Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Βαλύρα:Αναμνήσεις από τα ποτιστικά των θρύλων

Θυμάμαι ήταν Αύγουστος σχολιαρούδι τότες. Ξαπλωμένος  στο πεζούλι , με τα πόδια κρεμασμένα ,ρέμβαζα στο μελιχρό εκείνο δειλινό. Ο ήλιος ξάπλωνε το πυραχτωμένο του κορμί στη κορυφή του Αγιό Βασίλη,σαν να ήθελε να ξαποστάσει.Αγάλι-αγάλι ανέβαινε ο ίσκιος στο βουνό ,σαλτάριζε τα ισιώματα .Θεόρατα κυπαρίσσια στο Γοργόρεμα ,γέρναν τις λιγερές κορφές τους να τον καλωσορίσουν.Λαμποκοπούσε ακόμα η Σιόριζα κι ‘ ανάμεσα το ποτάμι με μυλαύλακο χαλί ξεδιπλωμένο, καταπράσινο.Η κοιλάδα των Τεμπών,έτσι την είχα βαφτίσει τότες και μου φαίνεται δε λάθεψα.Ένας κούκος με μονότονη συρτή φωνή σάλιαζε το σούρουπο τη νύχτα.

Γαϊδουράκια φορτωμένα με κατάμεστα κοφίνια,κατσίκες σα μπάλες φουσκωμένες 
,μαρτίνια,γυναίκες και παιδιά,ανηφόριζαν το κακοτράχαλο δρομάκι για το Μπιζάνι,
για την απάνω ρούγα, για το μαχαλά του Αγιό Θανάση .Αντιλαλούσαν οι πλαγιές και το Γοργόρεμα.Πάνω σε μια μουριά, κάτω εκεί κοντά, ένας άνθρωπος ανέμιζε το τσεκούρι του.Γκάπ-γκούπ, γκάπ-γκούπ ,και σαν να σχίζανε σεντόνι,ένα παρατετα-μένο  κρρρρ, ήχησε στ’ αυτιά μου.Νάτος πάλι,νάτος πήδησε πήδησε πάνω του και σαν να τσαλαπάταε σταφύλια,το ξέκανε,το έκανε κομμάτια το διέλυσε.Πύκωσε το σκοτάδι ,σκυφτός διαβαίνει το στρατί ,την πρώτη βόλτα, τη δεύτερη,στην τρίτη 
κοντοστέκεται να πάρει ανάσακαι νάτος στέκει ολόρθος πίσω μου.Τον φοβήθηκα 
,κρ΄σαταγα την αναπνοή μου μην ακούσει μη με δεί.<<Στο καλό μπαξεδάκι μου 
στο καλό>> μουρμούρισε με φωνή παραπονιάρικη, πονετική.Ξάφνου σαν αναστέναγμα , σα σφάχτης να το πέρασε με σπαραγμό μεγάλο,τίναξε το κεφάλι του 
ψηλά.Έμπηξε μια φωνή μεγάλη σα νάθελε και εκείνο να τον ακούσει <<στο καλόόό…στο καλόόό , μπαξεδάκι μου>>.Σαλτάρισε στο πλάτωμα πήρε το δρόμο ,
χάθηκε στο σκοτάδι.Σαν να άκουσα πατήματα στο δρόμο που πάει για τον Αγιό Θανάση.Δεν θυμάμαι ούτε το όνομά του.Τόσα χρόνια πέρασαν . Χρόνια δύστυχα ταλαιπωρημένα όλο πίκρες,βάσανα,συμφορές η μια πίσω από την άλλη.Με συμπαθάτε παρασύρθηκα.Είχε πουλήσει το μπαξέ του ο άμοιρος κατά πως έμαθα.
Πώς να μην πονέσει ο δόλιος; Είχε μπεί βαθιά μες στο πετσί του τούτος ο μπαξές.
Τον πούλησε για να προικίσει το κορίτσι του κι ήταν το τελευταίο χτήμα που είχε.
Τούτος έθρεψε αυτόν και τη φαμίλια του και τα ζωντανά του.Και τι καρπούς δεν 
έδινε; Καμάρωνε για τα καρπούζια του, για τα γλυκά του πεπόνια και τα μυρωδάτα 
ροδάκινά του. Κ’ όταν του Σταυρού πήγαινε στην αγορά να πιεί κανά ποτήρι,φούσκωναν οι τσέπες του από καρύδια και οι κορφοί του από κυδώνια.Τάρεσε 
τους φίλους του να φιλεύει.Πόσα καλοκαίρια τονέ δρόσιζε; Πόσα τον εκοίμιζε; κείνο 
το τσαρδί , το ξοχικό σπιτάκι καθώς το έλεγε; Πόσες φορές καθότανε δω και το καμάρωνε; Και τώρα; Άλλοςθα το χαίρονταν.Τούτο δεν το χώνευε.όχι δα δεν του πούλησε και το τσαρδί .Γκάπ-γκούπ το διέλυσε.
Λαμπάδιασε κάτω το ποτάμι.Στ’ ακίνητα νερά του λάμιες λουζότανε και δίπλα τους νεράϊδες στήνανε χορό.Ανάμεσα στις φυλωσιές μιας καρυδιάς και στη ρίζα,τα ξωτικά 
Χοροπήδαγαν.<<Νύχτα γεμάτη θάματα,νύχτα γεμάτη μάγια>>, ψιθύριζαν τα χείλη μου. Αντίπερα στου Μαντά τη λίμνα ένα τσακάλι ούρλιαζε, κι’ άλλο , κι’ άλλο.Πετάχτηκα και σαν να ξύπνησα στης εκκλησιάς τον τοίχο. Χάϊδεψα το κούτελό μου τα μαλλιά μου.Σαν να άκουσα  βαθιά ανάσα.Μέσα κοιμόταν κείνος συλλογίστηκα με το μοναχογιό του αγκαλιά.Πάνωθέ τους έλαμπε η κανδήλα, τους συντρόφευε. Φοβήθηκα μη τους ξυπνήσω.Πάτησα στα νύχια των ποδιών μου,σιγανά-σιγανά βγήκα στο δρόμο,πήρα τον κατήφορο και τα τσακάλια ούρλιαζαν και τα σκυλιά γαύγιζαν.  
Γιώργης Άρας             

Υ.Γ:Μη με ρωτήσετε για το ψευδώνυμο.Δεν θα σας το πώ, παρ’ όλο ότι,όπως με
πληροφοράει φίλος, ε!!! ο κόσμος τόχει τούμπανο και εσύ κρυφό καμάρι.      

Δεν υπάρχουν σχόλια: