Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Όταν η αγάπη γίνεται τροφή εντός μας



                                                           Φωτό: Pinterest


Πριν από είκοσι χρόνια, στην Αθήνα,  η οικία του Μανώλη και της Μαρίας Μακρή ετοιμαζόταν να υποδεχθεί τα Χριστούγεννα. Τουλάχιστον δέκα συγγενείς αναμένονταν από την επαρχία, για να ανταποδώσουν με χαρά τα πασχαλινά τραπεζώματα που είχαν απολαύσει στο χωριό την προηγούμενη άνοιξη.

Η κουζίνα μοσχοβολούσε. Τα φαγητά ήταν καλομαγειρεμένα, τα τραπέζια στρωμένα με φροντίδα από τη Μαρία και τη θεία Ευδοκία, που τη βοηθούσε πάντα σε τέτοιες περιστάσεις. Μόνο ο μεγάλος ξύλινος δίσκος με τα τυριά και το σαλάμι αέρος παρέμενε ακόμη άδειος. Κανείς, όμως, δεν ανησυχούσε· ήξεραν οι νοικοκυρές καλά τη δουλειά τους και η διακόσμησή του δεν θα απαιτούσε περισσότερο από ένα τέταρτο.

Σε μια γωνιά του σπιτιού στεκόταν ο μικρός Διονύσης, ο επτάχρονος μοναχογιός τους. Παρακολουθούσε τις γυναίκες λοξά, με μια δυσφορία που δεν μπορούσε να κρύψει. Θα ήθελε να βγει μια βόλτα, να συναντήσει φίλους και συμμαθητές, να νιώσει τη χαρά των σχολικών διακοπών. Ταυτόχρονα, όμως, καταλάβαινε πως το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν οικογενειακή υπόθεση, σχεδόν ιερή.
Έψαχνε λοιπόν κάτι δημιουργικό να κάνει —ήταν χρυσοχέρης, όπως ο αείμνηστος παππούς του— αλλά τίποτα δεν τον ενέπνεε.

Όσο ο πατέρας του αργούσε ακόμη στο γραφείο, το ανήσυχο συναίσθημα μεγάλωνε. Ο Διονύσης περιπλανήθηκε από δωμάτιο σε δωμάτιο, αναζητώντας κάτι που θα του ανέβαζε τη διάθεση. Τίποτα. Μέχρι που κατέληξε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο, περισσότερο για να ξεγελάσει τη ματαίωση με μια μπουκιά παρά από πείνα.
Και τότε το βλέμμα του στάθηκε στα τυριά και στο σαλάμι της μαμάς.

Σαν κεραυνός τον διαπέρασε η ανάμνηση ενός βίντεο: ένας Ιάπωνας καλλιτέχνης που διακοσμούσε τρόφιμα, μεταμορφώνοντάς τα σε μικρά θαύματα. Η ιδέα τον συνεπήρε. Θα μπορούσε κι εκείνος να δημιουργήσει κάτι ξεχωριστό. Κάτι που θα γινόταν η έκπληξη της χρονιάς.

Χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξε τα υλικά από το ψυγείο, πήρε την ξύλινη βάση από το τραπέζι, δυο μαχαιράκια και οδοντογλυφίδες. Εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του, κλειδώνοντας προσεκτικά την πόρτα πίσω του.

Η μητέρα του τον σκέφτηκε φευγαλέα και του χτύπησε δυο-τρεις φορές την πόρτα.
—Είσαι καλά, Διονύση μου;
—Καλά είμαι, μαμά. Θέλω μόνο λίγη ησυχία… σου ετοιμάζω μια έκπληξη.
—Εντάξει, απάντησε εκείνη, χαμογελώντας.

Όταν όμως ήρθε η στιγμή να ετοιμάσει η οικοδέσποινα τον δίσκο και διαπίστωσε πως το ψυγείο ήταν άδειο, ένιωσε τα πόδια της να κόβονται. Έτρεξε στο δωμάτιο του παιδιού και, με όση ψυχραιμία διέθετε, ρώτησε:
—Διονύση μου… η έκπληξη μήπως έχει σχέση με το σαλάμι και τα τυριά ;
—Ναι, μαμά. Αλλά μην με ρωτάς άλλο. Θα δεις  το έργο μου.

Χωρίς καθυστέρηση τηλεφώνησε στον άντρα της και του ζήτησε να φέρει επειγόντως νέα εφόδια. Εκείνος γέλασε με τη δημιουργικότητα του γιου του και δεν άργησε να  γυρίσει γρήγορα.

Ύστερα από τρεις ώρες, ο μικρός καλλιτέχνης ολοκλήρωσε το  δημιουργημά  του. Βγήκε από το δωμάτιο την ώρα που οι συγγενείς έφταναν, κρατώντας στα χέρια του έναν δίσκο αλλιώτικο από κάθε άλλον. Όλοι έμειναν άφωνοι.
Τα τρυπητά τυριά είχαν μεταμορφωθεί σε πύργους και το σαλάμι σε κεραμίδια, χτισμένα σε ένα μαγικό κάστρο.

Ο θαυμασμός, όμως, μετατράπηκε γρήγορα σε εφιάλτη.
—Εγώ θα φάω αυτό το πυργάκι! έλεγε ο ένας.
—Κι εγώ εκείνο απέναντι! έλεγε ο άλλος.
Οι πύργοι μοιράζονταν με όρεξη.

Ο Διονύσης, τρομαγμένος, έτρεξε στη μητέρα του και της ζήτησε να φωτογραφίσει το  κοπιαστικό έργο του. Να μη χαθεί εντελώς. Έτσι κι έγινε. Τότε μόνο ησύχασε και αποδέχτηκε πως τα κάστρα του ήταν  για φάγωμα.

Από εκείνη τη μέρα άρχισε να δείχνει μεγαλύτερη ωριμότητα. Κάθε φορά που η μητέρα του του πρόσφερε ένα όμορφα διακοσμημένο πιάτο, τη ρωτούσε αν δεν την πείραζε να το φάει και να εξαφανιστεί το έργο της.
—Όχι, παιδί μου, δεν με πειράζει, του έλεγε. Χαίρομαι όταν ο κόπος μου γίνεται χαρά και αφήνει μια γλυκιά ανάμνηση στην καρδούλα σου.

Έτσι κι ο Διονύσης, σήμερα, ανήμερα Χριστουγέννων, για ακόμη μία χρονιά, χάρισε ανιδιοτελώς για βρώση τα ψηλά  κάστρα του.

-Λόγος Θείου Φωτός

Δεν υπάρχουν σχόλια: