Κρύο βαρὺ εἶχε πιάσει παραμονὴ Χριστουγέννων στὴ Βαλύρα. Ἀπὸ τὸν Ταΰγετο κατέβαινε ἀγέρας κοφτερὸς καὶ ἔμπαινε στὰ κόκαλα, μὰ δὲν ήτανε κακία· ἦτανε ἀπὸ κείνα τὰ κρύα τὰ καθαρὰ, ποὺ ξυπνᾶνε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν μαζεύουν μέσα του. Τὰ σπίτια χαμηλά, πέτρινα και κάποια πλινθόχτιστα, σφίγγονταν γύρω ἀπὸ τὰ τζάκια τους, καὶ ἡ Βαλύρα ὅλη ἔμοιαζε σὰν νοικοκυρὰ ποὺ ἑτοιμάζεται γιὰ μεγάλη γιορτή.
Ἡ Μαυροζούμενα κυλοῦσε σιωπηλή. Τὰ νερά της εἶχαν χαμηλώσει, λὲς καὶ προσευχόταν κι αὐτὴ γιὰ τὸ κοσμοϊστορικὸ γεγονὸς ποὺ πλησίαζε. Οἱ παλιοὶ λέγανε πὼς τέτοιες νύχτες τὰ ποτάμια σέβονται καὶ σωπαίνουν, γιατὶ ὅλη ἡ κτίση γονατίζει μπροστὰ στὴ Γέννηση.
Στὸν χειμερινὸ μύλο, εἶχε γίνει ἀθόρυβα ἕνα καλὸ ἔργο. Ἕνα σακὶ κουκλάλευρο μοιράστηκε στοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ἔχουν τὸ πρωινὸ τῶν Χριστουγέννων. Δὲν ἦτανε μεγάλο πράγμα, μα ἦτανε ἀρκετό. Γιατὶ στὴ Βαλύρα ἤξεραν πὼς τὰ λίγα, ὅταν μοιράζονται, γίνονται πολλά.
Ἐνῶ ἔπεφτε τὸ σκοτάδι, ἀνάψανε τις λάμπες και τα λυχναράκια μὲ τὸ πετρέλαιο. Οἱ αὐλὲς καθαρὲς, τὰ κατώφλια σκουπισμένα, καὶ ἀπὸ μέσα μοσχοβόλαγε ξύλο, ψωμί καὶ γλυκίσματα. Ἡ γιαγιά, καθισμένη κοντὰ στὴ φωτιά, στόλιζε ἀποξηραμένα σύκα γεμιστὰ μὲ καρύδια ἀπὸ τοὺς καρποφόρους μπαξέδες και τα αλησμόνητα περιβόλια. Τὰ ἔφτιαχνε ὑπομονετικά, σὰν νὰ ἔκανε προσευχή μὲ τὰ χέρια.
Στὴ γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ δὲν ὑπῆρχε ἔλατο, μὰ ἕνα κλαδὶ ἀπὸ ὀριζοντιόκλαδο κυπαρίσσι κομμένο στον Μυλόλακκα. Τὰ κουκουράρια του, μικρὰ σὰν σβώλοι, τὰ εἶχαν τυλίξει τὰ παιδιά μὲ χρυσόχαρτα καὶ τὰ κρεμάσανε γιρλάντα. Κι ἔλαμπε ἔτσι τὸ δέντρο, ὄχι ἀπὸ πλοῦτο, ἀλλὰ ἀπὸ χαρὰ, κάτω από το χρυσό Άστρο, έργο των μικρών μαθητών .
Παραμονή ξημερώματα, στοὺς δρόμους ἀκούγονταν χαρούμενες φωνὲς . Οἱ μαθητὲς τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου Βαλύρας γυρίζανε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι. Εἶχαν ζωγραφίσει τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶχαν φτιάξει ξύλινη φάτνη, τὴν ὁποία περιφέρανε μὲ σεβασμό, ὅταν λέγανε τὰ κάλαντα. Δὲν τὰ λέγανε μισά· τὰ λέγανε ὅλα, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς καθαρὲς, ψαλτάδικες. Καὶ κάθε πόρτα ἄνοιγε, καὶ κάθε πρόσωπο φωτιζότανε.
Ἡ μάνα εἶχε φροντίσει καὶ τὴ γῆ. Πάνω στὰ καρποφόρα δένδρα τοῦ σπιτιοῦ κρέμασε μικρὰ σταυροκούλουρα γιὰ εὐλογία. Στοὺς ἐλαιῶνες, κόκκινες κορδέλες, στο ἀγαπημένο της ἐλαιόδεντρο. Ἔτσι νὰ χαρεῖ καὶ ἡ ἐλιά, ποὺ θρέφει καὶ φωτίζει.
Οὔτε τὰ ζῶα ξεχάστηκαν. Οἱ προβατίνες φορέσανε καινούρια περιλαίμια, καὶ τὰ γαϊδουράκια τὸ καλὸ τους σαμάρι καὶ χαλινάρι. Γιατὶ κι αὐτὰ, μὲ τὸν τρόπο τους, ἦτανε μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως.
Οἱ γέροι καθόντουσαν κοντὰ στὴ φωτιά, μὲ τὰ κομπολόγια τους, καὶ θυμόντουσαν παλιὰ Χριστούγεννα. Λέγανε χαμηλόφωνα: «Δόξα τῷ Θεῷ, ἀκόμα κρατᾶμε».
Τὰ ροῦχα τὰ καλά, φρεσκοσιδερωμένα, περίμεναν. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ὡς μιὰ μικρὴ κοινωνία, ἑτοιμάζονταν νὰ λαμπρυνθοῦν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Γεννήσεως.
Στὶς πέντε τὸ πρωί ἀκούστηκε ἡ καμπάνα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Βαριὰ καὶ γλυκιά, πατρική. Κάλεσε τοὺς πιστοὺς, καὶ ὅλοι ἀνελλιπῶς ἀνηφόρισαν στὸν ἱερὸ ναό. Τὸ λιβάνι ἀνέβαινε στὸν θόλο, τὰ καντήλια τρεμοπαίζανε, καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, κοινωνήσανε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, μὲ τάξη καὶ φόβο Θεοῦ.
Καὶ τότε ἔνιωθες πὼς δὲν ἦτανε μονάχα Χριστούγεννα στο χωριό, ἀλλὰ πὼς ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἀπὸ τους πρόποδες της ιερής Ιθώμης ἴσαμε τὸν οὐρανό, εἶχε γονατίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου