήπο του σπιτιού της στο Μπιζάνι, κατά τη δεκαετία του 1960, ξεκάρφωτος πρόβαλε, με λόγια ασυνάρτητα, ο αείμνηστος γερο- Γιώργης , ο εργατικός και θεοσεβούμενος άνδρας της. Ένας κόμπος έσφιγγε τον λαιμό του και ο λόγος του πνιγόταν στον χείμαρρο της απελπισίας του.

-Τι έπαθες χριστιανέ μου και κάνεις έτσι; τον ρώτησε αλαφιασμένη η αλησμόνητη αρχόντισσα.

- Τότε το στόμα του πήρε εμπρός και η γλώσσα  έτρεχε σαν ροδάνι.

-Το τραγί, χάθηκε το τραγί στον κάμπο ξεστόμισε.

Τι ήθελε και το είπε; Η Γιώργαινα ανασήκωσε τη μαντήλα της, σκούπισε με την άκρη το ιδρωμένο μέτωπό της, και άρχισε την ανάκριση:

-Πώς χάθηκε το τραγί; Άνοιξε η γη και το κατάπιε;

-Μπερδεύτηκε στη συννομή των τσοπάνηδων στον κάμπο, ύστερα έτρεξα να το προλάβω, αυτό πήγε προς τον βάλτο, του  φώναξα να γυρίσει, αλλά σε μια στιγμή, σαν αστραπή , χάθηκε από τα μάτια μου. Όσο κι αν έψαξα, δεν το βρήκα!

-Θα έπεσε μέσα σε καμιά γούβα ή κανένα παλιό πηγάδι, είπε με γουρλωμένα τα μάτια και ανασηκωμένα τα φρύδια,  αγχωμένη η Γιώργαινα.

-Αυτό; ή μήπως το ρούφηξε ο βάλτος; Γιατί ούτε κιχ δεν ακούστηκε. Αν ήταν ζωντανό δεν θα βέλαζε;

-Θεός και Απόστολος , με το κακό που μάς βρήκε σήμερα! Πήγαινε να αλλάξεις γρήγορα και να φας.

-Με τόση πίκρα, μπουκιά δεν κατεβαίνει στο στόμα μου.

-Πήγαινε χριστιανέ μου να αλλάξεις, είσαι βρεγμένος μέχρι τα μπούνια. Να καθίσεις κοντά στο τζάκι να ζεσταθείς που έχουν γεμίσει τα πόδια σου χιονίστρες, μέσα στο κρύο και στην υγρασία όλη την ημέρα.

Ζεματούσε το νερό στο τσουκάλι στο τζάκι, ανελλιπώς κάθε βράδυ η Γιώργαινα έκανε ποδόλουτρο με σπιτικό σαπούνι στον κουρασμένο άνδρα της, και τύλιγε τα πόδια του στο μάκτρο της αγάπης της.

Θεία ευχαριστία ήταν η μπουκιά στο τραπέζι, καθώς οι πυρόξανθες σαλαμάνδρες έκλεβαν την παράσταση. Το ρίγος και η ανατριχίλα της παγωνιάς υποχώρησαν, παίρνοντας μαζί τους τις ρυτίδες της μεγάλης κατήφιας, στο πρόσωπο του κουρασμένου αγρότη.

-Θέλεις μυζηθρόπιτα; ρώτησε η προκομμένη νοικοκυρά, έβρασα και γλυκό μωροσίταρο, είπε για το καλαμπόκι της νέας σοδειάς τους.

Ένα μπουρίνι ξεθύμανε πάνω στη στέγη του σπιτιού, αλλά ούτε που άγγιξε τα γεροντάκια. Τους είχε τυλίξει καλά η ζεστασιά, εμπρός στο παραδοσιακό, χωριάτικο τζάκι, και πάνω στα χειμερινά στρωσίδια στην κουζίνα, στις πολύχρωμες κουρελούδες , υφασμένες στον αργαλειό του σπιτιού.

Νάσου και ο γιος τους ο Κώστας, άνοιξε διάπλατα την αυλόπορτα και μπήκε μέσα φουριόζος και βρεγμένος πατόκορφα, μαζί με το τραγί.

-Πού το βρήκες παιδάκι μου; ρώτησε η μητέρα του τρέχοντας κοντά του με χτυποκάρδι .

-Εκεί που το άφησε ο πατέρας μάνα, είπε εκείνος προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή του, καθώς το νερό της βροχής κυλούσε ποτάμι πάνω στο  σώμα του.

Ρούχα ζεστά σιδέρωσε η Γιώργαινα, τα ακούμπησε πάνω στην ψάθινη καρέκλα κοντά στο τζάκι, και ετοίμασε στο κατώγι στο πλυσταριό μία βαθιά λεκάνη με ζεστό νερό για να πλυθεί το παλικάρι της.

Κατέφθασε και ο Νίκος, το πεντάχρονο γειτονόπουλο, με ένα μπρούτζινο αεροπλανάκι, μπήκε από την αυλόπορτα και πήγε κατευθείαν να καθίσει κοντά στο τζάκι, για να ζεστάνει τα κοκκινισμένα δάκτυλά του, που είχαν κοκαλώσει από το κρύο. Στο ένα χέρι κρατούσε τη μυζηθρόπιτα που τον φίλεψε η θεια-Σταυρούλα, και στο άλλο το πετούμενο όνειρό του, καθώς με οίστρο, σαν της αλογόμυγας, θέριζε πέρα-δώθε τους ψηλούς ουρανούς της πέτρινης κουζίνας τής Γιώργαινας.

Κάθισε ο Κώστας φαρδιά-πλατιά, καθαρός και σιωπηλός μπροστά στο φλογισμένο τζάκι. Τα μάτια του χάθηκαν στις μαγικές διαδρομές της ψηλής φλόγας, και τα πνευμόνια του άνοιξαν βαθιά, καθώς οι μυστικές ευωδίες , από το φασκόμηλο, τα κυπαρίσσια και τις ξεραμένες φλούδες των εσπεριδοειδών, κάπνιζαν εμπρός στα κρεμασμένα παραδοσιακά λουκάνικα, για να ετοιμάσουν τον λαχταριστό μεζέ για την Πρωτοχρονιά και την Τσικνοπέμπτη που θάρχονταν.

Έτσι, σαν εσένα Στασινέ , ένα όμορφο παλικάρι, μοσχοαναθρεμένο και μονάκριβο ήταν ο αείμνηστος Κώστας, η μεγάλη αγάπη της μάνας του και το καμάρι του πατέρα του.


                                             Φωτο: κος Στασινός Μπόβης

Έχεις δίκιο Αγάπη , φωτεινή ψυχή της Βαλύρας, “ το φως είναι αυτό που σε οδηγεί στο σπίτι και η ζεστασιά είναι αυτό που σε κρατάει εκεί”.

Η κυρία Βούλα στο αρχοντικό της, απέναντι από τον Άγιο Αθανάσιο, ξέντυσε τη νυφούλα της, το όμορφο τζάκι της , για καλό σκοπό. Εμπρός στη πύρα και στη μεγάλη λάμψη φλογώνει η καρδιά, και με ζέση η ψυχή δαμάζει το θεριό τής εσωτερικής παγωνιάς.


                                                    Φωτο: κα Βούλα Φειδά


Ω! Θόλωσε το βλέμμα σου από το κρύο στο Road Island κύριε Γιώργο; Θα σου ψήσει η κυρά Ελένη μία μεγάλη λιχουδιά στο τζάκι, μπουναμά για το νέο έτος , και ο αγιο-Βασίλης από την καμινάδα θα φέρει δώρα χρυσής υγείας και ευρωστίας. Το γνωρίζεις καλά από παιδί . Η Άνοιξη της νέας χρονιάς στολίζεται πάντα με ηλιόλουστες και ανθισμένες ημέρες.

-Τ΄ακούς Μαρία μου; έπεσε η θρακιά, πήγαινε να ξαπλώσεις στο κρεβάτι σου.

-Όχι, όχι τώρα μάνα μου!

- “Ρίξε στο παιδί μία κουβέρτα Ασπασία”, είπε ο αείμνηστος Φώτης, στο όνειρο της δίδυμης Μαρίας. “Το παιδί θα κοιμηθεί απόψε μπροστά στο αναμμένο τζάκι”.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

7/12/2022


Δεν υπάρχουν σχόλια: