
Αφιερωμένο στις μικρές αδελφές Διονυσία, Ηλιάνα, Χαριτίνη και στη τέταρτη που έρχεται
Έφη Κοντοπούλου
Μάϊος , 2021
Ο Σταυρός των Χριστιανών, είναι αδιαμφισβήτητα το πιο δυνατό και ζωντανό σύμβολο ,που
φέρουμε επάνω μας , ως μέσον προστασίας κατά των πονηρών δυνάμεων, αφού αγιάστηκε με το τίμιο
αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Από την αρχαιότητα έως σήμερα, η ανθρωπότητα αναζήτησε
αποτρεπτικά σύμβολα, φυλακτά προστασίας , “περίαπτα”, κατά τους αρχαίους Έλληνες, με ιδιότητες
πρωτίστως επιθυμητές από τους ανθρώπους και όχι πάντα θεάρεστες. Κυκλοφορούσαν και κυκλοφορούν
στο εμπόριο πολλά φυλακτά, τόσο των φωτεινών, όσο και σκοτεινών δυνάμεων. Η διάκριση των
θεοσεβούμενων γιαγιάδων μας , στη Βαλύρα των παιδικών μου χρόνων , χάραξε τις κατευθυντήριες
γραμμές και σημάδεψε τη ζωή μου, με τα φυλακτά του Χριστού και της αγάπης, που γενναιόδωρα
κεντούσαν τα ευλογημένα τους χέρια και μας άφησαν, ως ιερό κειμήλιο.
Η γιαγιά Κωνσταντίνα είχε ανάψει ένα μεγάλο μαγκάλι ,δίπλα στον αργαλειό της, στη μικρή
αποθήκη στην αυλή του σπιτιού, που με πολύ κόπο είχε διαμορφώσει σε ένα κομψό εργαστήριο
υφαντικής.
Δυο κρυστάλλινες καντήλες, μία πράσινη και μία γαλάζια , προίκα της μητέρας της, από τότε
που εγκαινιάστηκε ο Ιερός Ναός του Αγίου Αθανασίου , το 1829, κρεμασμένες στα δοκάρια της
κεραμιδένιας στέγης, φώτιζαν το χώρο και την εικόνα της Παναγίας, που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο,
μπροστά από τον αργαλειό, ώστε να την κοιτάζει η γιαγιά ,όταν ύφαινε. Ήταν βαρύς Χειμώνας του
1968. Πλησίαζε του Αγίου Αθανασίου και η Βαλύρα ετοιμαζόταν για να εορτάσει τον προστάτη Άγιο
της , στον καθεδρικό της ναό , στις 18 Ιανουαρίου.
Η γιαγιά ήθελε να τελειώσει γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά το κιλίμι της, πριν τη γιορτή του Αγίου και
να το στρώσει μπροστά στο κομό της, στο μικρό της σαλόνι. Είχε υφάνει ωραία βυσσινί τριαντάφυλλα
και πουλάκια σε κλαδιά, σε μπεζ φόντο. Μέτρησε και ανάσανε με ανακούφιση. Υπολόγισε το μήκος,
σύγκρινε την αρχή με το τέλος, μια πιθαμή απέμεινε ακόμη, τελειώνει παιδάκι μου, είπε με στόμφο.
Ξαφνικά γύρισε το μάνταλο της πόρτας και μπήκε μέσα η Μαριγούλα, που έμοιαζε σαν μικρό αγόρι και
μόνο από σεβασμό τη λέγαμε γιαγιά.
- Καλώς μας ήρθες! Να δεις που σε σκεφτόμουν και ο Θεός σε έφερε εδώ σήμερα, που σε χρειάζομαι,
είπε η γιαγιά Κωνσταντίνα και τράβηξε μία ψάθινη καρέκλα , τοποθέτησε κι ένα μαλακό, πλεκτό με
βελόνες μαξιλάρι και της είπε να καθίσει.
- Καλώς σε βρήκα ξαδέλφη ,είπε η Μαριγούλα. Σου έφερα εκείνο που ζήτησες για το παιδί.
-Για μένα γιαγιά; είπα ενθουσιασμένη και σηκώθηκα από το σκαμνί μου, στη γωνία της αποθήκης .
Έξαινα μαλάκια από πρόβατα, για να έχει η γιαγιά , όταν έγνεθε με τη ρόκα της.
-Α! Εδώ είσαι πουλάκι μου, είπε η Μαριγούλα και με αγκάλιασε. Εσύ ματιάζεσαι και σε σταυρώνει
συνέχεια η γιαγιά σου;
-Ματιάζομαι πολύ γιαγιά Μαριγούλα. Ζαλίζομαι , κλαίνε τα μάτια μου και χασμουριέμαι συνέχεια.
-Μήπως δεν τρως ή δεν κοιμάσαι καλά;
-Τρώω και κοιμάμαι καλά, αλλά μερικές φορές ,με κοιτάνε κάποιοι άνθρωποι στο καφενείο στη πλατεία,
που με στέλνει η μητέρα μου για να ψωνίσω και μετά μου έρχεται να τρικλίσω στο δρόμο, εξήγησα.
-Γιατί παιδάκι μου, τι κοιτάνε; ρώτησε με απορία η Μαριγούλα.
-Κοιτάνε ένα καροτσάκι, που μου έχει φτιάξει ο πατέρας μου στο σιδηρουργείο. Φορτώνω τα ψώνια
επάνω και τα σέρνω έως το σπίτι μας ,στο Μπιζάνι, γιατί είμαι μικρή ακόμα , δεν είμαι αρκετά ψηλή και
οι σακούλες σέρνονται στο δρόμο. Μερικές φορές σχίστηκαν και δεν μπορούσα να μαζέψω και να
κρατήσω τα ψώνια στα χέρια μου.
-Τι καρότσι είναι αυτό;
-Πήρε ο πατέρας μου το καρότσι που είχα μικρή, γιατί σκούριασε, το έκοψε στο σιδηρουργείο, του
κόλλησε ένα σκελετό με λεπτές λάμες και συρματόπλεγμα. Όταν έφτιαξε το καροτσάκι , το πήγε στο
Μελιγαλά, το κτύπησαν εκεί σε ένα μηχανουργείο με ασημί μπογιά και έγινε ωραίο. Το έχω στη κουζίνα
της γιαγιάς. Κόψαμε πορτοκάλια για να τα πάω στο σπίτι και μαζέψαμε χόρτα. Να πάω να το φέρω να το
δεις;
-Για φέρτο, είπε η Μαριγούλα.
Πήγα, έφερα το καροτσάκι , που ήταν φορτωμένο, και της το έδειξα.
-Πολύ ωραίο είναι! Κοίτα να δεις τι σκέφτηκε ο Λιάς. Να του πάω κι εγώ ένα παλιό καρότσι να μου
κάνει ένα ίδιο, λίγο μεγαλύτερο, είπε με θαυμασμό.
-Πρέπει να σου φτιάξω ένα δυνατό φυλακτό, συμπέρανε ,αγχωμένη, η γιαγιά Κωνσταντίνα.
-Άσε τότε τον αργαλειό για αύριο και δες εδώ τι έφερα, πρότεινε η Μαριγούλα.
-Έμαθες τι έπαθε η Κατίνα;
-Όχι, τι έπαθε; ρώτησε η γιαγιά Κωνσταντίνα.
-Πλήρωσε μία γύφτισσα και της έφερε δέρμα από φίδι και κοκαλάκι από νυχτερίδα. Πήρε κοκαλάκι από
τη κασέλα του παλιού μάγου, στο οστεοφυλάκιο του Αι Γιώργη, εσύ ξέρεις !Έφτιαξε ένα φυλακτό για
να νικήσει εκείνη που τη μάγεψε , γιατί λέει η Κατίνα ότι θέλει να της πάρει τον άντρα της, και την
κάνει να τρώει συνέχεια, για να σκάσει και να πεθάνει. Γι αυτό πιστεύει ότι είναι πολύ παχιά και την
πονάει η καρδιά της. Αντί όμως να γίνει καλά, έγινε χειρότερα. Το φίδι της έσφιγγε το λαιμό το βράδυ
και ήθελε να την σκοτώσει, να πάει να γίνει ζευγάρι με τον μάγο στο μνήμα. Ευτυχώς, που της έκοψε,
το είπε στον παπά και πήγε στο σπίτι της. Έκαψαν το φυλακτό και της έκανε ευχέλαιο. Τώρα είναι
καλύτερα. Αλείφεται με λαδάκι από τη καντήλα στο στόμα και δεν τρώει . Σταυρώνει το πρόσωπό της
και τα χέρια της με το λαδάκι του ευχέλαιου της Μεγάλης Τετάρτης. Όταν πάει να την παρασύρει ο
σατανάς, πηγαίνει στην εκκλησία και βοηθάει τον διάκονο και τον νεοκόρο στις εργασίες τους.
- Πού είναι το οστεοφυλάκιο; ρώτησα απορημένη.
-Είναι εκεί που μοιάζει με αποθήκη ,έξω από την εκκλησία, νότια, δίπλα στα μνήματα. Δεν θυμάσαι που
ανοίξαμε τη πόρτα και λιβανίσαμε τα κόκαλα που είναι μέσα στις μικρές κασέλες, που σού έδειξα ότι
εδώ είναι το χωνευτήρι και διάβασες το όνομα του παππού σου Ανδρέα; μου εξήγησε η γιαγιά
Κωνσταντίνα.
-Γιαγιά Μαριγούλα, ο μάγος δεν είναι τώρα με τον Θεό; ρώτησα.
-Με τον Χριστό είναι και περνά από κρίση η ψυχή του.
-Δεν έχει μετανοιώσει, που ήταν με τον διάβολο και όχι με τον Χριστό;
-Έχει, αλλά η ζωή δεν γυρίζει πίσω.
-Ποιος ήταν αυτός γιαγιά;
-Ούτε το όνομά του δεν λέμε. Ήταν ένας που είχε ένα μεγάλο βιβλίο μαύρης μαγείας .Έκανε πολλά για
να τον ερωτεύονται οι γυναίκες και να πέφτουν στην αγκαλιά του. Είχε μαγέψει κάποιες, δεν πήγαιναν
στην εκκλησία να κοινωνήσουν και παντρεύτηκαν αυτούς που δεν ήθελαν, είπε η Μαριγούλα.
-Όταν πέθανε, ποιος πήρε το βιβλίο του;
-Το βρήκε ένας που είχε πάθει κακό από τον μάγο, γιατί μάγεψε τη γυναίκα του και πήγε με άλλον άντρα
και το έκαψε στο δρόμο, έξω από το σπίτι του.
-Τι λες; αναρωτήθηκε η γιαγιά Κωνσταντίνα ,που δεν το είχε ξανακούσει.
Πήρα ένα μεταλλικό κουτί , που ήταν πάνω στο ξύλινο τραπέζι, που ακουμπούσε η γιαγιά τα υφαντά
της, το άνοιξα προσεκτικά και προσέφερα σοκολατάκια μαργαρίτες, που είχαμε αγοράσει από τον κύριο
Λύσο στη πλατεία. Αφού με ευχαρίστησε η Μαριγούλα, πήρα το καρότσι και το έσυρα γρήγορα στη
κουζίνα της γιαγιάς. Επέστρεψα με ένα ποτήρι νερό, μαζί με μία άσπρη πετσέτα του τσαγιού και τα
προσέφερα στη Μαριγούλα.
Εκείνη χαμογέλασε και μας ευχήθηκε στην υγειά μας. Στη συνέχεια ακούμπησε πάνω σε ένα μικρό
πάγκο το ποτήρι της και καθίσαμε όλες γύρω από το τραπέζι. Άπλωσε ένα άσπρο μαντήλι και άδειασε
επάνω ότι είχε μέσα στο λευκό σακουλάκι , που κρατούσε στη τσέπη της.
Μόλις είδα όλα τα μικροαντικείμενα , εξάφτηκε η περιέργειά μου και άρχισα να την ρωτώ τι είναι το
καθένα.
-Αυτό είναι κηρομαστίχα παλιά, από το 1829, που εγκαινιάστηκε ο Άγιος Αθανάσιος. Μην την πιάσεις
με τα χέρια σου, δεν κάνει.
-Πού τη βρήκες γιαγιά; ρώτησα εντυπωσιασμένη.
-Ο ιερέας του χωριού μας ήταν πολύ προνοητικός. Έδωσε , σε όσες μητέρες κεντούσαν φυλακτά, ένα
κομματάκι, σαν το μεγάλο μου νύχι. Τους είπε να το φυλάξουν σαν τα μάτια τους, γιατί άλλο τέτοιο δεν
πρόκειται ποτέ να υπάρξει. Μια φορά γίνονται τα Θυρανοίξια της Εκκλησίας. Αυτό το έχω από τη
μητέρα μου. Της είχε φτιάξει η γιαγιά μου ένα φυλακτό, αλλά έλιωσε το ύφασμα με τον χρόνο και
έπρεπε να κεντήσουμε καινούργιο, όταν ήμουν μικρή. Όταν έλιωσε και το δικό μου , κράτησα στη
συνέχεια αυτό το κομματάκι ,μαζί με τα άλλα μου αγιάσματα ,για προστασία.
-Και η γιαγιά μου, που δεν έχει κομματάκι από τα εγκαίνια του Αγίου Αθανασίου, τι θα βάλει μέσα στο
φυλακτό μου; ρώτησα.
-Θα βάλουμε από τη περσινή σου λαμπάδα , γιατί παρακολούθησες όλη την ακολουθία
το βράδυ της
Ανάστασης, κοινώνησες και ξαναπήγαμε άλλες δυο φορές στην εκκλησία και την ξανάναψες.
-Κι από τον Άγιο Αθανάσιο τι θα έχω; ρώτησα.
Αφού το σκέφτηκαν, μου είπαν ότι θα πάρουν λαδάκι από τη καντήλα την ημέρα της γιορτής του.
-Βλέπεις αυτό; ρώτησε η Μαριγούλα. Είναι τίμιο ξύλο. Μου το έδωσαν οι καλόγριες στη Καλαμάτα. Θα
σου αφήσω ένα κομματάκι για να το βάλει η γιαγιά μέσα στο φυλακτό σου.
-Το λαδάκι πώς θα το βάλετε μέσα στο φυλακτό; ρώτησα.
-Τότε η Μαριγούλα μας έδειξε τα ξεραμένα σταυρολούλουδα από τον Επιτάφιο. Θα αλείψουμε τα
ροδοπέταλα και θα τα τυλίξουμε όταν στεγνώσουν, μου εξήγησε.
-Τώρα θα σας δείξω και κάτι άλλο. Δεν επιτρέπεται να το πιάσουμε με τα χέρια μας, γιατί είναι πολύ
δυνατό. Είναι μία οργιά χρυσοκλωστή από την Αγία Τράπεζα, στον Άγιο Αθανάσιο, όταν η μητέρα
μου ήταν νέα και κεντούσε.
-Τι λες; είπε συγκινημένη η γιαγιά Κωνσταντίνα.
Όταν ήμουν μικρή, πήγαμε με τη μητέρα μου για να εξομολογηθούμε, λίγο πριν το Πάσχα.
Μόλις τελείωσε η εξομολόγηση, της είπε ο ιερέας ότι έχει ξηλωθεί λίγο το χρυσοκέντητο κάλυμμα της
Αγίας Τραπέζης και χρειάζεται μία κεντήστρα για να το επιδιορθώσει. Όμως, της εξήγησε ότι πρέπει να
το κεντήσει μέσα στην εκκλησία, δεν μπορεί να το πάρει στο σπίτι της. Η μητέρα μου, την επόμενη μέρα
,πήρε τα ραπτικά της και πήγε στη εκκλησία. Γονάτισε έξω από την ωραία πύλη , της το κράτησε ο
ιερέας και το κέντησε. Όμως, από το ξηλωμένο μέρος περίσσεψε μία οργιά χρυσοκλωστή. Τι να την
κάνω παππούλη , ρώτησε τον ιερέα, κι αυτός της είπε κράτησε την, είναι δώρο από τον Θεό.
-Κι εμείς ,που δεν έχουμε χρυσοκλωστή από τον παππούλη; ρώτησα.
-Έχουμε είπε η γιαγιά, ένα κομματάκι ολόκληρο, από άγιο πετραχήλι! Μου το έδωσε πριν χρόνια ένας
αρχιμανδρίτης, που ήρθε στο χωριό, στη γιορτή της Αγίας Τριάδος. Θα σου κόψω λίγο και θα το βάλω
μέσα στο φυλακτό σου.
-Ξεχάσαμε το πιο βασικό ,είπε η γιαγιά Μαριγούλα. Το λιβάνι από τη γιορτή της Παναγίας στο
Βουλκάνο, που είναι θαυματουργό. Έχουμε, είπε η γιαγιά, μάς έδωσαν οι καλόγεροι στο Μοναστήρι ,τον
Δεκαπενταύγουστο.
-Θέλεις και λίγο μαύρο λιβάνι που λύνει τα μάγια;
-Άφησέ μου δυο κομματάκια, είπε η γιαγιά Κωνσταντίνα.
-Πρέπει να σου διαβάσει τα αγιάσματα και το πανί ο παπάς, πριν το ράψεις, εξήγησε η Μαριγούλα.
- Ύφασμα καλό έχεις;
-Έχω λινό άσπρο, είπε η γιαγιά.
-Σου αφήνω κι αυτό, είναι μεταξωτό, από τις καλόγριες στη Καλαμάτα.
-Πόσο μεγάλο θα είναι το φυλακτό μου; ρώτησα.
-Θα είναι τρίγωνο με τρία εκατοστά η κάθε πλευρά, εξήγησε η γιαγιά Κωνσταντίνα.
-Η κορυφή θα είναι προς τα κάτω, όπως του ξαδέλφου μου Γιώργου;
-Ναι, και θα κεντήσουμε επάνω ένα χρυσό σταυρό με τα αρχικά Ιησούς Χριστός ,Νίκα, απάντησε η
γιαγιά.
-Πώς θα το ράψετε γύρω γύρω; ρώτησα.
-Με πολύ λεπτό φεστόνι, όσο πατάει η μύτη της βελόνας του κεντήματος, μου εξήγησε η Μαριγούλα.
-Είναι δύσκολη αυτή η βελονιά; ρώτησα.
-Όχι ,είπε η γιαγιά Κωνσταντίνα. Όταν θα το φτιάχνω θα δεις.
Πριν τον εσπερινό της εορτής του Αγίου Αθανασίου, πήγαμε στην εκκλησία. Μετά την απόλυση, η
γιαγιά είπε στον ιερέα ότι μου ετοιμάζει ένα φυλακτό και αν έχει κάτι να μας δώσει να βάλουμε μέσα.
Μας έδωσε βασιλικό και μελισσοκέρι από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Όταν είπα στον
παππούλη Δημήτριο για τη κηρομαστίχα από τα εγκαίνια του ναού, αυτός μοιράστηκε μαζί μας ότι
φυλάνε μέσα στο ιερό του ναού αγιασμό για πολλά χρόνια και δεν παθαίνει τίποτα. Επίσης , διατηρούν
αποξηραμένη θεία κοινωνία που δεν σήπεται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μου είπε ότι όσο πιο δυνατή
είναι η πίστη μου, τόσο πιο δυνατό θα είναι και το φυλακτό μου. Πρόσθεσε ότι το λαδάκι από το
ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης είναι πολύ καλό για να με σταυρώνει η γιαγιά. Μας διάβασε την ευχή ,
ενώ κρατούσαμε το περιεχόμενο του φυλακτού, τον ασπαστήκαμε και φύγαμε.
Στην εορτή του Αγίου Αθανασίου είχε έλθει και ο Δεσπότης .Όλο το χωριό ήταν μαζεμένο έξω από την
εκκλησία. Εμείς, οι μαθητές, ήμασταν ντυμένοι, όπως στη παρέλαση. Η γιαγιά κατάφερε να πάρει, με τη
βοήθεια του διακόνου, λαδάκι από την καντήλα, μετά τη λήξη της θείας λειτουργίας.
Την επόμενη μέρα καθίσαμε και μου έδειξε η γιαγιά πώς φτιάχνουμε το φυλακτό. Πήρε ένα χαρτί και
το υποδεκάμετρο του παππού Γιώργου και σχεδίασε ένα τετράγωνο, με πλευρά 3,5 εκατοστά. Μέσα στο
τετράγωνο χάραξε ένα ισόπλευρο τρίγωνο. Έκοψε το τρίγωνο με ένα ψαλιδάκι , στρογγύλεψε τις γωνίες
του και δίπλωσε το ύφασμα στα δύο. Καρφίτσωσε επάνω το πατρόν με το τρίγωνο και έκοψε δύο ίδια
κομμάτια. Πήρε το ένα , σχεδίασε επάνω ένα σταυρό και έγραψε, στα τέσσερα σημεία του σταυρού,
Ιησούς Χριστός, Νίκα. Κέντησε τον σταυρό και τα γράμματα, με μπλε κλωστή και λεπτή πισωβελονιά.
Στερέωσε το κέντρο του κεντημένου σταυρού και τις τέσσερις άκρες, με χρυσαφί κλωστή και ανεβατή
βελονιά. Στη συνέχεια, πήρε ένα άλλο πιο λεπτό ύφασμα και έφτιαξε ένα τετράγωνο, όπως πριν. Έβαλε
μέσα σταυρολούλουδα ραντισμένα με λαδάκι από τη καντήλα του Αγίου Αθανασίου , λιβάνι από τη
Παναγία του Βουλκάνου, μαύρο λιβάνι, τίμιο ξύλο, κεράκι της Λαμπρής, κεράκι και βασιλικό από την
εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού καυ ένα κομματάκι από το πετραχήλι. Αφού δίπλωσε το
ύφασμα σαν φακελάκι και στη συνέχεια τριγωνικά, το έραψε με άσπρη κλωστή . Κατόπιν, δουλεύοντας
από την καλή πλευρά του υφάσματος, με τη χρυσαφί κλωστή και λεπτό φεστόνι, που έμοιαζε σαν λεπτή
γραμμή στη περιφέρεια του φυλακτού, άρχισε να ενώνει τα δύο υφάσματα. Όταν είχε φτάσει περίπου στη
μέση, έχωσε μέσα το τριγωνικό πανάκι με τα αγιάσματα και συνέχισε να κεντάει το φεστόνι, μέχρι που
έκλεισε όλο το φυλακτό. Έπλεξε με τη βελόνα μια θηλιά στο κέντρο στο επάνω μέρος, για να περάσει η
παραμάνα και μου το έδειξε χαρούμενη. Θα το πάω στον Εσπερινό να το λιβανίσει ο παπά Δημήτρης
απόψε και θα σου το δώσω αύριο ,είπε η γιαγιά.
Η γιαγιά μού φόρεσε το φυλακτό ,τη επόμενη μέρα ,κατά τα ξημερώματα , στην εορτή του Αγίου
Ευθυμίου , και μου ευχήθηκε χρόνια πολλά για την ονομαστική μου εορτή. Το στερέωσε με τη παραμάνα
μέσα από το μπλουζάκι και πάνω από την καρδιά μου. Μετά πήγαμε στην εκκλησία και κοινώνησα.
Δεν το αποχωριζόμουν με τίποτα. Όταν με κοιτούσαν στην πλατεία , που έσερνα το καροτσάκι μου με τα
ψώνια , χαμογελούσα και έλεγα καλημέρα στους περαστικούς.
Αισθανόμουν ότι φορούσα τη θεία πανοπλία μου, που ήταν κρυμμένη βαθιά μέσα μου, συντονισμένη
με τους χτύπους της καρδιάς μου. Απέξω ,ο βαπτιστικός μου σταυρός , με τον Ιησού Χριστό επάνω,
καθοδηγούσε σταθερά το βήμα μου και φώτιζε τον δρόμο του νου μου.
Το φυλακτό σου είναι “απέθαντο”, είναι καλό, δεν πρόκειται να χαλάσει με τίποτα, είπε , όταν το είδε η
μητέρα μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου