Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

Οι Γεραγίδες και οι Ναραγίδες στη Χίο, κατά την Ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος/Αφιερωμένο στους συγγενείς και φίλους από τη Χίο

Ομολογώ ότι την ύπαρξη των Γεραγίδων και των Ναραγίδων δεν τη γνώριζα, αν και έχω γαμπρό με

καταγωγή από την Καλλιμασιά. Έτυχε όμως να μάθω γι αυτά τα μυθικά όντα πριν από έναν χρόνο, από

τον φίλτατο κύριο Νικόλα, Χιώτη καπετάνιο και τη σύζυγό του Μαρία, αγιογράφο. Επίσης, κι από μία

ευλογημένη γιαγιά Χιώτισσα, που γνώρισα πριν από λίγο καιρό. Έκτοτε, σκάλισα τα λαογραφικά μου

βιβλία για να συγκεντρώσω πληροφορίες, με πρώτο τα έργα του Νικολάου Πολίτη, τα οποία συνέταξε

πριν το 1900 , έκδοση του 1965. Σκέφτηκα λοιπόν ,αν και δεν κατάγομαι από τη Χίο, να τολμήσω να

προσεγγίσω αυτά τα όχι και τόσο “μυθικά όντα” , τα οποία ,σε παραλλαγές , εμφανίζονται σε όλη την

Ελλάδα, κάτω από τον γενικό τίτλο ξωτικά και νεράιδες.


Υπάρχουν επικίνδυνες και μη επικίνδυνες οντότητες, βουνίσιες και θαλάσσιες, με σκοπό τη συνέτιση

του ανθρώπινου γένους, τη κατάκτησή του και /η τη καταστροφή του, κατά τη λαϊκή παράδοση. Τη

παρουσία των ξωτικών δεν χρειάζεται απαραίτητα να την αναζητήσουμε στα άγρια όρη και βουνά, γιατί

κάλλιστα μπορεί να έχουν φωλιάσει στο ίδιο μας το σπίτι ή μέσα μας , ανάλογα με το τι καλλιεργούμε

σε αυτή τη ζωή. Επειδή όμως το συγκεκριμένο θέμα έχει θεολογική διάσταση και στόχος μας σήμερα

είναι να ταξιδέψουμε και να δούμε παραστατικά τις Γεραγίδες και τις Ναραγίδες της Χίου, θα

προσεγγίσουμε και τη θεολογική πλευρά ,μέσα από τις αντιδράσεις και τα πιστεύω των ανθρώπων στο

νησί, όταν έτυχε να εμφανιστούν στο διάβα τους τα συγκεκριμένα όντα.

Το Βενέτικο, είναι ένας βράχος απέξω από τη Χίο και λέγεται ότι ο Διάκος Πολέμαρχος, μια φορά

που μάλωνε με έναν Δράκο τον έριξε καταπάνω του (Πολίτης, 1965, τομ. Α ́,σελ.60 ). Εκεί ξάπλωσε ο

νεαρός καπετάν Γιάννος ένα καλοκαίρι, την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στις 6

Αυγούστου, και αντί να λειτουργηθεί στην εκκλησιά και να απολαύσει τον καλοψημένο ιχθύ της μητέρας

του, γεύτηκε αρχέγονες αναμνήσεις και θαλάσσιες αποκαλύψεις, επί του βράχου κοιμώμενος. Φαίνεται

ότι ο ήλιος και η θαλάσσια αύρα τον νανούρισαν και άρχισε να ονειρεύεται αλλόκοτα γεγονότα, που

είχαν σχέση με το λαογραφικό αρχείο της Χίου.

Είδε, ότι ήταν μεσάνυχτα και καθώς ανέβαινε με τα πόδια ένας κατάκοπος κτηνοτρόφος στο βουνό,

που είχε τη στάνη με τα γίδια του, βρήκε έναν γάιδαρο χαμένο και καθισμένο στην άκρη στο δρόμο.

Ήταν τόσο κουρασμένος που δεν λειτούργησε εκείνη τη στιγμή η διάκρισή του, ώστε να αναρωτηθεί

τίνος είναι ο γάιδαρος, ότι δεν πρέπει να τον πάρω γιατί μπορεί να τον ψάχνει ο αφέντης του, αλλά τον

καβαλίκεψε και τον κτύπησε στα καπούλια για να σηκωθεί και να τον πάει στον προορισμό του

ξεκούραστος.

Ο γάιδαρος σηκώθηκε , όμως αντί να προχωρήσει ορθώθηκε τέσσερα μέτρα ψηλά.

Τότε συνειδητοποίησε ο άμοιρος βοσκός ότι ήταν μεταμορφωμένος Γεραγίδας , αλλά ήταν δέσμιος και

δεν μπορούσε να κάνει κάτι, να κατέβει και να ξεφύγει. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τη μητέρα του που

του είχε πει να λέει από μέσα του “ Ιησούς Χριστός νικάει και όλα τα κακά σκορπάει”. Το είπε τρεις

φορές και ήθελε να κάνει τον σταυρό του, αλλά τα χέρια του ήταν σαν δεμένα. Μετά τη τρίτη φορά που

το επανέλαβε , βρέθηκε στο έδαφος ξαπλωμένος, με το ένα πόδι λυγισμένο και γύρω του βρωμούσε

πορδή γαϊδάρου. Σηκώθηκε έντρομος, έκανε τον σταυρό του ,ήπιε αμίλητος νερό από το παγούρι του και

προχώρησε προς το βουνό. Τότε άκουσε τον Κύριο που στεκόταν πλάι του και του είπε:

-Θα έμπαιναν σαν ταινίες και θα φώλιαζαν μέσα στο παχύ σου έντερο , θα σε καταντούσαν κίναιδο.

Εκείνος σταυροκοπήθηκε και έκλαιγε περπατώντας στον ανήφορο.

Η εικόνα άλλαξε. Ψηλά , σε ένα χωριό στη Χίο, υπήρχε μία όμορφη παρθένα κοπέλα ,η Μαρκέλλα,

που έλαμπε το πρόσωπό της και ο ήλιος δεν την είχε δει κάτω από το λευκό τσεμπέρι της. Ήταν

βοσκοπούλα. Είχε ένα μικρό κοπάδι με λίγα πρόβατα και κατσίκια. Ήταν ετοιμόγεννη η προβατίνα της

και της παραστεκόταν όλη την νύχτα στο πέτρινο αγροτόσπιτο, που συνόρευε με τη στάνη. Γύρω στις

δύο τα ξημερώματα, βγήκε έξω για να τεντώσει το σώμα της γιατί είχε πιαστεί, από τη πολλή ώρα που

καθόταν πάνω σε μία πέτρα, δίπλα στο ζωντανό της. Τότε είδε σε έναν θάμνο έξω από το μαντρί ένα

κατσικάκι μόνο του, που έλαμπε ολόκληρο ,και νομίζοντας ότι έχει ξεφύγει από το κοπάδι ,πήγε για να

το φέρει μέσα.

Όταν έπιασε το κατσίκι ,ένιωσε δυο χέρια να την αρπάζουν πίσω από τη μέση της, μια σουβλιά

διαπέρασε τα ούλα και τα κόκαλα της , ανατρίχιασε ολόκληρη και το κεφάλι της άρχισε να βουϊζει.


-Πεθαίνω Παναγία μου, σκέφτηκε . Ξημέρωνε του Σωτήρος και είπε μέσα της το Πάτερ Ημών και

Μετεμορφώθης εν των Όρει Χριστέ ο Θεός , δείξας τοις Μαθηταίς σου την δόξαν σου.

Τότε παρέλυσε ο Γεραγίδας, έπεσε κάτω γυμνός και φάνηκε ότι ήταν δύο φίδια σε περίπτυξη, ένα

μαλλιαρό κι ένα γυμνό. Δεν σηκώθηκαν ποτέ όρθια ξανά και χάθηκαν έρποντας στο λόγγο. Η

βοσκοπούλα έκανε τον σταυρό της, πλύθηκε με αγιασμό και πήρε αγκαλιά το εικόνισμα με την Παναγία

και τον Ιησού Χριστό. Ο Θεός χάρισε στη προβατίνα της εκείνη τη νύχτα ένα πανέμορφο αρνάκι, που

δεν γυάλιζε στο σκοτάδι, αλλά έδωσε και πολλή διάκριση στη βοσκοπούλα, για να προστατεύει τον

εαυτό της. Όταν πήγε για να εξομολογηθεί ,ο ιερέας της είπε το ακόλουθο:

-Ο ακατονόμαστος βλέπει τον άνθρωπο σαν οικία και θέλει να τρυπώσει μέσα του, γι αυτό μηχανεύεται

πολλά τεχνάσματα. Έξω από τον άνθρωπο δεν χαίρεται να ζει, γιατί διαστέλλεται το σώμα του και

μακραίνει πολύ. Μέσα στον άνθρωπο βιώνει σταθερότητα, παράλληλα εκπαιδεύεται στον τρόπο της ζωής

των ζώντων, το οποίο χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως στη συνέχεια για να τρυπώσει ξανά, σαν το

σκουλήκι σε νέο σώμα, μετά τον θάνατο του θύματός του. Οι πόνοι και ο παραλογισμός είναι φρικτοί

στους ανθρώπους που τους κουβαλούν μέσα τους. Οι Γεραγίδες λατρεύουν τη μουσική και τα πλούσια

εδέσματα. Καλό είναι ο άνθρωπος να νηστεύει και να απέχει από τα πάθη του, για να δαμάσει τις

απαιτήσεις της κοιλιάς του.

Κάποτε ένας ,είπε ο ιερέας, καθώς περπατούσε νύχτα σε ένα τρίστρατο, βρήκε ένα τουλούμι με μέλι

μέσα, κρεμασμένο σε ένα δέντρο και το έκλεψε χωρίς διάκριση .Καθώς προχωρούσε προς το βουνό,

που ήταν το χωριό του, έχωνε και το δάκτυλό του μέσα στο τουλούμι και έγλυφε το μέλι. Κάποια στιγμή

του αποκαλύφθηκε ο Γεραγίδας και του είπε:

-Γιατί χώνεις το χέρι σου πίσω μου και γλύφεις τα σκατά μου; Το στόμα του θύματος γέμισε από

ακάθαρτα πνεύματα.

Η εκκλησία μας κρατεί με τη δύναμη του Κυρίου τις θύρες κλειστές και η Παναγία ,ως Θεία Σκέπη,

προστατεύει τον άνθρωπο, μακριά από τις βουλές του διαβόλου.

-Παππούλη, ρώτησε η Μαρκέλλα, γιατί η ράβδος του Δεσπότη έχει δύο φίδια επάνω;

-Γιατί αυτά τα δύο είναι ευλογημένα από τον Θεό και δεν παραπλανούσαν τον άνθρωπο,όταν ζούσαν

μαζί του, οδηγώντας τον στην αμαρτία. Ο Θεός τα τοποθέτησε επάνω στη ποιμαντική ράβδο, ως

κόσμημα της Θείας Δικαιοσύνης.

Στη συνέχεια , άλλη μνήμη ζωντάνεψε στο όνειρο του καπετάνιου. Ένα τρίχρονο κοριτσάκι είχε

φύγει τυχαία από το σπίτι του, και ενώ οι γονείς του και οι γείτονες έψαχναν για να το βρουν, το

εντόπισε ο πατέρας του σε ένα πηγάδι ψηλά, έξω από ένα χωριό της Χίου. Το κορίτσι όταν έφθασε μόνο

του στο πηγάδι είδε Ναραγίδες, νύμφες του νερού, με μακριά πόδια και ξέπλεκα σγουρά μαλλιά, να

λικνίζονται πάνω στην επιφάνεια στο πηγαδίσιο νερό, που είχε ησυχάσει και ήταν σαν γυαλί. Έκαναν

νόημα στο κοριτσάκι να μπει και να παίξει μαζί τους. Όταν έφθασε στο πηγάδι ο πατέρας του παιδιού,

είδε κι εκείνος τις Ναραγίδες και το κοριτσάκι του , που έπαιζαν και τραγουδούσαν στο νερό. Αμέσως

βούτηξε μέσα στο πηγάδι και πήρε το παιδί στην αγκαλιά του. Μόλις έφτασαν εκεί οι χωριανοί και

έκπληκτοι αντιλήφθηκαν τι συνέβη, έκαναν τον σταυρό τους , είπαν Ιησούς Χριστός νικάει και όλα τα

κακά σκορπάει και με νόημα ζήτησαν στον πατέρα να βγει αμέσως έξω, μαζί με το παιδί. Δεν μίλησαν

για να μην τους πάρουν οι Ναραγίδες τη μιλιά. Βγήκαν από το πηγάδι ο πατέρας και η κόρη του με

στεγνά ρούχα! Εκείνη την ώρα το νερό κοιμόταν. Μόλις έριξαν μέσα τρία χαλίκια με δύναμη, το νερό

ξύπνησε και έφυγαν οι Ναραγίδες.

-Το ίδιο συμβαίνει και στη θάλασσα. Όταν το νερό γαληνεύει και κοιμάται για λίγο, περπατούν στην

επιφάνεια του τα πνεύματα του νερού, όπως οι αρχαίες Νηρηίδες, είπε ο φύλακας άγγελος στον καπετάν

Γιάννο.

Το σκηνικό άλλαξε. Στο κτήμα της μητέρας του καπετάν Γιάννου, ψηλά στο βουνό , που είχε

καρυδιές και συκιές, επάνω στις φυλλωσιές της πιο γέρικης καρυδιάς ,είχε ξαπλώσει μία Γεραγίδα.

Απολάμβανε τον ύπνο του μεσημεριού και ονειρευόταν. Ένα πεινασμένο σκυλί άρχισε να γαυγίζει

επίμονα και τη ξύπνησε. Τότε εκείνη μάκρυνε το αρσενικό, τριχωτό πόδι της και του έδωσε μια κλωτσιά

στα αχαμνά του.

Ξαφνικά , άλλαξε η εικόνα κι ένα τραπέζι παρουσιάστηκε μπροστά στον καπετάνιο. Είχε επάνω ένα

τσιγάρο, ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, μια εικοσιάρα από κεραμίδι, (είναι το σφοντύλι της νεράιδας που

γνέθει , το έλεγαν μπελεσίτσα και το χρησιμοποιούσαν παλιά για να γράφουν πάνω στη πλάκα),και μία

λειτουργιά, ένα πρόσφορο. Ο καπετάν Γιάννος έπρεπε να διαλέξει. Τότε άγγιξε τη λειτουργιά και

άκουσε:

-Άγγελος Πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε. Η λειτουργιά και οι

χαιρετισμοί της Θεοτόκου , ο Ακάθιστος Ύμνος, του δόθηκαν για την προστασία του από τον πονηρό και

τον εξορκισμό του κακού.


- Τον ευλογημένο άρτο δεν τον δέχονται τα ακοινώνητα ξωτικά και όποιος τον φέρει επάνω του δεν

τολμούν να τον πειράξουν, του εξήγησε ο φύλακας άγγελός του.

Η τελευταία δοκιμασία του καπετάν Γιάννου δεν ήταν σαν τις άλλες. Η κυρά Κάλω, η αρχόντισσα

των ξωτικών, έστησε ένα μεγάλο τραπέζι με λογής λογής φαγητά και ολόγυμνες νεράιδες, με μακριά

ξανθά μαλλιά ,να χορεύουν και να τραγουδούν ,σαν σειρήνες στον Οδυσσέα.

Ο Γιάννος έσφιξε στην αγκαλιά τη λειτουργιά του .

Ένα δυνατό κύμα έσκασε στο πρόσωπό του και τον ξύπνησε. Αισθάνθηκε ότι ήταν νεκρός και

αναστήθηκε.

Μάζεψε τα πράγματά του, που τα είχε σκορπίσει ο αέρας και το κύμα και βγήκε στην αμμουδιά.

Δεν έσχισαν τις σάρκες του τα ξωτικά όπως της Ρήγινας στη Λέσβο , ούτε τού πήραν οι φωνές τα

μυαλά, ευτυχώς ήταν αγία ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.

Αισθανόταν το σώμα του ξεκούραστο, σαν του μικρού παιδιού. Όμως, στο αριστερό του χέρι έβλεπε

τη αόρατη στους άλλους λειτουργιά , τυλιγμένη σε άσπρη πετσέτα και συνεχώς την κρατούσε. Κουνούσε

το χέρι και ο άρτος δεν έπεφτε. Τις νύχτες τον νουθετούσε, αλλά ποτέ δεν ήταν σίγουρος αν του

μιλούσε ο “άρτος καθεαυτό” ή ήταν απλώς ένα όνειρο. Πάντως, κοινωνούσε τακτικά με τη λειτουργιά

στο χέρι και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου ,έφυγαν μαζί από αυτή τη πρόσκαιρη ζωή.

“Μέλι και γάλα στα φτερά τους”, είθε να μη σαλέψει κανένα ερίφιο, κανένα απολωλός πρόβατο των

ανθρώπων, χαμένο στην εξοχή. Χρόνια Πολλά, Καλή Μεταμόρφωση του Σωτήρος.


Ο Θεός μαζί σας!


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

6/8/2021

Δεν υπάρχουν σχόλια: