Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

Καταβασίες Πεζοῦ Κανόνος Χριστουγέννων


                                                            Φωτό: Pinterest


Εἰσαγωγή 

Χριστούγεννα. Ἑορτὴ παγκοσμίου χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Ποιός δὲν θὰ ἤθελε νὰ συμμετάσχη στὴν χαρὰ αὐτὴν τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος καὶ Λυτρωτῆ μας, ποὺ τὸν προσδοκοῦσαν πάντα τὰ ἔθνη γιὰ τὴν λύτρωση καὶ τὴν σωτηρία τους; 

Γιὰ νὰ μπορέσουμε, ὅμως, νὰ συμμετάσχουμε, ὅπως πρέπει, στὸ «ξένο» αὐτὸ καὶ «παράδοξο» μυστήριο τῆς ἑορτῆς, χρειάζεται νὰ μυηθοῦμε στὸ πνεῦμα της καὶ στὰ μηνύματά της, τὰ ὁποῖα, ὅμως, δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ τὰ κατανοήσουμε, καὶ ἐπειδὴ εἴμαστε ἀμύητοι περὶ τὰ πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἔχουμε ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τοὺς γλωσσικούς μας θησαυροὺς καὶ χρειάζεται νὰ τοὺς ἐπαναπροσεγγίσουμε. 

Ἕνα τέτοιο θαυμάσιο ποίημα, ποὺ ἀξίζει νὰ προσεγγίσουμε, εἶναι ὁ πεζὸς Κανόνας τῶν Χριστουγέννων.

Τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ψάλλονται δύο Κανόνες. Ὁ πεζός -λέγεται καὶ ῥυθμοτονικός, ἐπειδὴ ὁ τονισμὸς δίνει τὸν ῥυθμό-, ποίημα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ, ἀρχίζει μὲ τό «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε...» καὶ φέρει τὴν ἀκροστιχίδα «Χριστὸς βροτωθείς, ἦν ὅπερ Θεὸς μένῃ», δηλαδὴ ο Χριστός, ἂν καὶ ἔγινε βροτός-ἄνθρωπος, παραμένει ὅμως Θεός. Ὁ ἰαμβικός, ποίημα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀρχίζει μὲ τό «Ἔσωσεν λαὸν θαυματουργῶν δεσπότης...» καὶ φέρει ἀκροστιχίδα διὰ στίχων ἀρχαιοπρεπῶν-ἡρωελεγείων. 

Καταβασίες ὀνομάζονται οἱ εἱρμοὶ τοῦ Κανόνος, οἱ ὁποῖοι συχνὰ ἐπαναλαμβάνονται στὸ τέλος τῆς κάθε ὠδῆς, μὲ ἀργὸ καὶ πανηγυρικὸ τρόπο. Λέγονταν ἔτσι, διότι οἱ ψάλτες, ἀπὸ σεβασμό, κατέβαιναν ἀπὸ τὰ στασίδια τους, γιὰ νὰ τὶς ψάλλουν. Οἱ βιβλικὲς ὠδὲς εἶναι ἐννέα· οἱ ὀκτὼ ἀπὸ αὐτὲς ἀπαντῶνται σὲ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μόνον ἡ ἐνάτη, ἡ ὠδὴ τῆς Θεοτόκου, βρίσκεται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Μάλιστα, ἐπειδὴ οἱ παλαιὲς ἐκεῖνες βιβλικὲς ὠδὲς ἀποτελοῦσαν πρότυπα καὶ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο καὶ ὡς πρὸς τὸ πνεῦμα, οἱ νεώτεροι ποιητὲς φροντίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν αὐτούσιες λέξεις ἢ φράσεις ἀπὸ αὐτές. 

Θὰ ἑρμηνεύσουμε τὴν α’ καὶ τὴν θ’ ὠδή, μὲ τὰ ἀντίστοιχα τροπάρια. 

ᾨδὴ α´. Ἦχος α´. Ὁ Εἱρμός. 

Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν· ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς· ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ, ἀνυμνήσατε λαοὶ· ὅτι δεδόξασται. 

«Χριστὸς γεννᾶται». Ὅπως ὅλα τὰ γεγονότα στὴν Ἐκκλησία μας, ἔτσι καὶ ἡ Γέννηση, συντελεῖται στὸ λειτουργικὸ παρόν, ὡς ἕνα διαρκὲς καὶ διαχρονικὸ γεγονός -γι’ αὐτό «γεννᾶται» καὶ ὄχι «ἐγεννήθη». «Χριστός» ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, σημαίνει Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.

«Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. Χριστός, ἐξ οὐρανῶν. Ἀπαντήσατε.» «Πᾶσα ἡ γῆ», ὅλοι, ἄγγελοι, δίκαιοι καὶ κοινοὶ ἄνθρωποι, καλούμαστε νὰ συμμετάσχουμε σ’ αὐτὴν τὴν μεγάλη χαρά. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καλούμαστε νὰ τὸν προϋπαντήσουμε στὴν γῆ καὶ στὴν συνέχεια νὰ ὑψωθοῦμε ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό. 

Ὁ ὑμνωδὸς δανείστηκε τὴν ἀρχὴ τοῦ τροπαρίου του ἀπὸ τὸν Λόγο τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου «εἰς τὰ Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος», ποὺ ξεκινάει μὲ τὰ ἴδια λόγια: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε.» Ὅσο γιὰ τὶς φράσεις «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ» καὶ «δεδόξασται», ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἐφύμνιο ὅλων τῶν τροπαρίων τῆς α’ ὠδῆς, παραπέμπουν στὴν α’ βιβλική ᾠδή, τοῦ Μωυσέως: «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». «Ἔχει δοξαστῆ» ὁ Κύριος σημαίνει ἔχει φέρει εἰς πέρας τὴν ἀποστολὴ ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεὸς Πατέρας, κατὰ τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, νὰ κατέβη στὴν γῆ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Πρῶτο τροπάριο α’ ὠδῆς

Ῥεύσαντα ἐκ παραβάσεως Θεοῦ τὸν κατ᾿ εἰκόνα γενόμενον, ὅλον τῆς φθορᾶς ὑπάρξαντα, κρείττονος ἐπταικότα θείας ζωῆς, αὖθις ἀναπλάττει ὁ σοφὸς Δημιουργὸς· ὅτι δεδόξασται. 

Τρεῖς (3) φράσεις σ’ αὐτὸ τὸ τροπάριο παραπέμπουν στὴν τραγικότητα τοῦ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γενομένου ἀνθρώπου». Ῥεύσαντα ἐκ παραβάσεως (ἀφοῦ κατέρρευσε ἀπὸ τὴν παράβαση), ὅλον τῆς φθορᾶς ὑπάρξαντα (ἀφοῦ βρέθηκε ὅλος μέσα στὴν φθορά), κρείττονος ἐπταικότα θείας ζωῆς (ἀφοῦ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀνώτερη θεία ζωή). Ὅμως, ὁ σοφὸς Δημιουργὸς δὲν ἀφήνει τὸ πλάσμα του στὴν φθορὰ καὶ στὴν ἁμαρτία, ἀλλ’ «αὖθις ἀναπλάττει», τὸν ξαναδημιουργεῖ, τὸν ἀνακαινίζει, τὸν καινοποιεῖ.

Δεύτερο τροπάριο α’ ὠδῆς 

Ἰδὼν ὁ Κτίστης ὀλλύμενον τὸν ἄνθρωπον, χερσὶν ὃν ἐποίησε, κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται· τοῦτον δὲ ἐκ Παρθένου θείας ἁγνῆς ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθεὶᾳ σαρκωθείς· ὅτι δεδόξασται. 

Καθὼς βλέπει ὁ Κτίστης τὸν ἄνθρωπο, τὸ πλάσμα του, «χερσὶν ὅν ἐποίησεν», «ὀλλύμενον» (νὰ βαδίζῃ στὴν ἀπώλεια), δὲν μένει μὲ σταυρωμένα χέρια (ἀνθρώπινη ἔκφραση), ἀλλὰ ἑνώνεται ἐξ ὁλοκλήρου («ὅλος οὐσιοῦται»), παίρνοντας σάρκα καὶ ὀστᾶ ἀπὸ τὴν θεία καὶ ἁγνὴ Παρθένο, «ἀληθείᾳ σαρκωθείς», σαρκούμενος ἀληθινά. Αὐτὸ τὸ λέει, διότι οἱ αἱρετικοί, ὁ Ἀπολλινάριος, συγκεκριμένα, ἔλεγαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος μόνον κατὰ τὸ σῶμα, τὸ πνεῦμα του, ὁ νοῦς του, παρέμειναν θεῖα. Ὅπως, ὅμως, σοφὰ ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, «τὸ ἀπρόσληπτον καὶ ἀθεράπευτον». Χρειάζεται νά «ντυθῇ» ὁ ὅλος Θεὸς τὸν ὅλο ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν ἀνακαινίση, ὅπως ἔγινε κατὰ τὴν Ἐνσάρκωση ἢ Ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου.

Τρίτο τροπάριο α’ ὠδῆς

Σοφία Λόγος καὶ Δύναμις, Υἱὸς ὢν τοῦ Πατρὸς καὶ ἀπαύγασμα. Χριστὸς ὁ Θεός, δυνάμεις λαθὼν ὅσας ὑπερκοσμίους, ὅσας ἐν γῇ καὶ ἐνανθρωπήσας, ἀνεκτήσατο ἡμᾶς· ὅτι δεδόξασται. 

Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦταν Θεός, Υἱὸς τοῦ Πατρὸς καὶ ἀπαύγασμα -ἀκτινοβολία τῆς θεϊκῆς του οὐσίας-, Σοφία, Λόγος καὶ Δύναμις τοῦ Πατρός (ὅλες αὐτὲς οἱ ἰδιότητες παραπέμπουν σὲ Θεό), ἐν τούτοις, «λαθών», ξέφυγε καὶ μὲ ἕναν τρόπο μυστήριο καὶ ἀνερμήνευτο, χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθοῦν οὔτε οἱ ὑπερκόσμιες δυνάμεις, οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ ἐπίγειες δυνάμεις, οἱ σοφοὶ καὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι (καθὼς οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης παρέμεναν ἀσαφεῖς καὶ συγκεκαλυμμένες), μᾶς ξάφνιασε εὐχάριστα καί «ἐνανθρωπήσας ἀνεκτήσατο ἡμᾶς», ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μᾶς ξαναέκανε δικούς Του.


ᾨδὴ θ´. Ὁ Εἱρμός. 

Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον! οὐρανὸν τὸ σπήλαιον· θρόνον Χερουβικὸν τὴν Παρθένον· τὴν φάτνην χωρίον· ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Χριστὸς ὁ Θεός· ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν. 

Ἡ θ’ ὠδὴ εἶναι ἡ μόνη ποὺ βρίσκεται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Πρόκειται γιὰ τὸν Ὕμνο τῆς ἰδίας τῆς Παναγίας, ποὺ ἔψαλλε κατὰ τὴν ἐπίσκεψή της στὴν Ἐλισάβετ: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον...» (Λουκ. α’ 46). 

Μυστήριο παράδοξο καὶ «ξένο», παράξενο, δηλαδὴ καὶ ἀκατανόητο γιὰ τὸν κοινὸ νοῦ, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική, εἶναι, πράγματι, νὰ βλέπη κανεὶς τὸ σπήλαιο ὡς οὐρανό (νὰ γίνεται οὐρανός), τὴν Παρθένο ὡς θρόνο χερουβικό, τὴν φάτνη ὡς χωρίο, μέσα στὸ ὁποῖο «ἀνεκλίθη» ὁ ἀχώρητος Χριστός, τὸν Ὁποῖον ἐμεῖς, ὑμνολογῶντας Τον, τὸν μεγαλύνουμε (ἢ μὲ «ω», ὡς ὑποτακτική, ἂς τὸν μεγαλύνουμε). Ἡ λέξη «μεγαλύνομεν» εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴν ὠδὴ τῆς Παναγίας («Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου…).

Πρῶτο τροπάριο θ’ ὠδῆς 

Ἐξαίσιον δρόμον ὁρῶντες οἱ Μάγοι ἀσυνήθους νέου ἀστέρος, ἀρτιφαοῦς, οὐρανίου, ὑπερλάμποντος, Χριστὸν Βασιλέα ἐτεκμήραντο ἐν γῇ γεννηθέντα Βηθλεέμ εἰς σωτηρίαν ἡμῶν. 

Τὸ τροπάριο αὐτὸ ἀναφέρεται στοὺς μάγους («μάγος» σημαίνει μεγάλος, σοφός), οἱ ὁποῖοι «ὁρῶντες», -βλέποντες-, τὸν «ἐξαίσιον δρόμον», τὴν παράξενη δηλ. τροχιὰ τοῦ «ἀσυνήθους νέου ἀστέρος» (ὅτι δὲν βάδιζε ἀπὸ ἀνατολή-δύση, ἀλλὰ ἀντίθετα), τοῦ «ἀρτιφαοῦς» -ποὺ μόλις («ἄρτι») εἶχε φανῆ στὸν οὐρανό-, τοῦ «οὐρανίου» (ἐδῶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ θεϊκοῦ), «ὑπερλάμποντος», ποὺ ἔλαμπε πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀστέρες, «τεκμήραντο», -συμπέραναν-, ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Βασιλέα Χριστό, τὸν γεννηθέντα «ἐν γῆ Βηθλεέμ εἰς σωτηρίαν ἡμῶν.» 

Δεύτερο τροπάριο τῆς θ’ ὠδῆς

Νεηγενές, Μάγων λεγόντων, παιδίον, Ἄναξ, οὗ ἀστὴρ ἐφάνη, ποῦ ἐστιν; εἰς γὰρ ἐκείνου προσκύνησιν ἥκομεν· μανεὶς ὁ Ἡρῴδης ἐταράττετο, Χριστὸν ἀνελεῖν ὁ θεομάχος φρυαττόμενος. 

«Μάγων λεγόντων»: ποῦ εἶναι, «ἄναξ»,  βασιλιὰ Ἡρώδη, τό «νεηγενές», τὸ νεογέννητο παιδίο, «οὗ ὁ ἀστὴρ ἐφάνη», τοῦ ὁποίου φάνηκε τὸ ἀστέρι, στὴν προσκύνηση τοῦ ὁποίου ἔχουμε ἔρθει («ἥκομεν»), ὁ Ἡρώδης «ἐταράττετο μανείς», ταρασσόταν ἀπὸ τὴν μανία του, «φρυαττόμενος», σκεπτόμενος ἀλαζονικά, «ὁ θεομάχος», «ἀνελεῖν τὸν Χριστόν», νὰ σκοτώση τὸν Χριστό. 

Τρίτο τροπάριο τῆς θ’ ὠδῆς

Ἠκρίβωσε χρόνον Ἡρῴδης ἀστέρος, οὗ ταῖς ἡγεσίαις οἱ Μάγοι ἐν Βηθλεὲμ προσκυνοῦσι Χριστῷ σὺν δώροις· ὑφ᾿ οὗ πρὸς Πατρίδα ὁδηγούμενοι, δεινὸν παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόμενον. 

Ὁ Ἡρώδης, θορυβημένος, «ἠκρίβωσε χρόνον ἀστέρος», «οὗ ταῖς ἡγεσίαις», μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ ὁποίου (ἀστέρος), οἱ Μάγοι «σὺν δώροις» προσκύνησαν τὸν Χριστὸ στὴν Βηθλεέμ. «ὑφ᾿ οὗ», ἀπὸ τὸν ὁποῖον (ἀστέρα ἢ Χριστό), «πρὸς Πατρίδα ὁδηγούμενοι», «δεινὸν παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόμενον.» 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι ἡ προσέγγιση στὶς παραπάνω ὠδὲς τοῦ Πεζοῦ Κανόνος τῶν Χριστουγέννων θὰ εἶναι ἡ ἀφετηρία νὰ θελήσουμε καὶ ἀπὸ μόνοι μας, εἴτε μὲ τὸν τακτικώτερο ἐκκλησιασμό μας εἴτε μὲ τὴν προσεκτικώτερη μελέτη μας, ἀλλὰ πάντοτε μὲ τὴν ἐκζήτηση τῆς ἐκ Θεοῦ φωτίσεως, νὰ ἐμβαθύνουμε καὶ ἄλλο στὸ ὑπέροχο αὐτὸ ποίημα, ποὺ θὰ μᾶς βοηθήση νὰ συλλάβουμε τὸ ἀληθινὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων, νὰ ὑψωθοῦμε ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε τὸν Λυτρωτή μας Κύριο γιὰ τὴν δική μας σωτηρία. Γένοιτο! 

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος

Ορθόδοξος Πολιτιστικός Σύλλογος "Επάλξεις"


Δεν υπάρχουν σχόλια: