Πέρα στις πλατιές πεδιάδες της μακρινής Θράκης, η άνοιξη είχε φτάσει για τα καλά. Οι ημέρες είχαν μεγαλώσει, τα ηλιοτρόπια είχαν ψηλώσει κοιτάζοντας συνέχεια τον Ήλιο, και τα βουβάλια στους βάλτους αναμασούσαν τεμπέλικα το χορτάρι. Στις πυκνόφυλλες λεύκες τα πουλιά έφτιαναν τίς φωλιές τους.
Εκείνο το πρωινό, σ ‘ένα χωριουδάκι ανατολικά του Νέστου, ένας νέος ψηλός με κατάξανθα μακριά μαλλιά, βγήκε στο δρομάκι. Ξοπίσω του η ηλικιωμένη γυναίκα με τον μακρύ της χιτώνα τον ακολούθησε.
-Ώστε γιέ μου θα φύγεις; τον ρώτησε με φωνή τρεμάμενη.
- Ναι μητέρα, πρέπει να φύγω. Ο Βασιλιάς της Οιχαλίας με κάλεσε στα μεγάλα Μυστήρια που θα γίνουν στην αρχή του φθινόπωρου στο Καρνάσιο άλσος της Ανδανίας. Θα παίξω λύρα και θα τραγουδήσω στην τελετή της έναρξης και λήξης. Η Μεσσηνία μάνα μου είναι τόσο μακριά που δεν το βάνει ο νους σου και πρέπει να ξεκινήσω τώρα που είναι Άνοιξη για να είμαι εκεί στην αρχή του φθινόπωρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου