Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Η Παναϊτσα , το ξωκκλήσι του 11ου Αιώνα στη Βαλύρα

Αφιερωμένο στη δασκάλα μας Βαλύρα

Ήταν Παρασκευή βράδυ, Μάρτιος του 1969, πήγαινα στη Πέμπτη Δημοτικού και

ζούσα με τους γονείς μου και τις δύο μικρότερες αδερφές μου στο Μπιζάνι ,στη Βαλύρα.

Είχα ξαπλώσει νωρίς, γιατί έπρεπε να ξεκουραστώ από το φόρτο του σχολείου και να

ξυπνήσω τα χαράματα ,για να συνοδεύσω τη μητέρα μου στα κτήματά μας ,στις Χούνες.

Η μητέρα μού είχε υποσχεθεί ,από την αρχή της εβδομάδας, ότι όταν θα ξημέρωνε το

Σάββατο και δεν θα είχα εκκρεμότητες με τα μαθήματα μου, θα πηγαίναμε εκδρομή στους

ελαιώνες .

Η γιαγιά μου Κωνσταντίνα θα μας δάνειζε το ήσυχο, υπομονετικό και δυνατό

γαϊδουράκι της για να φορτώσουμε τα πράγματά μας και αν κουραζόμουν, θα μπορούσα

να καθίσω πάνω στο πλατύ, και στολισμένο με υφαντό κιλίμι και με μπλε χάντρες και

ξύλινο σταυρό σαμάρι του. Οι δύο μικρότερες αδερφές μου θα έμεναν στο σπίτι για να

διαβάσουν, γιατί ήταν μικρές και η διαδρομή ήταν πολύ μεγάλη γι αυτές. Θα τις έφερνε το

μεσημέρι ο πατέρας μας , με το αγροτικό του αυτοκίνητο

, να φάμε όλοι μαζί στην εξοχή, αφού τελείωνε την εργασία του στο σιδηρουργείο , που

διατηρούσε στο κεντρικό δρόμο της Βαλύρας που οδηγεί προς τη Λάμπαινα και τη

Μεσσήνη, κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου.

Προσπαθούσα να κλείσω τα μάτια μου, αλλά μου ήταν αδύνατον. Με είχε

αναστατώσει η αγωνία και η χαρά της προσμονής ,για την επόμενη μέρα. Ήμουν ήδη

νοητικά στα κτήματα, κατηφόριζα και προσκυνούσα στο εκκλησάκι της Παναϊτσας

...ώσπου κουράστηκα και κοιμήθηκα για λίγες ώρες, αλλά μόλις άκουσα τον κόκκορα

στην αυλή του σπιτιού της θείας Κατίνας , πετάχτηκα όρθια για να ετοιμαστώ. Δεν είχε

ανατείλει ο ήλιος και η μητέρα μου ήταν ήδη μία ώρα πιο πριν στο πόδι. Ετοίμαζε ζεστό

χυλό με καλαμποκάλευρο και φρέσκο μέλι ,που είχε φέρει ο Μιχάλης Λάγιος, ο

μελισσοκόμος του χωριού για τον πατέρα μου . Του άρεσε ιδιαίτερα ο ζεστός χυλός, γιατί

ανακούφιζε το λαιμό του και ένιωθε χορτάτος. Ήπια ένα φλιτζάνι ζεστό γάλα, δοκίμασα

τρεις κουταλιές χυλό, δεν με ενθουσίασε και έφαγα ένα μικρό κομμάτι σταφιδόψωμο ,που

είχε φτιάξει η μητέρα μου από τη προηγούμενη μέρα.

Στρώσαμε μία παλιά,καρό υφαντή πετσέτα της γιαγιάς μου μέσα σε ένα κοφίνι και

τακτοποίησε η μητέρα μου ένα καρβέλι ψωμί, τυλιγμένο σε μία λευκή πετσέτα ,που την είχε

δέσει σταυρωτά στις άκρες. Τοποθέτησε μία κονσέρβα καλαμαράκια σε ελαιόλαδο, δύο

ντομάτες, δύο αγγούρια, ένα βαζάκι ελιές, ρίγανη , αλάτι κι ένα λεμόνι. Πρόσθεσε μερικά

φρούτα, μήλα, πορτοκάλια και μανταρίνια, ένα παγούρι με νερό, ένα μικρό μπουκάλι λάδι,

μαχαίρι ,πιρούνια, κουτάλια, σακούλες για σκουπίδια, χαρτοπετσέτες και πάνω έβαλε, σε

ένα πλαστικό δοχείο φαγητού, μερίδες τηγανιτό βακαλάο με κρούστα. Επίσης , δίπλωσε

σε λαδόκολλα σπανακόπιτα γλυκιά, με μαύρες σταφίδες , φτιαγμένη με σπιτικό φύλλο.

Τέλος, έβαλε λίγα μπισκότα σε ένα αλουμινένιο κουτί .Θυμήθηκε να πάρει μαζί και μία

γλυκόριζα, που μου άρεσε να τη μασουλάω, όταν έπρεπε να κάνω υπομονή και να την

περιμένω μέχρι να τελειώσει τις αγροτικές εργασίες της. Δεν ξέχασε τα σπίρτα, για να

ανάψουμε το καντηλάκι της Παναϊτσας. Σκεπάσαμε και δέσαμε το καλάθι. Ύστερα χώσαμε

μέσα σε ένα καθαρό σακί για ελιές μία λεπτή κουρελού, ένα κλαρωτό τραπεζομάντιλο και

ένα διπλωμένο προσεκτικά ,με σκληρό χαρτί, πριόνι. Αφήσαμε τον πατέρα μου και τις

αδελφές μου να κοιμούνται, με το πρωινό τους έτοιμο στο τραπέζι και φύγαμε αθόρυβα.

Κατηφορίσαμε το δρόμο από το Μπιζάνι και φθάσαμε στη Δημοσιά, στο Γριβέϊκο σπίτι

της γιαγιάς μου, χωρίς να το καταλάβω. Η μητέρα μου κρατούσε κάτω από την αριστερή

της μασχάλη το σακί και με το δεξί της χέρι το καλάθι από τη μία πλευρά. Από την άλλη

πλευρά βοηθούσα, με πολλή χαρά και όσο άντεχα, με το αριστερό μου χέρι. Η γιαγιά μου,

όταν μας είδε φορτωμένες ,μας καλημέρισε χαμογελώντας. Έλυσε το γάιδαρο από το

στύλο στο κήπο και τον έφερε, τραβώντας το σχοινί του. Η μητέρα μου φόρτωσε αριστερά

και δεξιά στο σαμάρι τα πράγματα, η γιαγιά μου έστρωσε καλά το κιλίμι και με βοήθησε


να ανέβω. Ξεκινήσαμε με τη μητέρα μου μπροστά,να τραβάει το σχοινί και να προσέχει

μην προγκίσει το άμοιρο ζωντανό κανένας σκύλος ή όχημα ,που τρέχει με μεγάλη

ταχύτητα. Στο δρόμο καλημερίσαμε τη θεία Πότα του Κολοβάκια, το πατέρα της δασκάλας

Αφρούλας, τη μητέρα της φίλης μου Ελένης Καυκούλα, και μία θεία, που ερχόταν από το

Ναζίρι στη Βαλύρα.

Όταν φθάσαμε στη ποτάμι του χωριού, κατέβηκα, γιατί φοβόμουν να περάσω τη

γέφυρα πάνω στο γάιδαρο. Περάσαμε γρήγορα και προσεκτικά και στρίψαμε δεξιά, προς

τη Παναϊτσα. Μετά από εκατό μέτρα χωματόδρομου, φθάσαμε στο εκκλησάκι. Πάντα

σταματούσαμε, όταν πηγαίναμε να τινάξουμε ή να φροντίσουμε τις ελιές , στεκόμασταν

λίγο στη Παναϊτσα , ανάβαμε τη καντήλα και προσκυνούσαμε , ευχαριστώντας για τη

νέα σοδειά .Τι όμορφο εκκλησάκι! Λιτό, μυστηριακό, αναδύει την ευωδία της Αγιοσύνης

στα φωτεινά πεδία της σιωπής, από τον 11ο μΧ. αιώνα. Η Παναϊτσα ονομαζόταν Ιωάννης

 Ιωάννης Θεολόγος, πριν από το 1936, αναφέρει ο Ιστοριοδίφης, Ερευνητής και καθηγητής

Βιολογίας ,κ. Ιωάννης Λύρας, γέννημα και θρέμμα της Βαλύρας, στο βιβλίο του με τίτλο

“Τοπική Ιστορία της Μεσσηνίας”. Τα παλιά χρόνια οι Βαλυραίοι είχαν στήσει μπεζεστένι και

έκαναν εμποροπανήγυρη λίγο πριν από τη γέφυρα του χωριού , στις 8 Σεπτεμβρίου. στα Εισόδια της Θεοτόκου.

Επειδή η εμποροπανήγυρη της Βαλύρας γινόταν τις ίδιες μέρες με αυτή του Μελιγαλά,

σταμάτησε μόνιμα στη Βαλύρα. Παρατηρώντας μια παλιά γκραβούρα, που σχεδίασε ο

Βαλυραίος αρχιτέκτονας Ανδρέας Τσώνης διακρίνεται ο έντονος φυτικός διάκοσμος γύρω

από το εκκλησάκι. Σε μία δεύτερη γκραβούρα, αγνώστου ,παρατηρούμε δύο ψηλά

κυπαρίσσια αριστερά, κοντά στην είσοδο ,που δεν υπήρχαν το 1969. Ο χρόνος τα

κατέβασε αλύπητα. Στα είκοσι μέτρα από τη Παναϊτσα υπάρχει ακόμη αρχαίο πηγάδι,

όπως έχει διαπιστώσει ο κ. Ιωάννης Λύρας. Επίσης, υπήρχαν πριν από 60 χρόνια

σκόρπιοι κίονες δωρικού και κορινθιακού ρυθμού , στην ανατολική πλευρά , στον

περίβολο του ιερού ναού.

Στη Παναϊτσα, η μητέρα μου έδεσε το γάιδαρο σε ένα μεγάλο θάμνο με χοντρό κορμό,

έβγαλε το νερό, το λάδι και τα σπίρτα από το καλάθι, μαζί με λίγες χαρτοπετσέτες και με

βοήθησε να καθαρίσουμε προσεκτικά τη καντήλα και να την ανάψουμε. Προσευχηθήκαμε

με κατάνυξη ψυχής, προσκυνήσαμε και πήραμε το δρόμο ,αντίθετα προς το Γοργόρεμα,

για να φθάσουμε στις Χούνες. Αν και η μέρα ήταν ηλιόλουστη, το κρύο του Μαρτίου ήταν

αισθητό. Όμως δεν με ένοιαζε . Έβγαλα τα γάντια μου, ανασήκωσα τα μανίκια στο παλτό

μου, έδεσα γερά τα κορδόνια στις μπότες μου, γιατί έπρεπε να προσέχω μη πατήσω

κανένα φίδι, σαύρα ή σκορπιό και ετοιμάστηκα για τη περιπέτεια της ημέρας.

- Από πού θέλεις να ξεκινήσουμε πρώτα, το κάτω ή το πάνω κτήμα; Με ρώτησε η μητέρα

μου.

-Μαμά από το κάτω κτήμα, να κοιτάξουμε για μανιτάρια. Να βρούμε αρκετά, να πάμε και

στη γιαγιά.

-Εντάξει, είπε και έδεσε το γάιδαρο σε μία ελιά. Βρήκε και μία φρεσκοκομμένη κλάρα από

τις ελιές και την έδωσε στο ζωντανό για να τη φάει. Γνωρίζαμε και παρακολουθούσαμε για

χρόνια τα σημεία που φύτρωναν τα μανιτάρια. Τα εντοπίζαμε κοντά στις ρίζες στις ελιές ,

υπό ορισμένες συνθήκες. Φύτρωναν στα πιο ήσυχα σημεία, κρυμμένα από τα μάτια των

περαστικών, κάτω από πλατιά πράσινα φύλλα και ξερά λιόφυλλα, ή στις κουφάλες στις

ελιές. Η μητέρα μου ήξερε να τα ξεχωρίζει και με ένα μαχαιράκι έκοβε τα κατάλληλα για

βρώση. Όταν βρίσκαμε δέκα μεγάλα, μαζεύαμε τα οκτώ και όταν βρίσκαμε οκτώ μικρά

,μαζεύαμε τα πέντε. Πάντα αφήναμε μανιτάρια πίσω, στη πολιτεία των μανιταριών. Εκείνη

τη μέρα βρήκαμε αρκετά. Τα τοποθετήσαμε μέσα σε χάρτινες σακούλες που είχαμε μαζί

μας από τα ψώνια στο μπακάλικο του Αριστείδη Μακρή και τα φυλάξαμε προσεκτικά μέσα

στο καλάθι, για να μη διαλυθούν. Παρατήρησα ότι οι μητέρα μου είχε μαζέψει ένα μικρό

ματσάκι με σπαράγγια από τους γύρω φράχτες. Άρεσε στους γονείς μου να τα

αλευρώνουν και να τα τηγανίζουν. Τα έτρωγαν συνοδευτικά με το κυρίως γεύμα τους. Μια

φορά δοκίμασα, ήταν πολύ νόστιμα, αλλά έπεσα στη περίπτωση που ένα σκληρό


σπαράγγι μου κάθισε στο λαιμό και δεν θέλησα να φάω ξανά, μέχρι την ενηλικίωση μου.

Αφού κοίταξα τριγύρω μην έχει φυτρώσει καμιά ανεμώνη και εντόπισα δύο ρίζες στο δεξιό

φράχτη, αγκάλιασα την αγαπημένη μου ελιά, τη γιαγιά του κτήματος με το μεγαλύτερο

κορμό , λύσαμε το γάιδαρο και προχωρήσαμε προς τον πάνω κτήμα.

Δεξιά, στην είσοδο του ελαιώνα, μας περίμεναν δύο τεράστια πουρνάρια με πολύ

καρπό, φυτρωμένα πάνω σε κοκκινόχωμα. Με κλαδάκια από πουρνάρια στόλιζα τα

πρεβάζια των παραθύρων του σπιτιού τα Χριστούγεννα. Καθώς μπήκαμε μέσα στον

ελαιώνα, μας χαιρέτησε αριστερά ένα τεράστιο κυπαρίσσι με πολλά κυπαρισσόμηλα και

στο πεζούλι πολύ φασκόμηλο και δυο ρίζες φρέσκια ρίγανη. Του πατέρα μου του άρεσε να

πίνει τα Χειμωνιάτικα βράδια φασκόμηλο, αναδεύοντας τα ξύλα στο τζάκι. Εμένα με

συγκινούσε μόνο το άρωμά του. Το έβρισκα πικρό στη παιδική μου γεύση και ζητούσα στη

μητέρα μου να ρίξει στο φλιτζάνι μου τρία κουταλάκια ζάχαρη,ή πολύ μέλι, όταν έπρεπε να

το πιω, γιατί είχα πονόλαιμο. Αφού μαζέψαμε δύο μπουκετάκια φασκόμηλο, ένα για το

σπίτι μας και ένα για τη γιαγιά μου, η μητέρα μου έστρωσε τη κουρελού να καθίσω, ώστε

εκείνη να καθαρίσει το κτήμα, μέχρι να έρθει ο πατέρας μου και οι αδερφές μου και μου

έδωσε τη γλυκόριζα.

-Μαμά, πότε θα έρθει ο μπαμπάς; Ρώτησα κοιτάζοντας το μικρό ρολόι μου, με το μαύρο,

λεπτό λουράκι, στο αριστερό μου χέρι, που μου είχαν κάνει δώρο οι γονείς μου το

προηγούμενο Πάσχα.

Γύρω στη μία ,απάντησε εκείνη.

Είχαμε ακόμη τρεις ώρες.

-Μαμά, θα προλάβουμε σήμερα να πάμε να μαζέψουμε πέτρες και ανεμώνες;

-Πέτρες; Πάλι πέτρες θα μαζέψεις;Θα σε μαλώσει ο μπαμπάς, δε θέλει να ζωγραφίζεις,

αλλά να συγκεντρώνεσαι μόνο στα μαθήματά σου.

-Σε παρακαλώ μαμά, μόνο μία και καλή.

-Εντάξει, γιατί θα τις δει ο μπαμπάς μέσα στο σακί, είναι και βαριές αυτές που σου

αρέσουν.

Άρχισα να ανεβαίνω και να κατεβαίνω , κοιτάζοντας προσεκτικά στα πεζούλια,

μήπως εντοπίσω καμία της αρεσκείας μου. Έψαχνα να βρω μία μοναδική πέτρα , που να

θέλω πολύ να τη πάρω στο σπίτι! Κάποια στιγμή ξεχάστηκα και απομακρύνθηκα, ώσπου

είδα τη μητέρα μου να τρέχει πίσω μου.

-Σε έπιασα, είπε αγκομαχώντας. Πάμε πίσω μη σου ορμήσει κανένα πεινασμένο σκυλί.

-Μαμά, συγνώμη, είπα και την αγκάλιασα. Σε παρακαλώ, πάμε λίγο πιο κάτω, προς το

Γοργόρεμα, θυμάμαι ότι είχα δει πέρυσι μια ωραία πέτρα. Αν είμαι τυχερή και είναι ακόμη

εκεί.....

-Έχουμε το γάιδαρο και τα πράγματα. Δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε, άντε πάμε λίγο

πιο κάτω και στα γρήγορα.

Δεν άργησα να εντοπίσω τη πέτρα, μόνο που είχε μετακινηθεί, σε άλλο σημείο, σχεδόν

πεταμένη μπρος στο πέρασμα στο μονοπάτι.

-Αυτή είναι, αναφώνησα.

Η μητέρα μου τη σήκωσε προσεκτικά , μη έχει φωλιάζει κανένα φίδι ή σκορπιός από κάτω

και τρέξαμε προς το κτήμα μας.

Ήταν μία πολύ όμορφη οβάλ πέτρα, με λαιμό και μαλλιά στη κορυφή της , που κατέληγαν

σε μυτερό κότσο. Μαγεύτηκα όταν φαντάστηκα ότι θα αποκαλυφθεί μία νεαρή γυναίκα,

κάτω από τα λεπτά πινέλα μου. Τη κρύψαμε μέσα στο σακί και ξάπλωσα στη κουρελού,

αφού τυλίχτηκα με το παλτό και με μία μάλλινη ζακέτα της μητέρας μου, που δεν τη

φορούσε, γιατί ίδρωνε όταν εργαζόταν. Ξέχασα στη τσέπη μου τη γλυκόριζα, περιμένοντας

τον πατέρα μου και τις αδελφές μου να έρθουν.

Καθώς περίμενα, τακτοποιούσα σε μία τρίχινη σακούλα μικρά κλαδάκια από

πουρνάρια ,που ήθελα να ξεραθούν το καλοκαίρι, για να τα βάψω ασημένια τα επόμενα

Χριστούγεννα. Έδεσα σε μπουκετάκια το φασκόμηλο με νήμα από χόρτο, που είχαμε μαζί

και με πήρε ο ύπνος, γιατί δεν είχα κοιμηθεί αρκετά τη νύχτα. Ξύπνησα ακούγοντας το


αυτοκίνητο από μακριά και τις φωνές των κοριτσιών, που τραγουδούσαν “πέρα στους

πέρα κάμπους” και το “αηδονάκι το μικρό θέλω να το ημερώσω”.

Θα μου μείνει αξέχαστο εκείνο το γεύμα στον ελαιώνα. Φάγαμε και τα τρία παιδιά όλο

το φαγητό μας, που ήμασταν συνήθως λιτοδίαιτα και κάτω από το κανονικό μας βάρος.

Ο πατέρας μας ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα. Στη συνέχεια, αφού συνεννοήθηκαν οι γονείς μας,

είπε η μητέρα μου ότι έπρεπε να πάω στο σπίτι να προσέχω τις αδελφές μου και να τις

βοηθήσω να διαβάσουν τα μαθήματά τους για τη Δευτέρα. Ο πατέρας μας έπρεπε να

πάει στο Λέζι για να κολλήσει μία σιδερένια πόρτα ,που ήταν έτοιμη στο μαγαζί.

-Μαμά, ρώτησα, πότε θα μαζέψουμε ανεμώνες;

-Θα έρθουμε πάλι, το επόμενο Σάββατο, μου εξήγησε.

Δεν ξαναπήγαμε, γιατί έβρεχε για δύο συνεχή Σαββατοκύριακα, αλλά μια καθημερινή ,

που πήγε η μητέρα μόνη της στους ελαιώνες, μου έφερε δύο ανθισμένες ανεμώνες , με

πολύ χώμα στις ρίζες τους και τις μεταφυτέψαμε στον κήπο του σπιτιού μας.

Περνούσε ο καιρός, μεγαλώναμε εμείς τα παιδιά , αλλά το ίδιο σκηνικό

επαναλαμβανόταν κάθε χρονιά. Κόντευα να τελειώσω το Γυμνάσιο, το αντίστοιχο Λύκειο

σήμερα. Ήταν Μάρτιος του 1976, και ετοίμαζα τα χαρτιά μου για σπουδές στην Αμερική,

κοντά στην οικογένεια του πατέρα μου. Ήθελα να σπουδάσω ψυχολογία, αλλά δεν υπήρχε

εκείνη την εποχή αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή στην Ελλάδα. Κι ενώ ετοιμαζόμουν

για τη ξενιτιά, αισθάνθηκα ότι η Άνοιξη του 1976 ήταν το ύστερο αντίο στις παιδικές και

εφηβικές μου εμπειρίες στη Βαλύρα. Δεν ήθελα να φύγω πριν προσκυνήσω την εικόνα

της Υπεραγίας Θεοτόκου στο εκκλησάκι της Παναϊτσας. Οι φίλες που με αγαπούσαν ,μου

χάρισαν το τραγούδι η Φλαμουριά, τονίζοντας τη φράση, “κοντά μου πάντα μείνε, θα βρεις

γαλήνη εδώ”.

Μαμά, ρώτησα ένα ηλιόλουστο Σάββατο του Μαρτίου, μπορούμε να πάμε σήμερα βόλτα

στις Χούνες;

-Μα τελειώσαμε εκεί, γιατί θέλεις να πας στις Χούνες;

-Να πάμε να ανάψουμε το καντηλάκι στη Παναϊτσα, να με βοηθήσει που θα φύγω για τη

Βοστόνη.

Ξεκινήσαμε μια ώρα μετά το μεσημέρι και επιστρέψαμε κατά το δειλινό. Μάζεψα μικρές

πέτρες, αφού έψαξα σε όσα πεζούλια μπόρεσα, και μία πολύ μικρή για να πάρω σίγουρα

μαζί μου, στο μακρινό μου ταξίδι. Βρήκα ένα κτήμα γεμάτο ροζ, φούξια, μπλε και μοβ

ανεμώνες, αλλά δεν ήθελα να τις κόψω. Μόνο μία μοβ ρίζα πήραμε για να τη φυτέψουμε

στον κήπο του σπιτιού.

Βέβαια, υπήρχαν κίτρινες και κόκκινες ανεμώνες, στη κορυφή στις Χούνες, αλλά ποτέ δεν

περπάτησα έως εκεί για να τις ανακαλύψω. Αυτές είχαν τον δικό τους αγαπητικό, τον

νεαρό Ιωάννη Λύρα και τη θεία Λύρα της μνήμης του.

Αισθανόμουν ότι θα με έκοβαν από τις ρίζες μου και θα με μεταφύτευαν σε ξένη γη και

αυτό πονούσε πολύ μέσα μου. Καθώς επιστρέφαμε το δειλινό από τις Χούνες, βοήθησα τη

μητέρα μου να ανέβει στο γάιδαρο. Είχε μεγαλώσει κατά εφτά χρόνια και ήταν αρκετά

κουρασμένη, μοιράζοντας την ενέργεια της ανάμεσα στο σπίτι, στα κτήματα και στο μαγαζί

του πατέρα μου ,χωρίς διακοπή.

Καθώς Φως Ιλαρόν έλουζε το πρόσωπό μας και ο Άγιος Γιάννης Ριγανάς, μας ευλογούσε

από τα υψώματα, φθάσαμε στη Παναϊτσα. Προσευχήθηκα σιωπηλά ,ζητώντας να φωτίζει

η Παναγία το δρόμο μου. Ένα παράπονο, σαν το τελευταίο άσμα του αηδονιού, ήρθε στο

νου μου και με έλουσε ο ιδρώτας της προσμονής για ένα καλύτερο μέλλον, κάνοντας την

υπέρτατη θυσία, αυτή της απομάκρυνσης από τον αγιασμένο τόπο, που με γέννησε και με

γαλούχησε με τόσο λεπτά και μοναδικά συναισθήματα , με θείες και ανθρώπινες νοητικές

και πνευματικές εμπειρίες.

Επιστρέψαμε στο σπίτι και σημείωσα τρεις στροφές που συνέθεσε ο νους μου ,μπρος

στο καντηλάκι της Παναϊτσας. Τις διαβάζω , μετά από σαράντα τέσσερα χρόνια και

βιώνω ξανά την εφηβική μου αβεβαιότητα ,αλλά και την ακράδαντη πίστη, ότι μια μέρα, με

πολλές εμπειρίες ζωής,φορτωμένες στη κυρτή μου πλάτη, θα επιστρέψω στις ρίζες μου.


Η ώρα του απόβραδου πλησιάζει

ο ήλιος χάνεται σιγά-σιγά

αγάπες μες τα πέλαγα ανασταίνουν

τα όνειρα, καράβια μακρινά.

Πετάνε τα πουλάκια στις φωλιές τους

ανάπαυση να βρούνε λίγη εκεί

και τρέχουν τα σκυλιά στα αφεντικά τους

που φέρνουνε τα αρνάκια απ τη βοσκή.

Γελούν του πικραμένου τα δυο χείλη

το πόνο του ξεχνάει τώρα δω

της Παναγιάς το σκαλιστό καντήλι

φως χύνει μες το χρόνο το γοργό.

Το μονοπάτι για τις Χούνες είναι πλέον δρόμος που οδηγεί στην ιερή Μονή του

Βουλκάνου. Ωραίες πέτρες δεν υπάρχουν πια στα πεζούλια, αλλά υπάρχουν απολιθώματα,

που μαρτυρούν τη μνήμη της γης, τα μανιτάρια δε φυτρώνουν γύρω από τις ρίζες στις

ελιές και οι ανεμώνες φύονται σε δύσβατα μονοπάτια. Τις ιερές εικόνες στο ξωκκλήσι της

Παναϊτσας τις αφαίρεσαν στελέχη της εκκλησίας, με τις ευλογίες του Μητροπολίτη

Μεσσηνίας, τη σκοτεινή περίοδο της δεκαετίας του 1980, με το πρόσχημα της συντήρησης

,αναπαλαίωσης και τοποθέτησης σε Μητροπολιτικό μουσείο στη Καλαμάτα. Υπάρχει όμως

η Παναίτσα μας, που κανένας δεν μπορεί να την κουνήσει από την αγία θέση της, με

κανένα εικονομάζωμα ανά τους αιώνες. Υπάρχει κάτι που παραμένει αθάνατο, ζει και

ανασαίνει μέσα μας. Είναι η μνήμη της γενιάς ,που αναπολεί διακαώς τη μεγάλη δασκάλα

Βαλύρα της.

Η Βαλύρα , με πίστη στο Θεό, υπομονή και επιμονή ,γαλουχεί αιώνια τα παιδιά της.

Ο άνεμος της μνημοσύνης φύσηξε και μου έστειλε ελπιδοφόρο μήνυμα, από το καθηγητή

μας Ιωάννη Λύρα:

“Είδα ,σε νεαρή ηλικία,όταν πηγαίναμε για τις ελιές, σαλιγκάρια, μανιτάρια, οβρυές,

σπαράγγια, αγκίστρια, δόκανα για ψάρεμα, υπήρχε μονοπάτι που οδηγούσε στις Γύρες

,με έξοδο στο εκκλησάκι άγιο Νικόλαο , που ήταν παλιά εθνική οδός.

Είδα πεσμένους κίονες δωρικού και κορινθιακού ρυθμού στη Παναϊτσα, αλλά που μυαλό

τότε. Στα είκοσι μέτρα σώζεται αρχαίο πηγάδι . Το πλίθινο σπιτάκι του

Γεωργακόπουλου ,που ήταν δίπλα και μέναμε δεν υπάρχει.

Στις Χούνες υπάρχουν ακόμη πολλά απολιθώματα, κίτρινες και κόκκινες ανεμώνες στη

κορυφή και αιωνόβιες ελιές, πηγαίνοντας προς το Σέλικο. Το Γοργόρεμα δεν έχει πλέον

τρεχούμενο νερό, το σπιτάκι του Κοτσαλή , με τον ανθισμένο κήπο γεμάτο κόκκινους και

κίτρινους κρίνους είναι ερειπωμένο, το καλντερίμι, το γρέκι του Καπότη και οι Τούρλες

δεν υπάρχουν, που εκεί πιάναμε χέλια, ψάρια, και καβούρια . Σώζεται το κτήμα του

Σφήκα με παλιές ποικιλίες μανταρινιάς και κληματαριές φράουλας, που διατηρούνται

από το νερό της βροχής. Υπάρχουν αρκετές αιωνόβιες ελιές  μιας και έχουμε κτήμα εκεί

,και οι πεζούλες που υπήρχαν είναι λογγομένες”.

Μια καλοκαιρινή ημέρα με το καλό ,θα κάνουμε αυτή τη μαγευτική διαδρομή!


Η Παναϊτσα του Ανδρέα Τσώνη

Πηγή: Λύρας Ιωάννης(2018).Βαλύρα Ονομάτων Επίσκεψις, σελ.52.Αθήνα.

Ας χαρούμε την ευλογημένη Μεσσηνιακή γη ,όσο μπορούμε ακόμη, και ας διδάξουμε στα

παιδιά και εγγόνια μας να σέβονται και να μην καταστρέφουν το τόπο μας ανεπανόρθωτα.


Ο Θεός μαζί σας!


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου


25/7/2021 

Δεν υπάρχουν σχόλια: