ΒΑΛΥΡΑ ΙΘΩΜΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
ΤΚ 24002, ΤΗΛ.2724071016
Το μεγαλύτερο και καλύτερο βιολογικό-οικολογικό σούπερ μάρκετ, των παιδικών μας χρόνων, ήταν η ίδια η φύση. Χωρίς καθόλου χρήματα μάθαμε να ζούμε ψαρεύοντας, κυνηγώντας και βοτανίζοντας, ζώντας έτσι τις εποχές, τη χλωρίδα-πανίδα της κάθε εποχής, αποχτούσαμε δεξιότητες, και είμαστε γεμάτοι αυτοπεποίθηση, αισιοδοξία και ευτυχία, γιατί από αυτές τις δραστηριότητες, εκτός τα προς το «ΖΕΙΝ», εξασφαλίζαμε και το χαρτζιλίκι μας, και πραγματοποιούσαμε τα παιδικά μας όνειρα, αγοράζοντας τα περιοδικά της εποχής και πηγαίνοντας στην Καλαμάτα κινηματογράφο στην ΗΛΕΚΤΡΑ.
Είναι βιωματικά αυτοτελή διηγήματα των παιδικών μας χρόνων, με πρώτη ανάρτηση στο διαδίκτυο, τo «Ζητείται Συγκάτοικος», δεύτερη ανάρτηση το ψάρεμα, και η τρίτη το κυνήγι και μαζεύοντας άγρια χόρτα και μαγιοβότανα .
Ζήσαμε την αστυφιλία, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, το κράτος του χωροφύλακα και το τεφτέρι του μπακάλη. Παρόλα αυτά γευτήκαμε τη χαρά της δημιουργίας και την απόδραση στο όνειρο. Ζήσαμε ως αγυιόπαιδες. Παρακολουθήσαμε τις ιπποδρομίες στο Πλατύ και τα πανηγύρια των γειτονικών χωριών, βιώσαμε τη φτώχεια, τα μαθητικά συσσίτια με το γάλα σκόνη και το τυρί σαπουνέ, απολαύσαμε το σχολικό κήπο με τις πολεμίστρες και τα φυλάκια, παίζοντας τους ληστές, τους κλέφτες και αστυνόμους, νιώσαμε τις ψείρες, τα τσιμπούρια και τους ψύλλους στο κορμί μας, αφού συμβίωναμε άνθρωποι και ζώα μαζί και δίπλα μας υπήρχαν οι αποθηκευτικοί χώροι με τρόφιμα και για τους μεν και για του δε, χωρίς μέτρα προφύλαξης. Δεν ξεχνάμε τις βδέλλες που κολλούσαν στο κορμί μας ψαρεύοντας στο βάλτο, (τις πουλούσαμε στο γιατρό Γούναρη ή σε γυρολόγους), τα ομαδικά εμβόλια, το κατράμι και το κάντιο για τις παραμαγούλες. Το ντύσιμο και το πόδεμά μας ήταν από αποφόρια άλλων γεμάτα με μπαλώματα με μόνο ακέραιο το σωπάνι. Ζήσαμε το θόρυβο της αλάνας. Παίξαμε μπάλα στους δρόμους βγάζοντας πολλές φορές τα νύχια των ποδιών μας, φτιάχναμε τα παιχνίδια και εργαλεία του κυνηγιού και ψαρέματος μόνοι μας, κάναμε κοπάνες από το σχολείο για να απολαύσουμε ένα μπάνιο στο ποτάμι, αυτοσχεδιάζαμε πίσω από το μπερντέ του Καραγκιόζη. Τρέξαμε, ιδρώσαμε, πετροβοληθήκαμε, σκαρφαλώσαμε σε μάντρες, πέσαμε από δέντρα κάνοντας τραμπάλα πηγαίνοντας από το ένα κυπαρίσσι στο άλλο , μπήκαμε πολλές φορές τσαμπατζήδες στο τραίνο και στον κινηματογράφο Ηλέκτρα, στην Καλαμάτα, πονέσαμε που μας κοροϊδέψανε στο τάξιμο του θελήματος που κάναμε. Και όταν όλα αυτά μας έπνιγαν βρίσκαμε καταφύγιο, ακούγοντας από το ραδιόφωνο ομαδικά μουσική των Μπητλς, Ολύμπιανς, Ελβις Πρίσλεί, ή τραγουδάγαμε και χορεύαμε. Διαβάζαμε Ιούλιο Βερν, Βίκτορα Ουγκώ, Καζαντζάκη και η φαντασία μας οδηγούσε σε άγνωστα μέρη με δίψα για περιπέτεια. Στο περίπτερο του χωριού μας αγοράζαμε με ρεφενέ ή δανειζόμαστε ή γινόμαστε λαθραναγνώστες, τα περιοδικά της εποχής, «Εικονογραφημένα Κλασικά» «Ρομάντζο», «Εικόνες», «Ντόμινο», «Θησαυρό» και το πιο αγαπητό μας, «το Μικρό Ήρωα». Ήταν ένα από τα δημοφιλή περιοδικά του ’50 -’60 ο “Μικρός Ήρως” με πρωταγωνιστές το παιδί φάντασμα Γιώργο Θαλάσση, την όμορφη και γενναία Κατερίνα, το Σπίθα με τη λαιμαργία και τις γκάφες του το μικρό μπόμπιρα βοηθό όλων τους, το Τζιτζίκι. Τα παιδιά ήταν μέλη μιας μυστικής αντιστασιακής οργάνωσης και με κίνδυνο τη ζωή τους έφεραν σε πέρας επικίνδυνες αποστολές, εναντίον των ναζί. Τα κείμενα έγραφε ο Στέλιος Ανεμοδουράς ο οποίος πέθανε πρόσφατα και η εικονογράφηση ήταν του Βύρωνα Απτόσογλου. Εκδόθηκε από το 1952 έως το 1967 όταν απαγορεύτηκε η κυκλοφορία και έκδοσή του από τη χούντα των συνταγματαρχών
Ξεπεράσαμε σύντομα σε, πολύ μικρή ηλικία, τους πιθανούς κινδύνους και φοβίες με τα ζώα κατοικίδια και μη. Γνωρίσαμε στη δύση της, τη σηροτροφία, μαζεύοντας μουρόφυλλα, ζώντας στη βρώμα, το βιολογικό κύκλο του μεταξοσκώληκα και τα χειμαδιά των τσοπάνηδων με τους ήχους της φλογέρας που συνόδευαν ανθρώπους και ζώα. Βλέπαμε το γητευτή φιδιών Ντίνο Φερμάνη να βγάζει από το κορμί του ζωντανά φίδια και μας έμαθε πώς να τα πιάνουμε ζωντανά κτυπώντας τα με το καλάμι, οι κουζουλοί (ες) μας διασκέδαζαν με τις ιδιαιτεροτητές τους χωρίς παρεξηγήσεις και πιάναμε από τις φωλιές τους κιρκινέζια, με χνουδωτό φτέρωμα και τα εξημερώναμε ταίζοντάς τα στο στόμα με ακρίδες, σαύρες και τζιτζίκια. Με καπαντζέδες πιάναμε και τους γονείς τους καθώς και άλλα πουλιά, όπως φλώρους και γαρδέλια. Βιώναμε τον αναπαραγωγικό κύκλο όλων των κατοικίδιων και μη ζώων, προσέχοντας τα μικρά τους και τρώγαμε κροκοφίγκι από το πρώτο γάλα, μετά τη γέννα των αιγοπροβάτων. Φορτώναμε τα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια) με 12 διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το τι μεταφέραμε στο σαμάρι τους ή χωρίς σαμάρι και το όργωμα- σβάρνισμα με άλογο ήταν δημιουργική ευχάριστη απασχόληση και παιχνίδι μαζί. Στήναμε δόκανα, βεργιά, αγκίστρια, κόσκινα, δίκτυα, θηλιές, καπαντζέδες και πλακοπαγίδες από πέτρες και φραγκοσυκιές πιάνοντας πουλιά, εξασφαλίζοντας το φαγητό και το χαρτζιλίκι μας. Τα πουλιά που πιάναμε ήταν: Σπουργίτια, τζομάχια, τσουκαλίνες, ασπροκόλια, λιάριζες, καλιμάνες, κοτσύφια, τσίχλες, μπεκάτσες, ορτύκια, πέρδικες, τρυγόνια, τσιμπουργιάνους, πουλιά του βάλτου, το κυνήγι του λαγού και του σκαντζόχοιρα ,ο οποίος έχει τα πιο πολλά αντίδοτα. Οι αλεπούδες και τα κοράκια ήταν σε επικήρυξη με πέντε δραχμές η αλεπού, δυο δεκάρες το αυγό και μισή δραχμή το κεφάλι της καρακάξας και του κορακιού. Σκαρφαλώναμε στις στέγες παλιών σπιτιών ή στα κυπαρίσσια και άλλα δέντρα μαζεύοντας αυγά ή μικρά πουλιά και στο κατέβασμα από το κυπαρίσσι, πιάναμε την κορυφή λυγιζοντάς τη, φθάναμε πιο γρήγορα στο έδαφος για να ανεβούμε σε άλλο κυπαρίσσι ή όταν είμαστε άπρακτοι με ταλάντωση πηγαίναμε από το ένα κυπαρίσσι στο άλλο, γιατί υπήρχαν και δενδρογαλιές που έτρωγαν τα αυγά και τα μικρά πουλιά.. Το πιο συγκινητικό για μένα ήταν τα κιρκικένια, που δυστυχώς τα φυτοφάρμακα τα εξαφάνισαν. Αυτά έκαναν τη φωλιά τους στις τρύπες των σπιτιών. Όταν τα μικρά τους έβγαζαν το πρώτο χνούδι τους τα πιάναμε και τα ταΐζαμε στο στόμα με κάμπιες, τζιτζίκια και ακρίδες. Αυτά ημέρευαν και ήταν πιστοί συντροφοί μας. Εγώ και ο Θανάσης Τσιλιβίτης λόγο των σπιτιών μας πού είχαν τρύπες έφτιαχναν φωλιές τα κιρκινέζια, τα πιάναμε και είμαστε οι γητευτές τους. Μας ακολουθούσαν σε κάθε μας βήμα στο αυλάκι, στον κάμπο και στο ποτάμι και τρέφονταν αργότερα μόνα τους. Είχα ένα κιρκινέζι τρία χρόνια στο σπίτι μου, και κάποιος γύφτος μου το έκλεψε και το πούλησε. Έκλαψα πάρα πολύ για αυτή την απώλεια καθώς και για το σκύλο μου που μου τον φαρμάκωσαν, με φόλα. Το κυνήγι με τα δόκανα, το κυνήγι με τα αγκίστρια, τα διάφορα δολώματα που βάζαμε, οι τοποθεσίες που θα τα στήσουμε, ή ώρα που θα τα στήσουμε, ή ώρα της επίσκεψης και επιστροφής, ή ώρα του μαδήματος και ψησίματος, το κυνήγι του λαγού και του σκαντζόχοιρου ήταν μια μαγεία, που δυστυχώς πολλά άτομα της γενιάς μου, δεν τη γεύτηκαν.
Οι τσουκαλίνες κοινώς σουσουράδες είχαν αδυναμία να τρώνε τα κόπρανα των αγελάδων και ζώων. Μια φορά στον κάμπο πήραμε την αγελάδα κάποιου κακού ανθρώπου, δεν αναφέρω το ονομά του, τις μαζέψαμε και χορτάρι, για να μη μείνει νηστικιά, της βάλαμε το παλούκι σε ένα οργωμένο κτήμα, για να στήσουμε τα δόκανα. Ήλθε αυτός ο κακός άνθρωπος, μας πήρε τα δόκανα και μας κυνήγαγε με το τσεκούρι του με βρισιές και ανήκουστες απειλές, οπότε με τα ρούχα πέσαμε στο Βάλτο, βγήκαμε απέναντι και γλυτώσαμε. Την άλλη μέρα για εκδίκηση επειδή αυτός ο κακός κύριος είχε φυτεμένα καρπούζια, πεπόνια και καλαμπόκια, κόψαμε από όλα, τα βάλαμε σε ένα σακί, και κάτω από τα ευκάλυπτα του Πάμμισου, αφού κάναμε πρώτα το μπάνιο μας, στα κρύα νερά του με αδαμιαία περιβολή, ψήσαμε τα καλαμπόκια και γευτήκαμε το καρπούζι και πεπόνι, κάνοντας το γεύμα και στους Φρονιμαίους από τη γειτονική Σκάλα, μιας και οι πιο πολλοί Σκαλαίοι ζούσαν τα καλοκαίρια στον Κάμπο.
Στο Μελιγαλά όταν ήμουν μαθητής γυμνασίου, το κυνήγι ήταν καθημερινό μου σπορ εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα φαγητό και χαρτζιλίκι. Στο διαδίκτυο έχω αναρτήσει το βιωματικό αυτό διηγημά μου με τίτλο: «Ζητείται Συγκάτοικος» με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και είχε μεγάλη επισκεψιμότητα.
Από το μεγαλύτερο σούπερ μάρκετ, τη φύση, μαζεύαμε ρίγανη, θρούμπι, θυμάρι, χαμομήλι, άγρια μέντα, φλισκούνι, άγρια χόρτα κ.λ.π., για φαγητό και χαρτζιλίκι και το καλλίτερο γλυκό ήταν η φράουλα, σουλτανίνα και το κυδώνι και ειδικά όταν είχε κανέλλα, αρμπαρόριζα και μύγδαλα. Πολλά από αυτά τα πουλάγαμε στα τραίνα ή στην πλατεία του χωριού. Φυτεύαμε το μπαξέ τον οποίο πότιζε το αυλάκι και στο σπίτι είχαμε το γαϊδούρι, γουρούνι, γίδα, πρόβατο, κουνέλια, κότες, τα οποία ταΐζαμε μουρόφυλλα, φραγκόσυκα, καψαλητές φραγκοσυκιές, συκόφυλλα, σανό, λιόκλαρα, μουχρίτσα, ζαρζαβατικά του μπαξέ και ότι έμενε μετά το καθάρισμα των χόρτων και λαχανικών. Δυστυχώς τώρα χάθηκαν οι παλιές γεύσεις από κρεατικά, γιατί την παραγωγή έχουν αναλάβει φάρμες. Το ίδιο ισχύει για τις γεύσεις από δέντρα, φρούτα, λαχανικά και τα βότανα που ήταν φυλαγμένα σε κάθε σπίτι πάνω στην τράβα δεν υπάρχουν, γιατί πολλά έχουν εξαφανιστεί από την αλόγιστη χρήση των φυτοφαρμάκων . Δεν υπήρχαν πυρκαγιές, γιατί τα κτήματα δεν λόγγωναν ποτέ και η προσωπική εργασία για όλα τα κοινωφελή έργα του χωριού γινόταν χωρίς τίμημα. Το καλάμι ήταν για πολλές χρήσεις και μαζί με τη λυγιά, το σχοίνο και την ιτιά ήταν υλικά καλαθοπλεκτικής και τα προσέχαμε, γιατί ήταν χρηστικά και είχαμε οικονομικό όφελος. Δεν υπήρχαν σκουπίδια και χωματερές, γιατί γινόταν η παραγανάλωση και ανακύκλωση επιτόπου.
Η ΜΑΓΕΙΑ
Γυρνώντας από το πότισμα του μπαξέ , πάει κατευθείαν για να ιδεί πως πήγε το κυνήγι. Είχε στήσει, δόκανα και πλακοπαγίδες, στη γύρω περιοχή. Το κυνήγι πλούσιο. Πέντε τζομάχια, τρείς τσουκαλίνες, 2 ασπροκόλια και μια λιάριζα. Πηγαίνει κατ' ευθείαν σπίτι του και φέρνει τα σύνεργα. Αλάτι, μαχαίρι, ρίγανι, λεμόνι, λάδι, πιάτο και σπίρτα και πάει στον κήπο του σπιτιού του αφού προηγουμένως έχει φέρει νερό από το πηγάδι, και πιάνει αμέσως δουλειά. Ετοιμάζει τη φωτιά και αρχίζει με χαρά το ξεπουπούλιασμα της λείας του. Ο σκύλος και τα γατιά περιμένουν και αυτά το μερτικό τους. Η φωτιά είχε σχηματίσει τη θράκα και τα μαδημένα πλέον πουλιά άρχισε να τα τσουρουφλίζει, πάνω από τη θράκα. Με το μαχαίρι τα ξεκοιλιάζει, δίνει στα σκύλο και τα γατιά το μερίδιο που τους ανήκει, τα πλένει, τα αλατίζει, τα βουτά στο πιάτο με το λάδι και αρχίζει να τα ψήνει πάνω στα κάρβουνα. Εκείνη τη στιγμή έρχεται η συμμαθήτρια του Ευγενία. Μούσπασαν τη μύτη οι μυρωδιές. Κάθε ημέρα πουλάκια τρώμε. Εσύ με την εξυπνάδα που έχεις, θα πας πολύ μπροστά. Όλοι οι άλλοι που μένουν στο σπίτι μου το παίζουν αριστοκράτες. Εκείνη τη στιγμή έρχεται και η Βάσω για να πάρει νερό από το πηγάδι. Τι θα γίνει με σένα; Πάλι πουλάκια σήμερα; Έλα να καθαρίσουμε πατάτες να τις τηγανίσουμε, στην τηγάνα, και να μου δώσεις να φάω και εγώ ένα πουλάκι. Έρχεται εκείνη τη στιγμή με ένα μπουγέλο και ο Γιάννης ,ο αδελφός της Βάσως.
Βρε αθεόφοβε η ψυχή σου θα πάει στην κόλαση. Δεν αφήνεις πουλί να ζήσει. Γιάννη τα πουλιά ψήθηκαν ,η τηγανιά με τις πατάτες γίνεται
Έρχεται η Βάσω και τους λέει το τραπέζι είναι έτοιμο ο Γιάννης βάζει τις πατάτες στο ένα πιάτο, βγαζοντάς τες από την τηγάνα που ήταν πάνω σε μια σιδερωστιά, στο άλλο πιάτο ήταν ψημένα τα πουλιά και είπε στο γειτονά του Γιάννη να φέρει ψωμί να καψαλήσουν και να ψήσουν και καλαμπόκια που έφερε από το μπαξέ του. Τρέχει, φέρνει το ψωμί, το ψήνουν και πάνε όλοι στο τραπέζι, στη κατώγα, ακούγοντας και τα χελιδόνια να κελαηδούν που είχαν χτίσει φωλιές 3 φωλιές, κάτω από το πάτωμα του σπιτιού. Σήμερα παιδιά γίναμε πολλοί, λέει η δίδυμη αδελφή του κυνηγού Γιάννη. Έλα να πιούμε ένα ποτηράκι κρασί για την ημέρα. Πηγαίνει στο βουτσί και βάζει κρασί, από φιλέρι σταφύλι, σε μια κανάτα. Πετάγεται η Βάσω και λέει. Ο Γιάννης διαβάζει πολλά παιδιά και βοηθάει και μένα στα μαθηματικά. Με έχει μάθει και μένα να φτιάχνω δόκανα, πλακοπαγίδες, αγκίστρια, ψαροβότανο, λάστιχο και να παίζω τάβλι και χαρτιά λέει η Ευγενία.
Γιάννη θα με μάθεις και μένα να φτιάχνω δόκανα λέει ο Γιάννης ο αδελφός της Βάσως. Όλα τα καταλαβαίνω, αλλά τα μπερδεύω εκεί που στρίβω το ατσάλι, στην πρόκα. Θα σε μάθω τώρα γιατί το απόγευμα έχω πάλι πότισμα στο μπαξέ και να μαζέψω μουρόφυλλα και φραγκοσυκιές, του απαντά ο άλλος Γιάννης, ο κυνηγός.
Αφού έφαγαν όλοι η Βάσω, η Ευγενία και η Άννα παίρνουν τα ποτήρια και πιάτα, για να τα πλύνουν στον κήπο που είναι στην αυλή του σπιτιού. Πάμε Γιάννη να σε μάθω να φτιάχνεις δόκανα, για να πιάνεις πουλιά. Παίρνουν το ατσαλόσυρμα, χοντρό σύρμα, πένσα και τανάλια και πάνε επί το έργον, έξω στην αυλή, πάνω στην τρίφτα, κάτω από την μουριά, με παρέα το σκύλο και τις γάτες, που τους έκαναν νάζια, γιατί γεύτηκαν το κυνήγι του Γιάννη.
Για αυτά που θα σε μάθω, το απόγευμα θα έρθεις να με βοηθήσεις να πάμε στο μπαξέ , και μετά το πότισμα να μαζέψουμε μουρόφυλλα μια κόφα, και μια κόφα φραγκοσυκιές που θα τις καψαλίσουμε, για τα ζώα, γιατί η μάνα μου αυτήν την αποστολή μου έχει αναθέσει σήμερα, επειδή δουλεύει στα ρύζια, στον κάμπο.
Τα πρόσωπα είναι πραγματικά. Ο κυνηγός είναι ο Γιάννης Λύρας, η Άννα είναι η δίδυμη αδελφή του, η Βάσω και ο Γιάννης είναι τα αδέλφια Μυλωνά και η Ευγενία είναι η συμμαθητριά μου Ευγενία Ντουραμάκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου