Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Σαν τον παλιό τσατουμά!

 


Αυτή την ιστορία μάς τη διηγήθηκε ο κ. Γιάννης Γιαννόπουλος, ο πελεκάνος της Λαμπαίνης, ή Γιάννης ο καλλιτέχνης.   Κατά τη νεαρή του ηλικία, λίγα χρόνια πριν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα το ευρώ( το έτος 2002), ανέλαβε την ανακαίνιση στο σπίτι της αείμνηστης χήρας Γκομέση, που διέμενε   μετά τις σιδηροδρομικές γραμμές, προς τον κάμπο της Βαλύρας.Τον κάλεσε να σοβατίσει  το παλιό χώρισμα του πλίνθινου σπιτιού της, φτιαγμένο με καλάμια, τον τσατουμά   στην κάμαρα του μοναχογιού της, που ήταν μετανάστης στην Αμερική.

Η ευγενική και λιγομίλητη μητέρα,  διέμενε σε ένα παλιό αρχοντόσπιτο, φτιαγμένο με πλίθρες και καλαμένια εσωτερικά χωρίσματα. Πάραυτα, ήταν όλα τόσο καλά συντηρημένα και στολισμένα, ώστε   ο χώρος προκαλούσε ένα ευχαρίστο συναίσθημα, με άρωμα φιλοξενίας και ζεστασιάς.  Αν και η πικραμένη μητέρα νοσταλγούσε αφάνταστα  τον ερχομό του παιδιού της,  ιδίως μετά τον χαμό του συζύγου της, έσφιγγε την καρδιά της εμπρός στο θέλημά του για ένα καλύτερο μέλλον, και κορόιδευε της μοναξιάς της τα τεχνάσματα.

Αλληλογραφούσε συχνά με τον μονάκριβό  της ... κι εκείνος της  απαντούσε με  υπογεγραμμένο λακωνικά το ακόλουθο: "Υπομονή μάνα έρχομαι"!  Διάβαιναν τα χρόνια πάνω σε ξένο άλογο καβάλα και τα δάκρυα του πόνου του χωρισμού θόλωναν την εικόνα του γυρισμού μακριά στον ορίζοντα. Ώσπου  έναν μήνα πριν από το Πάσχα , μία ευλογημένη και αξέχαστη χρονιά, επιτέλους έλαβε επιστολή από  τον  λεβέντη της, ότι  μαζί θα  κάνουν Ανάσταση  στον Άγιο Αθανάσιο και θα ψήσουν στην αυλή  τον οβελία. Πώς είναι το δωμάτιό μου μάνα; την ρωτούσε ο κανακάρης της. Ελπίζω να στέκεται όρθιος ο παλιός τσατουμάς!

Όλα αυτά τα χρόνια, η  στενοχώρια δεν  άφηνε την απογοητευμένη  μητέρα  να μπει και να καθίσει, έστω για λίγο, μέσα στο δωμάτιο του παιδιού της. Είχε κλείσει ερμητικά την πόρτα, με την τελευταία του φορεσιά επάνω στο κρεβάτι....δεν το καταλάβαινε, αλλά   υποσυνείδητα   θρηνούσε τον γιο της σαν  αποθαμένο.

Αφού διάβασε πολλές φορές τρέμοντας το απρόσμενο γράμμα, ο μακρύς Χειμώνας του πένθους υποχώρησε ξαφνικά και η γη ντύθηκε στης Άνοιξης τα χρώματα. Αμέσως κάλεσε μαστόρους να ανακαινίσουν το σπίτι, ιδίως να  φτιάξουν νέο τσατουμά στο δωμάτιο του γιου της  ....πραγματικά άνοιξε τους οφθαλμούς της και είδε ότι ο εσωτερικός τοίχος  κατέρρεε.

Να μου φτιάξετε τον τσατουμά από την αρχή ,  ακριβώς όπως είναι, παρήγγειλε, αλλά κανένα "φιντάνι" στις οικοδομές δεν μπορούσε να αναλάβει. Όλοι ήταν ειδικευμένοι στο σοβάτισμα με τσιμέντο και αυτό πάνω σε τούβλα ή τσιμεντόλιθους, το πολύ-πολύ σε πέτρες,   σίγουρα όχι επάνω σε καλάμια. Η τεχνογνωσία για τις πλίθρες υπήρχε μεν, αλλά σε θεωρητικό επίπεδο. Κανένας δεν έφτιαχνε πλιθιά, κι όσοι τολμούσαν να σοβατίσουν επάνω τους με τσιμέντο, στη συνέχεια έσκαγε από την υγρασία   ο σοβάς και ούτως λάμβαναν εφ΄όρου ζωής γνώση από το πάθημά τους.

Λέγει χαρακτηριστικά στη λαογραφική του συλλογή ο Ηλίας Τουτούνης (1):

 Τσατουμάς ή τσατμάς, λέγεται η τοιχοποιία (συνήθως εσωτερική) που αποτελείται κυρίως από ξύλινο σκελετό με κάθετα και οριζόντια ξύλινα στοιχεία (δοκάρια) στήριξης, σε συνάρτηση με μια ξυλότυπο κατασκευή με επίσχρισμα πηλού.

Η κατασκευή λειτουργούσε σαν εσωτερικό χώρισμα των οικιών  και πολλές φορές για ελαφρύτερη κατασκευή. Αρχικά στηρίζεται και ταυτόχρονα αποτελείται από το οριζόντιο πάνω δοκάρι, σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί το δοκάρι της στέγης, στο οποίο καρφώνονταν τα κατακόρυφα (όρθια) στοιχεία του σκελετού, τα οποία λέγονται ορθοστάτες.

Αριστερά και δεξιά αυτού του πλαισίου, συνήθως καρφώνονταν με καρφιά, η δένονταν με φυσικές ίνες καλάμια ή ξύλινες βέργες (λούρες στην τοπική μας διάλεκτο) ή και ξύλινοι πήχεις ισομεγέθεις και κυρίως ίδιου πάχους. Με αυτό καλυπτόταν ολόκληρη η κατασκευή από το δάπεδο έως το ταβάνι, αριστερά και δεξιά του σκελετού. Η απόσταση μεταξύ τους δεν ξεπερνούσε τα δυο εκατοστά. Αυτή την κατασκευή στον τόπο μας πριν ακόμη επιχρισθεί με άργιλο (γλίνα) την ονόμαζαν καλαμωτή. Σημειωτέον ότι τα καλάμια και τα ξύλα έπρεπε να έχουν κοπεί με φεγγάρι και να είναι αποξηραμένα, επίσης έπρεπε να έχει αφαιρεθεί και η φλούδα, για λόγους στερεότητας και μακροζωίας της κατασκευής.

Όταν η κατασκευή γινόταν κοντά σε παραθαλάσσιο τόπο, τότε χρησιμοποιούσαν και τα φύκια, τα οποία τα εγκλώβιζαν μεταξύ των καλαμωτών γιατί με την αλμύρα που είχαν δεν πλησίαζαν διάφορα έντομα, όπως ψύλλοι, κατσαρίδες, σκώρους κ.λπ. Στα ημιορεινά και ορεινά μέρη, ενδιάμεσα τοποθετούσαν μαλλιά προβάτου άπλυτα, όπου είχαν μια ουσία τον πίνο, (λιπώδης ακαθαρσία των μαλλιών των τριχών των προβάτων), όπου εκεί δεν πλησίαζαν μικρόβια αλλά ζωύφια και λειτουργούσε και σαν μονωτικό ενδιάμεσα στον τοίχο για να αποσοβούνται οι θόρυβοι από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ακόμη έχω βρει τσατουμά αντί για μαλλί και φύκια, είχαν τοποθετήσει φύλλα και στελέχη του φυτού ψαθί.

Έπειτα από το πέρας της τοποθέτησης αυτών των εξωτερικών πηχών, η κατασκευή επικαλύπτεται με γλίνα, η οποία έχει αναμιχθεί με νερό και άχυρο ή και με κοζά (γιδίσιο μαλλί). Το άχυρο και το μαλλί ήταν ένα είδος συγκράτησης- στερέωσης (νεύρου) του μίγματος και κατά την κατασκευή αλλά και για το μέλλον.

Η λάσπη που παρασκεύαζαν δεν έπρεπε να είναι πολύ νερουλή αλλά να είναι στερεή και εύπλαστη, ούτως ώστε να μπορεί να στερεωθεί ενδιάμεσα και εξωτερικά της κατασκευής, με άλλα λόγια γινόταν ένα είδος σοβά. Τοιουτοτρόπως το κενό που έχει δημιουργηθεί ενδιάμεσα στα ξύλα, καλύπτεται εμπρός και πίσω από την άργιλο και δημιουργείται ένα ενιαίο σώμα από ξύλα και λάσπη, το οποίο ενίσχυε την πρόσφυση του επιχρίσματος.

Συνήθως αυτές οι κατασκευές γινόταν τους καλοκαιρινούς μήνες. Μετά το πέρας του επιχρίσματος με την λάσπη το άφηναν και ξεραινόταν και άρχιζε να δημιουργεί χωρίσματα (σκισιές ή σκασιές). Έπειτα από αρκετές ημέρες την χείλιζαν (επάλειφαν), δηλαδή παρασκεύαζαν πάλι αργιλούχα χώματα πιο νερουλή και το επάλειφαν ώστε να κλείσουν οι σκασιές και οι πόροι, που δημιουργήθηκαν μετά το πέρας της ξήρανσης του μίγματος.

Μετά το πρώτο χείλισμα το άφηναν και αυτό λίγες ημέρες ακόμη και πάλι το ξανά περνούσαν με νερουλή λάσπη και έτσι έκλειναν και τους τελευταίους πόρους. Οι τελευταίες επαλείψεις γίνονταν με ιδιαίτερη προσοχή και τεχνική, ώστε ο τοίχος να είναι λείος και εύχρηστος, για την επόμενη εργασία που ήταν το χρωμάτισμα με ασβέστη. Από καλαισθητικής άποψης και για να δημιουργήσουν χρώμα έριχναν μέσα στον ασβέστη λίγο χαλκό (αλογόπετρα) και τοιουτοτρόπως ο χρωματισμός του τοίχου ήταν γαλάζιος. Η χρήση του ασβέστη και του χαλκού δεν ήταν τυχαία αλλά αποσκοπούσε, να έχει μια ωραία γαλαζο-πράσινη όψη, και σε συνάρτηση αυτών των δύο υλικών για λόγους υγιεινής δεν μαζεύονταν μικρόβια και ζωύφια.

Τέλος αυτή η κατασκευή δεν επηρέαζε την στασιμότητα του κτιρίου και μπορούσε να αφαιρεθεί ή και να αναγερθεί σε κάποιο άλλο σημείο του κτιρίου χωρίς στατικά προβλήματα. Αναφέρω μάλιστα ότι στο χωριό μου Άγναντα Πηνείας, πατέρας χώρισε το σπίτι του σε δύο με τσατουμά και τα προκύπτοντα διαμερίσματα τα έδωσε στους γιους του για κατοικίες. Την μέθοδο του τσατουμά την χρησιμοποιούσαν και σε διάφορες κατασκευές εργαλείων. Σε περιπτώσεις που αδυνατούσαν ν’ αγοράσουν πήλινα κιούπια για την προστασία και την συντήρηση στερεών τροφίμων, έπαιρναν ένα καλαμένιο καλάθι μεγάλο και το επάλειφαν με λάσπη και κοζά ή άχυρο και τοιουτοτρόπως δημιουργούσαν ένα σκεύος για την προφύλαξη σπόρων ή αλεύρων από διάφορα ζωύφια κ.λπ.

-Τον Γιαν-Γιαν να καλέσεις, τον ασπρομάλλη , τον Γιάννη Γιαννόπουλο, της πρότεινε ένας συγγενής της.

-Και ποιος είναι αυτός; ρώτησε εκείνη με ενδιαφέρον.

-Είναι  ένας νεαρός  και τολμηρός σοβατζής . Όλα τα δοκιμάζει και τελικώς καλά τα καταφέρνει. Σίγουρα θα κάνεις τη δουλειά σου που βιάζεσαι να τελειώνεις γρήγορα.

Ο ψηλόλιγνος και ασπρομάλλης από  τα 18 χρόνια του σοβατζής, με την πρώτη ματιά δεν έπεισε την αναστατωμένη χήρα ότι θα τα κατάφερνε...Εκείνη, μη έχοντας εναλλακτική λύση,  του έδειξε και  ζήτησε να κτίσει από την αρχή τον τσατουμά, το χώρισμα στο δωμάτιο του γιου της.  Παράλληλα, κατέστησε σαφές ότι θέλει έναν ακριβώς ίδιο τσατουμά, όπως αυτόν που θυμόταν ο γιος της πριν ξενιτευτεί.

Τα καλάμια, και ο πηλός δεν ητάν το βασικό πρόβλημα, όσον αφορούσε τα δομικά υλικά. Ο  δεινός κατασκευαστής χρειαζόταν παράλληλα και τρία σακιά τραγόμαλλα καθώς και μαλλιά προβάτου άπλυτα, για να δέσει η λάσπη και να κολλήσει επάνω στα δοκάρια και καλάμια! Λίγο πριν  από το Πάσχα κανένα  αιγοπρόβατο δεν  κουρεύεται , και τα μαλλιά της προηγούμενης χρονιάς τα  κάνουν οι γιαγιάδες μαξιλάρια για να μην ιδρώνει το κεφάλι τους και αρπάζουν κρύο ή τα  χρησιμοποιούσαν για τις υφαντικές δημιουργίες τους. Που να βρει, στο  εδώ και τώρα, τρία σακιά τραγόμαλλα ο  φουριόζος κτίστης.

Ρώτησε έναν φίλο του κτηνοτρόφο αν μπορούσε εκτάκτως να κουρέψει τα ζωντανά του, κι εκείνος γέλασε μέσα από την καρδιά του. Όσο εσύ αντέχεις στον ψόφο της νύχτας γυμνός, άλλο τόσο και τα ζωντανά αντέχουν κουρεμένα Απριλιάτικα, του απάντησε.

Και ποια πόρτα δεν χτύπησε με υπομονή ο  εργατικός μαστοράκος! Τελικώς, μία γιαγιά τον έσωσε. Είχε πολλά σακιά με  μαλλιά αιγοπροβάτων στο κατώγι της γιατί την είχαν εγκαταλείψει πλέον οι δυνάμεις της, λόγω γήρατος, και δεν άντεχε να καθίσει η  γνώριμη υφάντρα να τα πλύνει και γνέσει, για  να δώσει νέα ζωή στον αργαλειό της. Αφού ο προκομένος κτίστης την αντάμειψε αδρά, στον Παράδεισο θα πας γιαγιά, τής   ψιθύρισε  ", που προσφέρεις τα μαλλιά αυτά για ένα τόσο σημαντικό  έργο, να σμίξει η μάνα με τον μετανάστη γιο σε φροντισμένο σπίτι!

'Ηρθε κι έδεσε η λάσπη επάνω στα καλάμια και ο νέος τσατουμάς έγινε ίδιος  όπως ο παλιός. Η αείμνηστη  χήρα Γκομέση δεν πίστευε στα μάτια της,  έλαμψε από τη μεγάλη χαρά της.

Ήρθε κι ο γιος από την ξενιτιά και τούτη τη φορά δεν ξανάφυγε μακριά από την οικογενειακή  εστία.

Είθε ο  Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να τους αναπαύει στον Παράδεισο.

Θερμές ευχαριστίες στον κ. Γιάννη Γιαννόπουλο, πελεκάνο και σοβατζή, εκ Λαμπαίνης ορμώμενο, που μοιράστηκε μαζί μας αυτή την μοναδική εμπειρία της ζωής του.

Πηγή:

https://www.antroni.gr/istoria/istorika-themata/8-frontpage/1959-ksylopiktos-toixos-tsatoumas-i-tsatmas


Ο Θεός μεθ΄ημών,

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

17-3-2025



Δεν υπάρχουν σχόλια: