Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

Ημέρες γιορτινές στο τσαγκαράδικο του Βασίλη

 

                              Φωτό: Το Παλιατζίδικο των Αναμνήσεων στο FB



Γνώρισα τον Βασίλη, με καταγωγή από τον Καύκασο, πριν από δέκα χρόνια, όταν τον πρωτοσυνάντησα στο μικρό του τσαγκαράδικο επί της οδού Αγίας Βαρβάρας στο Παλαιό Φάληρο. Εκείνη την ημέρα με είχε κυριεύσει το άγχος· έπρεπε να παραστώ σε μια ομιλία και, την πιο ακατάλληλη στιγμή, άρχισε να ξεκολλά το τακούνι από τη δεξιά μου γόβα.

—Μην αγχώνεσαι, μου είπε χαμογελαστά. Σε δέκα λεπτά θα είναι έτοιμο. Θα προλάβεις.

Εκείνα τα δέκα λεπτά, όσο ο κύριος Βασίλης δούλευε σκυφτός πάνω στο παπούτσι, ήταν αρκετά για να ανοίξει τα τετράδια της ψυχής του και να μου διηγηθεί την ιστορία του.

Κάποια Χριστούγεννα, πριν από είκοσι χρόνια, έφτασε στην Ελλάδα αδέκαρος. Στην αρχή στριμώχτηκε σε κάθε λογής δουλειές για να σταθεί στα πόδια του. Όμως κρατούσε έναν μεγάλο θησαυρό στα χέρια του: την τέχνη της υποδηματοποιίας. Δεν ήξερε μόνο να επισκευάζει άριστα παπούτσια κάθε είδους· ήξερε και να κατασκευάζει υπέροχα δερμάτινα, δικά του δημιουργήματα.

Με τις πρώτες οικονομίες του αγόρασε τον απαραίτητο εξοπλισμό και βρήκε μια «τρύπα», που ίσα-ίσα τον χωρούσε, για να στεγάσει τη μικρή αλλά θαυματουργή του επιχείρηση. Λιτοδίαιτος άνθρωπος, με ένα κομμάτι ψωμί έβγαζε τη μέρα του, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στο σπίτι τον περίμεναν η σύζυγός του και η μοναχοκόρη του.

—Φαίνεσαι πολύ λογικός και μετρημένος άνθρωπος, μου είπε κάποια στιγμή, προσπαθώντας να κρατήσει την προσοχή μου. Τις έχω εξασφαλίσει και τις δύο. Τους έφτιαξα σπίτι και εργάζομαι ασταμάτητα γι’ αυτές.

—Ναι, κύριε Βασίλη, του απάντησα, όμως εδώ, με τόσους πελάτες, στον μικρό και κρύο χώρο, καταπονείς λίγο το σώμα σου. Μήπως θα έπρεπε να κάνεις κάτι και για σένα;

Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε ήρεμα.

—Το σώμα μου δεν έχει πρόβλημα. Η ψυχή μου πονάει.

—Γιατί; Τι βαραίνει την ψυχή σου;

—Να… κάποιες πελάτισσες είναι τόσο απαιτητικές. Θέλουν εδώ και τώρα να εξυπηρετηθούν. Τους λέω «δύο ευρώ», μου αφήνουν πέντε με τη μύτη ψηλά και δεν καταδέχονται να πουν ένα «ευχαριστώ». Δεν ξέρω αν τελικά είναι ευχαριστημένες.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και άνοιξε η πόρτα. Μπήκε μια ψηλή κυρία με σφιγμένα χείλη.

—Έτοιμες οι μπότες μου; είπε χωρίς καλημέρα.

—Αλίμονο αν δεν ήταν έτοιμες, απάντησε ο Βασίλης. Δεν ξέρω τι θα άκουγα από σένα!

Εκείνη χαμογέλασε αυτάρεσκα.
—Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει!

Έβαλα διακριτικά το δάχτυλο μπροστά στο στόμα μου, για να του δείξω να μη δώσει συνέχεια. Όταν έφυγε, ο Βασίλης ψιθύρισε:
—Αυτή δεν είναι μεγάλο ψώνιο;

Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε μια κραυγή. Η γυναίκα είχε παραπατήσει στο πεζοδρόμιο και έπεσε. Τρέξαμε κοντά της.

—Σε πονάει το ποδαράκι σου; τη ρώτησε στοργικά ο Βασίλης.

—Όχι… είμαι καλά, ευχαριστώ, είπε ταραγμένη και πήρε τον δρόμο της.

Γυρίζοντας στο τσαγκαράδικο, ο Βασίλης αναστέναξε.
—Αυτό το «ευχαριστώ» ήθελε ο προστάτης άγγελός της να ακουστεί. Γι’ αυτό έγινε το μικρό ατύχημα.

—Να λες μόνο «ο Θεός να τους φωτίζει», του απάντησα. Να πάνε στο καλό και να μη σου βαραίνει η ψυχή.

Πέρασαν μερικοί μήνες. Όταν πήγα να παραλάβω ένα ζευγάρι δερμάτινα μποτάκια που μου είχε φτιάξει, είδα πάνω στον πάγκο του πολλά γλυκά.

—Θα αναρωτιέσαι γιατί τόσα γλυκά, μου είπε. Δεν είναι μόνο τα Χριστούγεννα που πλησιάζουν. Είναι κι οι γυναίκες. Δίνω τόπο στην οργή. Ό,τι κι αν λένε, τους λέω «στο καλό» και «ό,τι χρειαστείτε, εδώ είμαι».

Και πράγματι, έρχονταν πια όχι μόνο για τα παπούτσια. Συχνά τα παπούτσια ήταν απλώς το πρόσχημα. Κάθονταν, κουβέντιαζαν, του έλεγαν τον πόνο τους, κι εκείνος δούλευε σιωπηλά. Η μέρα περνούσε με παρέα.

Ο Βασίλης λειτουργεί στο πιο γραφικό τσαγκαράδικο της Αθήνας. Δεν θέλησε ποτέ να το αλλάξει ή να το εκμοντερνίσει. Κι όμως, κανένα καινούργιο τσαγκαράδικο της περιοχής δεν γνώρισε τόση προσέλευση όσο το δικό του. Εκεί επικρατεί μια τάξη μέσα στην αταξία: παπούτσια διπλωμένα σε σακούλες χωρίς ονόματα, κι όμως εκείνος ξέρει ακριβώς ποιανού είναι τι και σε ποια γωνιά βρίσκεται.

—Χαίρομαι με τη δουλειά μου, μου είπε μια χρονιά, καθώς μου ευχόταν για τον νέο χρόνο. Δεν την κάνω αγγαρεία για το χρήμα. Νιώθω πως έχω τον Χριστό βοηθό μου.

Και καθώς περνούσα το κατώφλι του μικρού, παλιού τσαγκαράδικου, με τα φθαρμένα παπούτσια μου, σκέφτηκα πως κάποια μέρη δεν χρειάζονται φώτα και βιτρίνες. Χρειάζονται μόνο ανθρώπους με καθαρή καρδιά.

-Λόγος Θείου Φωτός

Δεν υπάρχουν σχόλια: