Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Το Νόημα της Ζωής στης Μεσσηνίας τον Επίγειο Παράδεισο

 

                               

                                                           Φωτό: Αrt Nab Collection

Το έτος 1955 ο κυρ Μανώλης ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στην Καλαμάτα! Μετά από έναν χρόνο γάμου, απέκτησε μία υγιέστατη ομορφοκόρη, που έμελλε να είναι το μοναδικό παιδί της οικογενείας του. Διατηρούσε επιτυχώς ένα ραφείο, κληρονομιά από τον πατέρα του, και καλλιεργούσε 10 στρέμματα ελαιοπερίβολα λίγο έξω από την Καλαμάτα, στο χωριό της αείμνηστης μητέρας του. Όμως, άλλα υπολόγιζε εκείνος και άλλα του επεφύλαξε ο αδίστακτος  χρόνος, μέχρι που    συναντήθηκε αληθινά  με την κόρη του, στην Μεσσηνίας τον  Επίγειο Παράδεισο.

Όποιες κι αν ήταν οι δυσκολίες στη ζωή του,  ο κυρ Μανώλης   όλα τα κατάφερνε με τον τίμιο ιδρώτα του, και τιμούσε   τη   γυναίκα του ως αρχόντισσα και κυρά της καρδιάς του και   της όμορφης οικίας του . Πέρασαν τα χρόνια, η θυγατέρα αρίστευσε στο σχολείο, πέρασε στη Νομική Αθηνών και δεν επέστρεψε έκτοτε για μόνιμη εγκατάσταση στην Καλαμάτα. Πάραυτα, οι δυο γονείς της , με πίστη στον Θεό και μεγάλη υπομονή, φρόντιζαν να ανταπεξέλθουν στη μοναξιά, με την παρηγοριά ότι το παιδί τους είναι καλά και ακολούθησε την επιστήμη που  επιθυμούσε . Την περίμεναν με λαχτάρα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα  και δέκα ημέρες το Καλοκαίρι…δυστυχώς μερικές φορές ούτε αυτό ήταν εφικτό.


                                                  Φωτό: Art Nab Collection

Όταν ο κυρ Μανώλης συνταξιοδοτήθηκε και πώλησε το ραφείο του σε έναν μικρής ηλικίας βοηθό του, η Κατερίνα πρότεινε στους γονείς της να ανέβουν στην Αθήνα , να  μένουν όλοι μαζί . Εκείνοι, αν και  δοκιμαστικά έμειναν μαζί της για περίπου δύο μήνες,   είχαν μάθει αλλιώς και δεν   άντεξαν τον περιορισμό στη μεγαλούπολη. Γι΄ αυτό συνειδητά αποφάσισαν να μην εγκαταλείψουν την οικογενειακή στέγη τους, με την όμορφη αυλή και τα μοσχολούλουδα, και να περιοριστούν σ΄ ένα διαμέρισμα στην αχανή και απρόσωπη   πρωτεύουσα. Περνούσαν τα χρόνια, περιμέναν να δουν νυφούλα την Κατερίνα, να τους  χαρίσει εγγονάκια, αλλά ο καιρός οικτρά τους απογοήτευσε. Η μεγαλοδικηγόρος ήταν αφιερωμένη στο επάγγελμά της, είχε άπειρες υποθέσεις να  τακτοποιήσει, μάλιστα είχε προσλάβει και δύο νεαρούς βοηθούς ,  το γραφείο της  διαρκώς  διευρυνόταν, προς ικανοποίηση των πελατών της,  ενώ η προσωπική της ζωή είχε απίστευτα συρρικνωθεί.


                                                  Φωτό: Art Nab Collection

Η μητέρα της ήταν ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και συσσώρευε αθέλητα  εντός της άπειρη στεναχώρια. Παρέμενε για χρόνια   σκυθρωπή και βαθύτατα θλιμμένη, ουδέποτε εξωτερίκευσε τα συναισθήματά της , για να μην πικράνει κανέναν γύρω της με τον αρνητικό λόγο της. Σε ηλικία 60 ετών, έδωσε   την τελευταία μάχη και έφυγε από   από τη ζωή, λόγω της επάρατης νόσου. Περίλυπος βαθύτατα ο κυρ Μανώλης, αφού για μήνες  βράδιαζε στο μνήμα της αγαπημένης του , το πήρε απόφαση ότι δεν μπορεί να την αναστήσει. Για   πέντε ολόκληρα χρόνια, σε ηλικία 75 ετών, παρέμεινε στο σπίτι του κλεισμένος, και μόνο τις Κυριακές πήγαινε στον ιερό ναό της Υπαπαντής για να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων, προσκομίζοντας πρόσφορο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της. Βλέποντας η κόρη του ότι χρειάζεται ο πατέρας της    βοήθεια, τον έπεισε και τελικά  μετακόμισε μαζί της στην Αθήνα. Η Κατερίνα προσέλαβε μία νεαρή κυρία που τον φρόντιζε ανελλιπώς,  τέσσερις ώρες καθημερινά, στη συνέχεια, φεύγοντας κλείδωνε την εξώπορτα, γιατί διαγνώστηκε άνοια στον ογδοντάχρονο κυρ Μανώλη και ήταν επικίνδυνο μήπως   ασυναίσθητα βγει εκτός σπιτιού , χαθεί και /ή κινδυνεύσει στους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας στην Αθήνα.


                                                Έργο του Harry Wilson Watrous

Μια φευγαλέα αγκαλιά δεχόταν καθημερινά  από την πολυάσχολη θυγατέρα του.  Πού  χρόνος να καθίσει να του μαγειρέψει; Η ίδια είχε ξεχάσει πώς βάζουν την κατσαρόλα στη φωτιά. Μέχρι και τις Κυριακές τον εκκλησιασμό του στερήθηκε ο  δυστυχής, γιατί η   κατάκοπη δικηγόρος   για να ανακάμψει κοιμόταν  μέχρι το μεσημέρι στις  αργίες. Στη συνέχεια παράγγελνε πλούσιο φαγητό και  το μοιράζονταν οι δυο τους καθισμένοι απέναντι στο τραπέζι. Το μυαλό της ήταν διαρκώς απασχολημένο, αλλά    απαντούσε με ευγένεια και χαμόγελο στον πατέρα της, τον οποίο αγαπούσε και δεν ήθελε να πικράνει, ούτε να ζαλίσει με τα δικά της προβλήματα.

-Αύριο φεύγω για την Καλαμάτα παιδί μου, ανακοίνωνε αποφασιστικά κάθε πρωί ο κυρ Μανώλης , και εκείνη του απαντούσε χαμογελαστά για να τον ηρεμήσει:

- Η βαλίτσα σου είναι έτοιμη μπαμπά μου. Σε παρακαλώ, περίμενε μέχρι την Κυριακή, έχω κανονίσει να φύγουμε μαζί, έχω παραγγείλει στον κυρ Δημήτρη, έναν γνωστό τους οδηγό ταξί, να έλθει να μας παραλάβει την Κυριακή μετά το μεσημέρι!

Περνούσε ο καιρός, κι ο κυρ Δημήτρης δεν εμφανιζόταν. Ο κυρ Μανώλης  άνοιγε και έκλεινε διαρκώς μία μικρή βαλίτσα που του είχε ετοιμάσει η Κατερίνα, δήθεν για να ταξιδέψουν,  έχωνε μέσα κι ό,τι άλλο σκεπτόταν εκείνος, την έκλεινε ερμητικά, και όταν έφευγε η οικιακή βοηθός, την έσερνε μέχρι την εξώπορτα για  να ταξιδέψει, αλλά πάντα έβρισκε την πόρτα διπλοκλειδωμένη.

 Το σπίτι στην Καλαμάτα, η Κατερίνα το είχε νοικιάσει σε δύο επαγγελματίες καλλιτέχνες, έναν  σκηνοθέτη κι έναν μουσικό, γιατί πλέον σπανίως είχε χρόνο για διακοπές  στο πατρικό της.

Μία ημέρα, η οικιακή βοηθός, καθώς κρατούσε αρκετές σακούλες με σκουπίδια στα χέρια, φεύγοντας, νόμισε ότι κλείδωσε την εξώπορτα, αλλά δυστυχώς την άφησε ελεύθερη προς δραπέτευση του υπόπτου της οικίας.

Ο κυρ Μανώλης άρπαξε τη βαλίτσα του και βγήκε σεργιάνι στους δρόμους, με κατεύθυνση προς την Καλαμάτα. Πολύ κοντινή τού φάνταζε η απόσταση, λες και ήταν στο διπλανό χωριό. Τι κι αν είχε ξεχάσει πολλά πράγματα, ένα θυμόταν, ότι στο σακάκι του είχε τη φωτογραφία της γυναίκας του και πίσω γραμμένη τη διεύθυνση του σπιτιού τους. Κάθε ημέρα κοιτούσε τη φωτογραφία, ύστερα γύριζε την εικόνα ανάποδα για να θυμηθεί τη διεύθυνση του σπιτιού τους, που   άθελά του, η κουρασμένη   μνήμη του  ξεχνούσε κι όλο την έβλεπε και διάβαζε από την αρχή.

Κι ενώ περπάτησε για αρκετές ώρες μέσα στον ήλιο σέρνοντας τη βαλίτσα και μη γνωρίζοντας τι κατεύθυνση να ακολουθήσει, λες και ήταν στην παραλία της Καλαμάτας και επέστρεφε στο σπίτι του, άρχισε να εξαντλείται, γι΄ αυτό αναζήτησε   άμεσα ένα ταξί. Έκπληκτος ο οδηγός τον άκουσε να του λέει να με πας εδώ, και του έδειξε το πίσω μέρος της φωτογραφίας της γυναίκας του.

-Πολύ μακριά δεν είναι; Ρώτησε  εκείνος απορημένος.

-Μη σε νοιάζει παιδί μου, απάντησε ο κυρ Μανώλης, ύστερα  τον ρώτησε:

-Πόσα εικοσάρικα είναι;

-Οκτώ εικοσάρικα, απάντησε   ο οδηγός.

- Θα σου δώσω δέκα, μόνο να προσέχεις και να με πας ακριβώς έξω από του σπιτιού μου  την  πόρτα, πρόσταξε ο κυρ Μανώλης.

Ο  ταλαίπωρος πατέρας, κάθε φορά που έλεγε φεύγω, η Κατερίνα του έδινε από 20 ευρώ, δήθεν για να πληρώσει το ταξί,  εκείνος τα έκανε μασούρια και τα τύλιγε σε ένα άσπρο μεταξωτό μαντηλάκι της γυναίκας του. Ύστερα το τοποθετούσε επιμελώς στη δεξιά τσέπη στο καλό του παντελόνι, που κάποτε το έραψε ο ίδιος με τα χρυσά του χέρια.


                                 Τα μαντηλάκια. Φωτό: Παλιές Αναμνήσεις στο FB

Στο σπίτι της οικογενειακής του ευτυχίας και γαλήνης βρέθηκε ο κυρ Μανώλης και ευτυχώς τον παρέλαβαν οι δύο καλλιτέχνες και ειδοποίησαν αμέσως την κόρη του, που  κατέρρευσε στο αναπάντεχο άκουσμα στον δερμάτινο καναπέ του γραφείου της.

-Κρατήστε τον και φροντίστε τον όσο μπορείτε, σας παρακαλώ πολύ,   σε τρεις ώρες θα είμαι εκεί, τους είπε πολύ αναστατωμένη.

Τι να κάνουν οι καλλιτέχνες; Η φαντασία  τους οργίασε με την απρόσμενη δραπέτευση του παππού, τέτοιο σενάριο δεν τους είχε  τύχει ξανά,  γι΄ αυτό τα παράτησαν  όλα κατά μέρος και ασχολήθηκαν αποκλειστικά μαζί του.

Τι πεθύμησες Μανωλάκη, τον ρωτούσαν και τον αγκάλιαζαν;

-Τη θεία μου την Ασπασία που όταν δεν είχε ντομάτες να φτιάξει καγιανά , άφηνε δύο δραχμές στην αυλόπορτα του γείτονα και   έκοβε μπόλικες από  του μπαξέ του τη σοδειά.

Μόλις το έλεγε αυτό ο κυρ Μανώλης, εκείνοι αμέσως, με βιντεοπροβολή, έπαιρναν αντίστοιχες εικόνες από το διαδίκτυο και  του τις  έδειχναν  τεράστιες στην οθόνη του home cinema.


                                               Φωτό: Παλιές Αναμνήσεις στο FB

Η μία εικόνα ακολουθούσε την άλλη, καθώς τσιμπολογούσαν και τον αγκάλιαζαν με δυνατά γέλια και χαρές.  

-Τι άλλο πεθύμησες  φιλαράκο; τον ρωτούσαν.

-Τη συγχωρεμένη τη γιαγιά μου που μάζευε στην ποδιά της τα αυγά.

-Νάσου και η γιαγιά με τα αυγά ολοζώντανη στην οθόνη.


                                                      Φωτό: Παλιές Αναμνήσεις στο FB

-Κάποια στιγμή, του φόρεσαν και γυαλιά 3D, οπότε ο κυρ Μανώλης ανέκραξε:

-Αυτή είναι η γιαγιά της γυναίκας μου! Απίστευτο…αναστήθηκε η συγχωρεμένη και πλέκει τα κρεμμύδια!


                                               Φωτό:  Dimitris Kourasmenakis στο FB

Στη συνέχεια πήραν τη φωτογραφία της γυναίκας του από το σακάκι του, που στη νιότη της  σήκωνε τη στάμνα με το νερό στην πλάτη, τη  σκανάρισαν και την πρόβαλαν τεράστια στην οθόνη. Του φόρεσαν και τα 3D γυαλιά να τη δει τρισδιάστατη!

-Αγαπούλα μου! Άρχισε να παραληρεί ο κυρ Μανώλης, γεμάτος δάκρυα.


                                            Φωτό: Χρήστος Ευσταθίου στο FB

Η μία εικόνα διαδεχόταν την άλλη και ο   απρόσμενος επισκέπτης δεν είχε λόγο να είναι βυθισμένος πλέον σε μία άλλη πραγματικότητα, αφού αυτό που ζούσε εκείνη τη στιγμή ήταν για την ψυχή του μεγάλο βάλσαμο.

Όταν κατέφθασε η Κατερίνα δεν πίστευε στα μάτια της,  ιδίως με αυτό που της είπε ο πατέρα της, με ύφος  δέκα καρδιναλίων,   μόλις είχε δει  στην οθόνη το φορτηγό που μετέφερε της ανεψιάς του της  Τασούλας τα προικιά και κυριολεκτικά απογειώθηκε!


                                           Φωτό: Χρήστος Ευσταθίου στο FB

-Τώρα Κατερινάκι σε βλέπω, σε ακούω, και καταλαβαίνω  τι μου λες!

Η μεγαλοδικηγόρος,  για τις επόμενες δέκα ημέρες δεν επέστρεψε στην Αθήνα. Άφησε τους βοηθούς να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Τράβηξε με τον πατέρα της προς το χωριό της γιαγιάς της, και έμειναν στο παλιό σπίτι, που ήταν κλεισμένο κατά τα τελευταία πέντε χρόνια.

 Πριν όμως αποχωρίσουν από το πατρικό σπίτι στην Καλαμάτα, ο κυρ Μανώλης άφησε ένα μασούρι με πέντε εικοσάρικα επάνω στο τραπέζι στο σαλόνι.

- Αν έχετε και τον συγχωρεμένο τον κυρ Βασίλη τον παπουτσή, όλα δικά σας παλικάρια μου, τους είπε. Οι καλλιτέχνες  σάστισαν με  την προσφορά, αλλά τη δέχτηκαν σιωπηλά, όταν τους έκανε νόημα η Κατερίνα να  μην αρνηθούν για το καλό του πατέρα της.


                                               Φωτό: Παλιές Αναμνήσεις στο FB

Πώς να ξεκολλήσει από την παρέα των καλλιτεχνών ο κυρ Μανώλης;

-Κι ένα τελευταίο βρε παιδιά, μήπως έχετε και τον συγχωρεμένο τον Σταύρο με την φλογέρα του και  τα γίδια; Τους παρακάλεσε.

Αφού ίδρωσαν οι καλλιτέχνες, του έδειξαν και τον Πάνα των αγρών,  απογειώνοντας κυριολεκτικά τον νου του  χαριτωμένου δραπέτη. Όχι άνοια δεν εκδήλωνε εκείνη τη στιγμή ο κυρ Μανώλης, αλλά λόγω ψυχικής ευφορίας τα είχε τετρακόσια!

                                                Φωτό: Χρήστος Ευσταθίου στο FB

Πέρασαν δέκα μοναδικές και ανεπανάληπτες ημέρες, αγκαλιασμένοι πατέρας και θυγατέρα. Σκάλισαν τον κήπο, φύτεψαν λουλούδια, πήραν αυγά από το κοτέτσι της γειτόνισσας, ψώνισαν στην αγορά τρόφιμα και μπόλικα λαχανικά, κάλεσαν γνωστούς και έφαγαν όλοι μαζί όπως παλιά, απόλαυσαν τις βόλτες στη γειτονιά, σήκωσαν την καρδιά τους ψηλά, είδαν στον έναστρο ουρανό τα μεγαλεία του Θεού και ανάσαναν.


                                            Φωτό: Παλιές Αναμνήσεις στο FB

Με ανακουφισμένη την ψυχή τους, αγκαλιασμένοι και γεμάτοι αισιοδοξία, επέστρεψαν στην πρωτεύουσα, με σκοπό  σύντομα να  δραπετεύσουν ξανά.

Δυστυχώς, τον επόμενο μήνα ο κυρ Μανώλης έφυγε από τη ζωή, σαν πουλάκι του βουνού αποδήμησε εις Κύριον. Ξάπλωσε ένα βράδυ χαρούμενος και το πρωί δεν ξύπνησε.

Η Κατερίνα πένθησε με πόνο ψυχής, παράλληλα ευχαρίστησε τον μεγαλοδύναμο Θεό που της έδωσε μία  τόσο μεγάλη ευκαιρία, να  συναντήσει πραγματικά τον πατέρα της, στης Μεσσηνίας τον  Επίγειο Παράδεισο.


Φωτό: Αναμνήσεις από Παλιά





 

Όταν  ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και η ίδια  συνταξιοδοτήθηκε, αφού πώλησε το γραφείο της σε ένα ζευγάρι δικηγόρων και δεν παρέλειψε να τους διηγηθεί, προς ψυχική τους οικοδόμηση, το πάθημα της ζωής της,   εγκαταστάθηκε στο παλιό σπίτι τής αείμνηστης γιαγιάς της, γιατί εκεί συνάντησε το νόημα της ζωής και την πραγματική ευτυχία, δίπλα στον πιο αγαπημένο  άνθρωπο  της ζωής της.    

Ο Θεός μεθ΄ ημών,

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

5-7-2024

 

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια: