Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Οι Ζυμώτριες του Λασιθίου

 


                                




Η κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού, νοσηλεύτρια στην Αθήνα και ζυμώτρια στο Λασίθι  



Αφιερωμένο στην κα Στέλλα Μουδάτσου, και στην κα Στέλλα Θαλασσινού


Πάντα υπήρχε μία σχέση αγαθή μεταξύ Μεσσηνίας και Κρήτης! Η όμορφη Βαλύρα Μεσσηνίας έλαβε από το Ηράκλειο της Κρήτης την άξια κόρη Αγάπη Συκιωτάκη και έδωσε την μοναδική της Νίκη Παπαγεωργίου. Συζητώντας με την κυρία Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού , νοσηλεύτρια, γέννημα και θρέμμα στο Μέσα Λασίθι της Κρήτης, και λάτρη της Λαογραφίας, γνώρισα την άξια μητέρα της, την γιαγιά Στέλλα. Η γιαγιά Στέλλα  ζει στο χωριό Νικηφορίδων, στο οροπέδιο του Λασιθίου, και ήταν συνομήλικη με τις γιαγιάδες μας στη Βαλύρα, που γεννήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1930. Συγκρίνοντας τη συμπεριφορά των γυναικών στο Λασίθι και αντίστοιχα στη Βαλύρα, διαπίστωσα πολλά κοινά γνωρίσματα. Έχοντας στη διάθεσή μου κατάλληλο φωτογραφικό υλικό, από πρώτο χέρι, θεώρησα σημαντικό να δούμε αυτές τις κοινωνικές ομοιότητες, όσον αφορά τα ήθη και τα έθιμα σ ΄ένα χωριό της Κρήτης και αντίστοιχα της Μεσσηνίας. Άλλωστε όλοι Έλληνες είμαστε!

Δεκαοκτώ χωριά στολίζουν γύρω-γύρω το ονειρεμένο Λασίθι, εκεί που είναι το αρχαίο, βαθύ σπήλαιο όπου γέννησε η Ρέα τον Δία, και ο κόκκινος μανδύας κοσμεί τον ιερό βράχο στο βάθος της γης . Εκεί προστρέχουν πολλοί άτεκνοι επισκέπτες, προκειμένου να συλλάβουν τέκνο. Οι Κρητικοί θεωρούν το Οροπέδιο του Λασιθίου ως το πρόσωπο της μάνας τους Κρήτης, γι΄ αυτό με ευλάβεια σκύβουν και προσκυνούν τη γη που τους γέννησε, την καλλιεργούν με σύνεση και εκείνη αιώνια τους τρέφει. Παρατηρώντας το γραφικό και άκρως μαγευτικό Οροπέδιο, αναδεικνύονται οι πολλοί ανεμόμυλοι και οι στέρνες νερού σε κάθε έναν από αυτούς. Πηγάδια με δροσερά νερά κοσμούσαν αυτή τη θεία γη, σήμερα βέβαια τα υπόγεια νερά έχουν μολυνθεί από τα φυτοφάρμακα.

                                    Το Οροπέδιο του Λασιθίου. Φωτο: ayla culture.gr

Η γιαγιά Στέλλα Μουδάτσου πρόκοψε θεάρεστα, προσφέροντας απλόχερα στην οικογένειά της και στους συγχωριανούς της, με αμέριστη αγάπη , το ζυμωτό ψωμί της και απ΄ όλα τα άλλα καλούδια που παρασκεύαζε ακούραστα και καθημερινά. Διαμόρφωσε με την άριστη συμπεριφορά της, την προσωπικότητα των παιδιών της και άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της επάνω στα καλοαναθρεμμένα εγγόνια της.


                                   Η  ζυμώτρια του Λασιθίου Στέλλα Μουδάτσου.

                                      Φωτο: κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού

Ιδού, πώς κυλούσε η ζωή στο Λασίθι, μέχρι στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Είχε έλθει η ευλογημένη ημέρα του ζυμώματος του ψωμιού, για να γίνει στη συνέχεια παξιμάδια. Αυτό έτρωγαν καθημερινά οι κάτοικοι στο Νικηφορίδων, αντί για φρέσκο ψωμί. Συντηρούσαν τα παξιμάδια από τρεις μήνες έως και έναν χρόνο, μέσα σε ξύλινα κιβώτια , τοποθετημένα σε καλά αεριζόμενο χώρο.

Ο παππούς Γιώργος, ο άνδρας της γιαγιάς Στέλλας, ξεκίνησε να πάρει τον δρόμο για το κοντινό χωριό, να ανταμώσει τους φίλους του, και να πιούν ένα βραστάρι από δίκταμο , που φύεται στην άγια γη του Λασιθίου. Άλλωστε, σ΄ εκείνη την προχωρημένη ηλικία που ήταν, αδυνατούσε να βοηθήσει στο ζύμωμα και στο πλάσιμο του ψωμιού. Τα τρία παιδιά της κυρίας Μαρίας, της κόρης της γιαγιάς Στέλλας, έπαιζαν ανέμελα. Κρατούσαν ένα δρεπάνι κι αντίστοιχα ένα τσαπράζι και ρωτούσαν επίμονα τους πάντες, σε τι χρησιμεύει το ένα και σε τι το άλλο, μέχρι κάποιος να καθίσει υπομονετικά μαζί τους και να τους πει ωραίες, παλιές ιστορίες. Μέσα στην τόση σχόλη, πού καιρός για παραμύθια;

Μόλις είδαν τον παππού να ξεκινά για το διπλανό χωριό, διαμαρτυρήθηκαν τα εγγόνια του λέγοντας:

-Παππού, δεν θα καθίσεις μαζί μας να μας πεις καμιά ωραία ιστορία για τα παλιά χρόνια; Πού πας έτσι βιαστικός;

-Κοίταξε τα εγγόνια του ο παππούς, και αισθάνθηκε πόσο ειλικρινά ήταν απαραίτητος και αναπόσπαστο μέλος της ευρείας οικογενειακής δομής. Θα καθίσω είπε χαμογελώντας, και ματαίωσε για άλλη ημέρα τη συνάντηση με τα Κρητικόπουλα της γενιάς του.

-Τι κάνουμε με αυτό παππού; Ρώτησε η Αθηνά, η μεγαλύτερη εγγονή.

-Με το δρεπάνι θερίζουμε το σιτάρι.

-Και με αυτό με τα δοντάκια; ρώτησε η Στέλλα.

-Με το τσαπράζι κλαδεύουμε τα αμπέλια, εξήγησε ο παππούς.

-Και με τούτο παππού; ρώτησε ο μικρός  Μανώλης.

-Αυτό είναι το θρινάκι που λιχνίζουμε το σιτάρι , τους απάντησε.

-Πώς το λιχνίζουμε; ρώτησε η Στέλλα, πες μας παππού για το σιτάρι,  ζήτησε ο  Μανώλης.

-Στρώστε το κιλίμι στο γρασίδι, πρότεινε ο γέροντας, να καθίσουμε να μιλήσουμε για το αλώνισμα του σιταριού.


Η Στέλλα και ο  Μανώλης μεταφέρουν με τον γάιδαρο αλεύρι και δύο  κουβέρτες για το ζύμωμα του ψωμιού.Φωτο: κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού

Ο πατέρας των παιδιών, κύριος  Σωτήρης Θαλασσινός, άκουγε, σκυμμένος πάνω στην ξύλινη σκάφη, τις ιστορίες του πεθερού του. Η καταγωγή του ιδίου είναι από άλλο χωριό του Λασιθίου, μία ώρα μακριά. Βοηθούσε τη πεθερά του,  τη γυναίκα του και την κουνιάδα του, τις μεγάλες ζυμώτριες. Είχε σκύψει με δέος Θεού μέσα στη ξύλινη σκάφη, και με αγάπη έδινε, με τα δυνατά του χέρια, μορφή στη ζύμη.


               Ο κος  Σωτήρης Θαλασσινός  και η πεθερά του στον κάμπο της εικόνας.

                                  Φωτο: κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού

Η γιαγιά Στέλλα διατηρούσε το προζυμάκι της από την προηγούμενη φουρνιά, σκεπασμένο μέσα σε μία πήλινη σαλατιέρα, και το συντηρούσε με λάδι και αλάτι. Όταν όμως ζύμωνε ψωμί, κάποια γειτόνισσα την προμήθευε με φρέσκο προζύμι, κι εκείνη ανταπέδιδε ανάλογα.

Σε 500 γραμμάρια προζύμι, πρόσθετε 2 κιλά κοσκινισμένο αλεύρι από τη σοδειά της οικογένειας, και έκανε την προετοιμασία αποβραδίς. Το πρωί έριχνε άλλα 28 κιλά κοσκινισμένο αλεύρι σταδιακά στη ζύμη. Σε μεγάλη ξύλινη σκάφη δούλευε ακούραστα ο καλός γαμπρός της, μέχρι να δώσει εντολή η έμπειρη ζυμώτρια ότι ολοκληρώθηκε το ζύμωμα του ψωμιού. Άφηνε η γιαγιά Στέλλα στην άκρη τη ζύμη λίγο να φουσκώσει, ενώ στη συνέχεια, με τη βοήθεια όλης της οικογένειας και των γειτόνων, έπλαθαν όλοι ταυτόχρονα στρογγυλά ψωμάκια, μεγάλους Λαζάρους όπως τους λέγουν στο Λασίθι. Χάραζαν στην επιφάνεια  4 οριζόντιες γραμμές και κάθετες ανάμεσα, ώστε να μπορούν να τσακιστούν μετά το ψήσιμο τα χλιαρά ψωμιά σε τεμάχια, και να μπουν κρύα και όρθια στον φούρνο,      για να γίνουν παξιμάδια.


                            Η έμπειρη ζυμώτρια ανασηκώνει τα φουσκωμένα ψωμιά.

                                     Φωτο: κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού

Ο ξυλόφουρνος ήταν καθαρισμένος από την προηγούμενη ημέρα. Το πάνισμα του φούρνου ήταν ολόκληρη διαδικασία. Το πάνιστρο, προσαρμοσμένο πάνω σε σκουπόξυλο, ήταν κατασκευασμένο από λωρίδες ανθεκτικής λινάτσας . Το βουτούσαν μέσα σ΄ έναν κουβά με καθαρό νερό, και καθάριζαν καλά το εσωτερικό του φούρνου, από τα υπολείμματα της στάχτης. Άναβαν τον φούρνο έγκαιρα, ώστε να έχει την κατάλληλη θερμοκρασία για το ψήσιμο, όταν φουσκώσουν οι Λάζαροι, και τοποθετούσαν πουρνάρια γύρω -γύρω μέσα στον φούρνο, για την προστασία των ψωμιών που χρειάζονταν περισσότερο χρόνο στο ψήσιμο, να μη καούν. Μόλις φούσκωσαν τα ψωμιά της πρώτης φουρνιάς , τα οποία είχε προλάβει να πλάσει ταυτόχρονα όλη η γειτονιά, και ήταν τοποθετημένα πάνω σε κουβέρτα και καθαρό άσπρο σεντόνι, κοντά στον φούρνο, τα τοποθετούσαν ένα- ένα πάνω στο ξύλινο φτυάρι, στον λεγόμενο φουρνιώτη, τα έριχναν στον φούρνο, και εξασφάλιζαν ώστε ο φούρνος να έχει την κατάλληλη θερμοκρασία, μέχρι να ψηθούν όλοι οι Λάζαροι.


           Η κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού βοηθά τις ζυμώτριες της οικογένειας  ΄

                                            Φωτο: κος  Σωτήρης Θαλασσινός

Κάθε φουρνιά που έβγαινε, κρύωνε λίγο, τόσο όσο να μπορούν να κρατήσουν άνετα το ψωμί στο χέρι οι παρασκευαστές των παξιμαδιών. Τσάκιζαν το ψωμί πάνω στις οριζόντιες και κάθετες χαρακιές, και τοποθετούσαν όρθια τα κομμάτια μέσα στον φούρνο.      Όταν κρύωναν εντελώς, ήταν έτοιμα για ψήσιμο. Τα έκλειναν μέσα στον ζεστό φούρνο για δύο ημέρες, να φρυγανιστούν σταδιακά καλά, σε χαμηλή θερμοκρασία , των 100 βαθμών Κελσίου.

Πώς να ζυμώσει η γιαγιά Στέλλα στο Λασίθι τον Χειμώνα, που φυσούν δυνατοί άνεμοι και το κρύο δεν αντέχεται; Μάντρωναν τα περιβόλια με πέτρες γερές, να συναντά απροσπέλαστο τείχος ο μανιασμένος αέρας και να μη τους τσακίζει τα δένδρα.     Οι αγρότες τον Χειμώνα έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι κατάλληλα, για να μην έλθουν αντιμέτωποι με  την οργή της φύσης. Όλα κανονίζονταν για τους ανθρώπους και τα ζώα, κατά τις ζεστές ημέρες, προς το τέλος του Καλοκαιριού και στις αρχές του Φθινοπώρου.

Έλεγε η γιαγιά Στέλλα, προσφέροντας ζεστό ψωμάκι στα εγγόνια της:

-Δόξα σοι ο Θεός!

"Έλα, έλα γεια σας

όλα τάχετε δικά σας

και η Παναγιά κοντά σας".

Η άριστη ζυμώτρια, παρασκεύαζε, εκτός από τα παξιμάδια, δηλαδή τον ντάκο της Κρήτης, πελτέ , ελιές, χοιρινό παστό, κρεμούσε τα μακριά φασόλια για να ξεραθούν στο πέτρινο κατώγι, συντηρούσε τα ρόδια για τα κόλλυβα, και τα κυδώνια να τα ψήνει στη χόβολη ή να τα κάνει γλυκό του κουταλιού. Τακτοποιούσε καλά τις πατάτες, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια της οικογενειακής παραγωγής, να υπάρχουν πλούσια τα ελέη του Θεού κατά τη Χειμερινή περίοδο.

Στη στέγη, στην πέτρινη αποθήκη του σπιτιού, υπήρχε μεγάλη τρύπα, μέσα στην οποία άδειαζαν τις μπάλες με τα άχυρα , τροφή για τα ζώα, μέχρι τον επόμενο θερισμό στο σιτάρι ,στο βίκο και στο ρόβι.

Πηγάδια με πόσιμο νερό υπήρχαν, καθώς και φράγμα νερού για να ποτίζονται τα δένδρα και οι καλλιέργειες. Σήμερα όλα καλλιεργούνται με αυτόματο πότισμα στο οροπέδιο του Λασιθίου.

Η καλλιέργεια του σίτου ήταν η βασικότερη για την ομαλότητα της διαβίωσης των αγροτών του Λασιθίου.

-Έλα παππού , πες μας για το αλώνισμα του σιταριού, παρακάλεσε η Στέλλα και τον αγκάλιασε με τα μακριά και λεπτά της δάκτυλα, ενώ η Αθηνά έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο, που φάνηκαν τα ζηλευτά άσπρα δόντια της.

-Θερίζαμε το σιτάρι με το ολόγιομο φεγγάρι του Ιουλίου και κάναμε αξομονή, είπε ο παππούς. Αξομονή θα πει ότι κατασκηνώναμε στο κτήμα που είχαμε τη σοδειά μας, τα δεμάτια με τον θερισμένο καρπό, μέχρι να αλωνίσουμε και να μεταφέρουμε στο σπίτι μας το σιτάρι. Η καλλιέργεια, ο θερισμός και το αλώνισμα του σιταριού είναι πράξεις θείες, είπε ο παππούς συγκινημένος, και με πολύ σεβασμό προς τον Θεό και τη μάνα μας γη δεχόμαστε το ευλογημένο ψωμί του αγίου τόπου μας.

Πριν θερίσουμε , κοιτούσαμε το φεγγάρι και λέγαμε:

"Προσκυνώ σε νιο φεγγάρι

κι όποιος έπλασε νομάρι

κι από δε σε προσκυνήσει

το ψωμί να λαχταρίσει".

Προετοιμάζαμε καλά το αλώνι, στρώνοντας πάνω στο χώμα μείγμα κοπριάς από τις αγελάδες, που στεκόταν σαν πηλός πάνω στο έδαφος και το στεγανοποιούσε. Με τις αγελάδες αλωνίζαμε. Σκορπίζαμε τα στάχυα γύρω- γύρω στο αλώνι, και μόλις τα πατούσαν τα ζώα, στα οποία φορούσαμε συρμάτινο προστατευτικό στο στόμα για να μη σκύβουν και τρώνε τον καρπό, σπρώχναμε τα πατημένα και τα συγκεντρώναμε προς το κέντρο του αλωνιού. Στη συνέχεια, κάναμε τον σωρό σε μακρόστενη λωρίδα, πάνω στο αλώνι, και αρχίζαμε το λίχνισμα. Τον βίκο και το ρόβι που δεν ήταν ψηλά όπως τα στάχυα, στρώναμε κάτω λινάτσες, τις φαρδανάπλες, και έσκυβαν οι γονείς σας όταν ήταν μικρά παιδιά και τα θέριζαν. Κι αυτά τα πατούσαμε στο αλώνι.

Στο λίχνισμα χρησιμοποιούσαμε ξύλινο φτυάρι , το θρινάκι και την παλάμη. Με το φτυάρι πετούσαμε ψηλά τον καρπό για να φύγουν τα άχυρα, να διαχωριστεί η ήρα από το σιτάρι, το θρινάκι βοηθούσε να ξεχωρίσουμε τον καρπό από το πολύ άχυρο, και με την παλάμη τελειώναμε το λίχνισμα. Κοσκινίζαμε τον καθαρό καρπό καλά, σε χοντρό και ψιλό κόσκινο, και κρατούσαμε χοντρό καρπό για την επόμενη σοδειά και μικτό καρπό για το αλεύρι του σπιτιού. Ύστερα γονατίζαμε και μπήγαμε την παλάμη όρθια στο μέσον του συγκεντρωμένου καρπού, πετούσαμε στον αέρα μία χούφτα σιτάρι και λέγαμε:

Και του χρόνου να έχουμε καρπό πιο ψηλό από την παλάμη”.

Με πολύ κόπο και με αίμα εξασφαλίζαμε το ψωμάκι μας, είπε ο παππούς.

-Και μετά παππού τι κάνατε με το σιτάρι; ρώτησε ο  Μανώλης.

-Γεμίζαμε υφαντά σακιά, τα φορτώναμε στο γαϊδούρι και μεταφέραμε το σιτάρι στο σπίτι. Η γιαγιά , η μητέρα και η θεία σας το έπλεναν καλά και το άπλωναν πάνω σε άσπρο σεντόνι, στην ταράτσα του σπιτιού, για να στεγνώσει .

Στη συνέχεια το πηγαίναμε στον μύλο να το αλέσουμε και επιστρέφοντας στο σπίτι ζυμώναμε το πρώτο ψωμί της χρονιάς.

Γι΄ αυτό παππού κουβαλήσαμε με τον γάιδαρο τα σακιά με το αλεύρι σήμερα; ρώτησε η Στέλλα.


              Ο  Μανώλης με τις κουβέρτες και τα σακιά με το αλεύρι, πάνω στον γάιδαρο.

                                    Φωτο: κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού

-Εμένα ο γάιδαρος δεν με ξιπάται παππού, είπε γελώντας ο  Μανώλης, που σημαίνει ότι δεν αναπηδά από τον φόβο του καθώς κάθομαι επάνω στο σαμάρι ή πηγαίνω κοντά του.

-Ελάτε να φάτε φρέσκο ψωμάκι , αναφώνησε χαρούμενη η κυρία Μαρία, η μητέρα των παιδιών, η οποία συντόνιζε επιμελώς την όλη διαδικασία παρασκευής και ψησίματος του άρτου του επόμενου τριμήνου, ως δεύτερο χέρι της γιαγιάς Στέλλας και της αδελφής της.

-Να μας το φέρεις εδώ μαμά, σε παρακαλούμε, απάντησαν ομόφωνα τα παιδιά.

-”Βρέξε φάει, κόπος είναι” μουρμούρισε χαμογελώντας η κουρασμένη ζυμώτρια. Έτσι λέγουν στο Λασίθι για τον τεμπέλη που βαριέται ακόμη και το παξιμάδι να το βρέξει και να το φάει. Όμως, τα προκομμένα και έξυπνα παιδιά της κυρίας Μαρίας Μουδάτσου, ήταν μαγεμένα από τις ιστορίες του παππού τους και δεν ήθελαν να χάσουν τη συνέχεια.

-Παππού, ρώτησε η Στέλλα, σε μας λέει η γιαγιά, “όλα τάχετε δικά σας και η Παναγιά κοντά σας”. Στο γάιδαρο και στις αγελάδες τι τους λέει;

Α! στον γάιδαρο και στις αγελάδες λέγει:

Δόξα σοι ο Θεός!

"Έλα, έλα γεια σας

κι όλα τ΄ άχυρα δικά σας".

Πλησίασε τα εγγόνια της η αποζυμώτρια γιαγιά Στέλλα κουρασμένη, αλλά με το χαμόγελο της αγάπης και προσφοράς στα χείλη της, κρατώντας παραμάσχαλα τρεις ψημένους Λαζάρους για τα εγγόνια της.

Αφού έλαβε ο καθένας το ψωμάκι του, ρώτησαν τα κορίτσια:

-Εμείς, γιαγιά, πότε θα μάθουμε να ζυμώνουμε;

-Αύριο, απάντησε η γιαγιά.

-Και τι θα φτιάξουμε;

-Λουκουμάκια με ζύμη, τους πρότεινε.

-Και πώς θα τα φτιάξουμε;

- Σε 1 σχεδόν γεμάτο φλιτζάνι λάδι θα ρίξουμε 1 ποτήρι χυμό πορτοκαλιού και θα ζυμώσουμε, με όσο αλεύρι χρειαστεί. Θα ρίξουμε μπέικιν για να φουσκώσει η ζύμη. Ύστερα θα πλάσουμε μακριά κορδόνια, θα τα κόψουμε σε κομματάκια, σαν λουκουμάκια με το μαχαίρι λοξά, και θα τα τηγανίσουμε για να τα φάμε όλοι μαζί, με μέλι και κανέλα.

-Στέλλα μου, πού είσαι; Πρόλαβες και τα διάβασες όλα;


                    Η Αθηνά Θαλασσινού, κρατώντας έναν ψημένο Λάζαρο.

                                Φωτο: κα Μαρία Μουδάτσου-Θαλασσινού

Έλα, έλα γεια σου, η Παναγιά κοντά σου...κι ο γάιδαρος δεν σε ξιπάται!

Θερμές ευχαριστίες στην κυρία Μαρία Μουδάτσου- Θαλασσινού, νοσηλεύτρια και δεινή ζυμώτρια, που μοιράστηκε μαζί μας τις αλησμόνητες εμπειρίες της, από τη γενέτειρά της, στο Μέσα Λασίθι της Κρήτης.


Ο Θεός μαζί σας!


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

31/8/2022





Δεν υπάρχουν σχόλια: