Αφιερωμένο σε εκείνους που σέβονται και τιμούν τους νεκρούς μας
Το σωτήριον έτος 1965 ήμουν μόλις εφτά ετών. Ήταν Παρασκευή απόγευμα, κι αφού δεν είχα την επόμενη ημέρα σχολείο, στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας, παρακάλεσα τη μητέρα μου ,Ευγενία ,να πάμε στης γιαγιάς μου Κωσταντινιάς το σπίτι, η οποία ήταν η αγαπημένη μας και μέρα παρά μέρα τρέχαμε για να την επισκεφτούμε στο όμορφο σπιτικό της. Η μεγαλύτερη χαρά της γιαγιάς μου ήταν αυτή της προσφοράς, όχι μόνο προς τα παιδιά και εγγόνια της, αλλά και στη γειτονιά, σε όλους τους συγγενείς και στους επισκέπτες της. Γι΄ αυτό καθημερινά ετοίμαζε κι από κάτι για να μας ευχαριστήσει .Ο μόνος της πόνος ήταν που είχε χάσει τους γονείς της που τους αγαπούσε πολύ , ιδιαίτερα τη μητέρα της, η οποία ήταν η μεγαλύτερη δασκάλα της ζωής της.
- Η γιαγιά σε περιμένει , είπε γελαστά η μητέρα μου , που πέρασε από το σπίτι της το πρωί.
Έχει φυλάξει για σένα σταφύλι φράουλα γλυκό, με αμύγδαλα. Έψησε ψωμί με προζύμι στο φούρνο στην αυλή , έφτιαξε από μία μικρή κουλούρα και για τις αδελφές σου , έψησε ψωμάκια για το σχολείο σας, ωραία μουστοκούλουρα ,το τυρί ωρίμασε μέσα στη βούτα και έβαλε τις ελιές σε πήλινα βάζα για να μας δώσει. Έπηξε ωραίο γιαούρτι από πρόβειο γάλα και το έχει στραγγίσει στο τουλπάνι , όπως σου αρέσει. Σας έφτιαξε και μικρά σαπουνάκια ,για να πλένετε τα χέρια σας.Η γιαγιά, στον αργαλειό ύφαινε εκείνο το καιρό σεντόνια, με πολύ λεπτές λευκές κλωστές ,για να στολίζουν οι τρεις κόρες της , η Ευγενία, η Καλλιόπη και η Παναγιώτα τα κρεβάτια τους, αλλά μου είχε πει στο αφτί ψιθυριστά μια μέρα που την βοηθούσα με το γνέσιμο των μαλλιών των προβάτων, ότι όταν παντρευτώ θα μου δώσει κι εμένα πολλά και ωραία υφαντά! Μάζεψα ανθάκια λεβάντας στην αυλή του σπιτιού μας, έκοψα ίσα τους μίσχους με ένα ψαλιδάκι και έφτιαξα ένα μπουκετάκι με τα ανθισμένα κεφαλάκια τους , στη συνέχεια τα τύλιξα με ένα μεγάλο χλωρό μουρόφυλλο σαν χωνί στη βάση ,και το στερέωσα μ΄ ένα λεπτό μεταξωτό κορδελάκι, έκανα κι ένα φιογκάκι! Η μητέρα μου ετοίμασε μία πιατέλα με γαλόπιτα ,που είχε φτιάξει με τη συνταγή της μητέρας της.
Μόλις φθάσαμε στο σπίτι της γιαγιάς Κωσταντινιάς, παρατήρησα ότι πάνω στο μάρμαρο της σιφονιέρας της είχε στολίσει ένα κρυστάλλινο ανθοδοχείο με τρία υπέροχα φρεσκοκομμένα τριαντάφυλλα και ευωδίαζε ο χώρος. Τα κοιτούσα σαν μαγεμένη. Αν και γνώριζα τα χρώματα, δεν μπορούσα να πω με ακρίβεια τι χρώμα ήταν εκείνο. Πολύ θα ήθελα να είχα ένα ίδιο τριαντάφυλλο στο δωμάτιό μου, να μη μαραινόταν ποτέ και να το θαυμάζω για πάντα, σκέφτηκε ο παιδικός νους μου!
- Γιαγιά , θα ήθελα πολύ ένα τριαντάφυλλο. Παρακαλώ, μπορείς να μου δώσεις ένα;τη ρώτησα χαμηλόφωνα.
- Ναι , μου απάντησε γελώντας, θα πάμε μετά στον μπαξέ να κόψεις. Αυτά θα τα πάμε σε λίγο στο
νεκροταφείο, στον Αη Γιώργη.
- Όλα θα τα πάμε στον Αη Γιώργη;
- Ναι , απάντησε και μου εξήγησε: Ένα για την εικόνα του Αγίου , ένα για τη μητέρα μου Γεωργία κι ένα για τον πατέρα μου Αριστείδη. Τα περιμένουν!
- Πώς το ξέρεις γιαγιά; Σου μιλάει ο Άγιος και οι πεθαμένοι;
- Ναι, μου μιλάνε. Έρχονται στον ύπνο και με ρωτούν αν τους θυμόμαστε. Όταν πεθάνω ,εσύ θα
με ξεχάσεις; .
- Όχι γιαγιούλα μου, ποτέ δε θα σε ξεχάσω. Θα κλαίω που έφυγες, είπα και την αγκάλιασα.
- Δεν πρέπει να κλαις, γιατί θα είμαι μαζί με το Θεό. Θέλω από εκεί που θα είμαι να σε βλέπω
χαρούμενη. Θα ποτίζεις τη τριανταφυλλιά για να μη ξεραθεί;
- Ναι ,γιαγιά μου και θα σου φέρνω τριαντάφυλλα.
- Αυτή τη τριανταφυλλιά την έχουμε πολλά χρόνια. Κάνει τα πιο όμορφα τριαντάφυλλα στο χωριό.
Κανένας άλλος δεν έχει τέτοιο χρώμα τριανταφυλλιάς στη Βαλύρα.
- Γιαγιά ,ρώτησα, γιατί συνέχεια φορείς το μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι σου;
- Κούνησε το κεφάλι της και σώπασε. Οι γιαγιάδες φορούν μαύρα τσεμπέρια ,είπε χαμηλόφωνα.
- Και η μαμά μου, όταν θα γίνει γιαγιά, θα φοράει μαύρο τσεμπέρι; ρώτησα.
Τότε ήρθε στο δωμάτιο η μητέρα μου και είπε γελώντας:
- Όχι δεν θα φορώ μαύρο τσεμπέρι. Η γιαγιά το φοράει γιατί της αρέσει!
Πήγαμε οι τρεις μας στο κοιμητήριο. Τότε, για πρώτη φορά ,είδα πώς στολίζουν τους τάφους οι γυναίκες του χωριού. Πω! πω! αναρωτήθηκα. Τόσα πολλά λουλούδια και καντηλάκια έχει το κοιμητήριο; Διάφορα ανθάκια στόλιζαν την εικόνα του Αη Γιώργη. Δεν φοβήθηκα καθόλου. Ο χώρος ήταν γαλήνιος εκείνο το αξέχαστο δειλινό. Μόνο που είδα τη γιαγιά μου να σκουπίζει κρυφά τα δάκρυά της και να μοιρολογάει “μανούλα μου....μανούλα μου”. Αμέσως με τράβηξε μακριά η μητέρα μου και μου έδειξε τις άσπρες ίριδες, που είχαν ανθίσει στον απέναντι φράχτη, έξω από το κοιμητήριο.
Στη συνέχεια, η γιαγιά κράτησε την υπόσχεσή της. Προτού δύσει ο ήλιος, πήγαμε οι δυο μας στο μπαξέ , που ήταν κοντά στον χωματόδρομο , πίσω από το σπίτι της .Μου έδωσε ένα μαχαιράκι για να κόψω ένα και μοναδικό ανθισμένο τριαντάφυλλο, που υπήρχε πάνω στην τριανταφυλλιά. Ήταν πολύ όμορφο. Τρυπήθηκα λίγο, αλλά δεν με πείραξε. Το πήρα σπίτι, το φρόντισα και το είχα πάνω στο κομοδίνο μου, στο υπνοδωμάτιο. Όμως ,σε τρεις μέρες μαράθηκε και πολύ στενοχωρήθηκα. Το είπα στη γιαγιά μου απογοητευμένη.
- Έτσι είναι, απάντησε η γιαγιά , με σφιγμένα τα χείλη. Τίποτα δεν μένει για πάντα σε αυτόν τον κόσμο, ούτε εμείς θα μείνουμε.
- Θα πεθάνουμε γιαγιά; ρώτησα, κατεβάζοντας το κεφάλι μου.
- Μη στενοχωριέσαι ,γιατί τώρα είσαι ένα μπουμπούκι και μετά από πολλά χρόνια θα είσαι σοφή,
όταν θα σου πέσουν τα πέταλα. Επειδή θα είσαι σοφή ,δεν θα σε πειράζει καθόλου που μαράθηκε
το τριαντάφυλλο σου, γιατί μέσα στη καρδιά σου θα έχεις την Παναγία με τον Χριστό, αθάνατο
ρόδο που δεν μαραίνεται ποτέ.
Πέρασαν τα χρόνια, έφυγα για σπουδές στην Αμερική , έκανα οικογένεια και όταν γύρισα, μετά από σαράντα χρόνια, η γιαγιά δεν υπήρχε πια. Πήγα στο κοιμητήριο να ανάψω ένα κεράκι. Τι αποτρόπαιο θέαμα. Αρκετοί τάφοι ήταν χορταριασμένοι και μόνο οι τάφοι των πρόσφατα αποθανόντων θύμιζαν γνώριμο τοπίο. Αναρωτιόμουν, που είναι ο τάφος της γιαγιάς μου. Σε λίγο τον βρήκα και χάρηκα που ήταν φροντισμένος. Τον φρόντιζε ένα ζωντανό τριαντάφυλλο, η θεία μου Παναγιώτα, η μικρότερη κόρη της γιαγιάς Κωσταντινιάς , που επέστρεψε από την Ελβετία και ζει με τον θείο μου Κώστα στη Βαλύρα. Πόσο θα ήθελα να είχα ένα τριαντάφυλλο από το μπαξέ ...θυμήθηκα την υπόσχεσή μου, ότι θα πηγαίνω ένα τριαντάφυλλο στον τάφο της γιαγιάς μου! Έτρεξα στον κήπο της για να δω αν υπήρχε η τριανταφυλλιά. Ο χώρος ήταν σκαμμένος και είχε ορθωθεί ένας τσιμεντένιος φράχτης. Στενοχωρήθηκα και δάκρυσα, αλλά τις επόμενες μέρες ονειρεύτηκα τη γιαγιά μου. Ήταν απίστευτο!
- Είσαι καλά γιαγιά; τη ρώτησα με αγωνία.
- Έλα μου απάντησε, να σου δώσω να πας τυρί στο σπίτι σας.
- Γιαγιά, γιατί είσαι ξαπλωμένη; ρώτησα σαστισμένη.
- Τότε εμφανίστηκε μία νοσοκόμα και μου είπε ότι η γιαγιά μου χρειάζεται φτέρη για να σηκωθεί!
Τα μαξιλάρια στο χαγιάτι του σπιτιού τα γέμιζε με φτέρη από ψηλά στις Χούνες, μου είπε κάποτε, μέχρι που μάζεψε μαλλάκια από τα αρνάκια στη συνέχεια και έφτιαξε ωραία μαξιλάρια.
- Της γιαγιάς της αρέσουν τα τριαντάφυλλα στο μπαξέ, απάντησα με αφέλεια, και η γιαγιά χαμογέλασε.
Τότε έδωσα ξαφνικά -ολοζώντανα μέσα στο όνειρο - στη γιαγιά μου ένα τριαντάφυλλο. Το κρατούσε και περπατούσε γελαστή και αέρινη στο δημόσιο δρόμο του χωριού προς τη γέφυρα, μαζί με άλλες ψυχές τη νύχτα. Ξύπνησα με πολλά ερωτήματα.
Της ανάβω κεράκι , τη μνημονεύω συχνά, της φτιάχνω κόλλυβα τα ψυχοσάββατα και ψάχνω να βρω δύο ίδιες τριανταφυλλιές, για να φυτέψω μία στο μνήμα της γιαγιάς μου και μία στον μπαξέ της. Τι χρώμα ήταν εκείνο, ούτε βυσσινί, ούτε μοβ, με μαύρες ανταύγειες, που χρύσιζαν, όταν κτυπούσε η καμπάνα στον Αη Θανάση, την ώρα του Εσπερινο,ύ και η Βαλύρα έψαλε το “Φως Ιλαρόν”.
Ναι...η Κωσταντινιά της Βαλύρας ήταν ένα μοναδικό τριαντάφυλλο!
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου