Φωτό: Pinterest
Το καράβι είχε μόλις δέσει στη Δάφνη. Ο αέρας μύριζε χειμώνα και λιβάνι μαζί. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων, και ο Νικόλας, νέος ακόμη, με ανήσυχη καρδιά, ανέβαινε το μονοπάτι προς το κελί του γέροντα Ιωάσαφ. Δεν είχε ξανάρθει στο Άγιο Όρος τέτοια εποχή. Το κρύο έμπαινε βαθιά, όπως και οι σκέψεις του.
Είχε ζητήσει να εξομολογηθεί. Ήθελε να κοινωνήσει τα Χριστούγεννα. Μα όσο πλησίαζε, τόσο ένιωθε πως δεν ήξερε ακριβώς τι ζητούσε. Άφεση ή επιβεβαίωση; Φως ή παρηγοριά;
Ο γέροντας τον υποδέχθηκε αθόρυβα. Ένα κερί έκαιγε στο μικρό παρεκκλήσι. Δεν τον ρώτησε πολλά. Μόνο τον άκουγε.
Ο Νικόλας άρχισε να μιλά. Για τις σκέψεις που τον τραβούσαν πότε προς το καλό και πότε προς την ταραχή. Για τον ζήλο του, που άλλοτε τον ανέβαζε κι άλλοτε τον έκανε σκληρό με τον εαυτό του και με τους άλλους. Για τις «καλές πράξεις» που τον άφηναν άδειο. Για τις προσευχές που έμοιαζαν άλλοτε ζωντανές κι άλλοτε σαν θέατρο.
Σταμάτησε. Περίμενε.
Ο Νικόλας σάστισε. Δεν το είχε σκεφτεί έτσι.
— Κι όταν είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου, συνέχισε ο γέροντας, θεραπεύεσαι ή καμαρώνεις κρυφά ότι αντέχεις;
Ο νέος κατέβασε το κεφάλι. Θυμήθηκε νύχτες χωρίς ύπνο «για τον Θεό», που όμως το πρωί τον έκαναν νευρικό και απότομο.
— Ο Θεός, παιδί μου, είπε ο γέροντας, δεν ζητά από όλους το ίδιο μέτρο. Άλλοτε θέλει κόπο, άλλοτε ανάπαυση. Το δύσκολο είναι να ξέρεις ποιο από τα δύο χρειάζεσαι σήμερα.
Σιωπή.
— Όταν προσεύχεσαι, τι ζητάς; ρώτησε μετά. Να φωτιστείς ή να γίνει το θέλημά σου όπως το φαντάζεσαι;
Η ερώτηση έπεσε βαριά. Ο Νικόλας ένιωσε ότι πολλές φορές μιλούσε στον Θεό για να συμφωνήσει μαζί του.
— Και όταν δεν νιώθεις τίποτα στην προσευχή; Τότε φεύγεις ή μένεις;
Δεν απάντησε. Ήξερε.
Σιγά σιγά, η εξομολόγηση βάθαινε. Μίλησαν για τους άλλους. Για την κρίση που ντυνόταν «αλήθεια». Για λόγια σωστά που πλήγωναν. Για διαφωνίες που άφηναν πίσω τους πίκρα.
— Πες μου, παιδί μου, όταν μιλάς, ο άλλος αναπαύεται ή βαραίνει; Όταν σωπαίνεις, το κάνεις από αγάπη ή από φόβο;
Ο Νικόλας ένιωσε πως η εξομολόγηση δεν ήταν πια κατάλογος αμαρτιών, αλλά καθρέφτης.
— Και στον αγώνα σου, συνέχισε ο γέροντας, ξέρεις ποιο πάθος πολεμάς ή χτυπάς ό,τι φαίνεται για να μην ακουμπήσεις το βαθύτερο;
Θυμήθηκε πόσο εύκολα άλλαζε πνευματικές πρακτικές, πόσο ανυπόμονος ήταν με τον χρόνο του Θεού.
— Η πτώση, είπε ο γέροντας, αν σε κάνει πιο μαλακό, σε ωφελεί. Αν σε σκληραίνει, σε πληγώνει διπλά.
Πέρασε ώρα. Το κερί είχε κοντύνει.
Ο Νικόλας ένιωσε για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα κάτι απλό και καθαρό. Όχι ενθουσιασμό. Ειρήνη.
— Κοίτα, παιδί μου, κατέληξε ο γέροντας. Αν οι αποφάσεις σου φέρνουν ταραχή, κάτι χρειάζεται διόρθωση. Αν η παρουσία σου βαραίνει τους άλλους, κάτι χρειάζεται ταπείνωση. Αν μεγαλώνει μέσα σου η αγάπη, τότε, έστω και αργά, βαδίζεις σωστά.
Τον ευλόγησε. Του έδωσε άδεια να κοινωνήσει.
Βγαίνοντας, ο Νικόλας είδε το χιόνι να πέφτει αθόρυβα. Δεν ένιωθε άξιος. Ούτε ανάξιος. Μόνο μαθητής.
Και μέσα του, για πρώτη φορά, το φως δεν φώναζε.
Ο Νικόλας δεν έφυγε αμέσως. Έμεινε λίγο όρθιος στο κατώφλι, σαν να φοβόταν ότι αν μιλούσε πάλι, θα χαλούσε τη σιωπή. Ο γέροντας το κατάλαβε.
— Κάτι ακόμη σε βαραίνει, είπε χωρίς να τον κοιτάξει.
— Γέροντα… φοβάμαι μήπως παίρνω λάθος δρόμο. Μήπως νομίζω ότι αγωνίζομαι πνευματικά, αλλά στην ουσία τρέφω τον εγωισμό μου.
— Πώς θα ξέρω ποιο πάθος να πολεμήσω πρώτο; ρώτησε ο Νικόλας. Νιώθω ότι χάνω τον αγώνα σκορπίζοντας τις δυνάμεις μου.
— Το πάθος που σε χωρίζει περισσότερο από την αγάπη, είπε ο γέροντας. Εκείνο που σε κάνει να μη βλέπεις στον πλησίον το πρόσωπο του ίδιου του Θεού και να θέλεις με αγάπη να προσφέρεις. Μην αρχίζεις από ό,τι φαίνεται ευκολότερο. Ούτε από ό,τι φαίνεται πιο «πνευματικό».
— Αν μετά την πτώση γίνεσαι πιο επιεικής με τους άλλους, τότε η πτώση σε δίδαξε. Αν γίνεσαι πιο σκληρός, τότε σε σκλήρυνε. Κοίτα τον καρπό, όχι την πράξη.
— Αν στενοχωριέσαι όταν δεν σε βλέπουν και δεν σε αναγνωρίζουν, είπε απλά ο γέροντας, τότε χρειάζεται προσοχή. Το καλό έργο αναπαύεται στη σιωπή. Η κενοδοξία διψά για μάρτυρες και επίδειξη.
Έξω ο αέρας δυνάμωνε.
— Και με τους άλλους; ρώτησε ο Νικόλας. Πότε πρέπει να μιλάω και πότε να σωπαίνω;
— Όταν η αλήθεια σου θεραπεύει, μίλα. Όταν πληγώνει για να νιώσεις εσύ σωστός, σώπα. Η θεία διάκριση ξέρει να ξεχωρίζει το σφάλμα από τον άνθρωπο.
— Κι αν έχω δίκιο;
— Να το προσέχεις αυτό, είπε ήρεμα. Η υπακοή που δεν αναπαύει την καρδιά, χρειάζεται ταπείνωση, όχι πίεση. Μάθε να λες «δεν ξέρω». Εκεί γεννιέται η διάκριση.
Έμειναν σιωπηλοί.
— Πες μου κάτι τελευταίο, γέροντα. Πώς θα καταλάβω αν προχωρώ σωστά;
Ο Νικόλας φίλησε το χέρι του.
Βγαίνοντας στο σκοτάδι, ένιωθε πάλι μαθητής. Όχι γιατί είχε πάρει απαντήσεις σε όλα, αλλά γιατί είχε μάθει πώς να ρωτά σωστά.
Και το φως, και πάλι, δεν φώναζε.
«Στον δρόμο της επιστροφής»
Το καράβι έφευγε αργά από τη Δάφνη. Ο Νικόλας στεκόταν στο κατάστρωμα, τυλιγμένος στο παλτό του. Το Άγιο Όρος μίκραινε πίσω του, μα μέσα του κάτι μεγάλωνε. Όχι βεβαιότητα. Μάλλον ευθύνη.
«Άραγε», συλλογιζόταν, «θα μπορώ να ξεχωρίζω τις σκέψεις; Ποια έρχεται από τον Θεό και ποια από τον φόβο μου; Και ποια απλώς από τον εγωισμό μου που φοράει πνευματικά ρούχα;»
Θυμήθηκε πόσες φορές είχε πιεστεί υπερβολικά και το είχε ονομάσει ζήλο. Άλλες φορές, πάλι, είχε αναπαυθεί από τεμπελιά και το είχε βαφτίσει σύνεση. «Θα μάθω ποτέ», αναρωτήθηκε, «πότε η αυστηρότητα θεραπεύει και πότε με κάνει σκληρό; Πότε χρειάζεται κόπος και πότε ανάπαυση;»
Έκλεισε για λίγο τα μάτια. Είδε τον εαυτό του να κάνει καλές πράξεις και να κοιτά κρυφά αν τις βλέπουν οι άλλοι. «Αν εξετάζω τα κίνητρά μου, θα αντέξω αυτό που θα δω; Θα μπορώ να αντικρίζω τα πάθη μου χωρίς να απελπίζομαι, αλλά και χωρίς να τα δικαιολογώ;»
Ένα κύμα χτύπησε το πλοίο. Μαζί του ήρθε μια παλιά λύπη. Όχι εκείνη που γεννά μετάνοια, αλλά εκείνη που σε βαραίνει και σε τραβά προς τα κάτω. «Τελικά», σκέφτηκε, «ξέρω να τις ξεχωρίζω; Ή μένω μέσα στην ακηδία και τη λέω ταπείνωση;»
Η προσευχή του πέρασε από μπροστά του σαν εικόνα. Λόγια πολλά, σχήματα όμορφα, καρδιά συχνά άδεια. «Απλότητα… αυτό μου λείπει. Μιλάω στον Θεό για να φωτιστώ ή για να μου πει ότι έχω δίκιο; Κι όταν δεν νιώθω τίποτα, μένω ή φεύγω;»
Κοίταξε τους συνεπιβάτες του. Σκέφτηκε πόσο εύκολα κρίνει. Όχι πάντα με λόγια, αλλά με βλέμματα και σιωπές. «Μπορώ άραγε να βλέπω το σφάλμα χωρίς να απορρίπτω τον άνθρωπο; Να λέω την αλήθεια χωρίς να πληγώνω; Να χαίρομαι με την πρόοδο του άλλου χωρίς να με τρώει η ζήλια;»
Έφερε στον νου του τον αγώνα του. Πόσες μάχες, πόσα μέτωπα. «Ξέρω ποιο πάθος πολεμάω ή απλώς αποφεύγω εκείνο που πονά περισσότερο; Και όταν πέφτω, γίνομαι πιο ταπεινός ή πιο απότομος;»
Θυμήθηκε πόσες φορές άλλαξε πνευματικές αποφάσεις από ανυπομονησία. «Σταθερό μέτρο… πόσο δύσκολο. Και πόσο εύκολο να κρύβεται η κενοδοξία ακόμη και μέσα σε μια καλή σκέψη.»
Η φωνή του γέροντα αντήχησε μέσα του: η διάκριση είναι χάρισμα εκ Θεού. «Άρα δεν κατακτιέται. Λαμβάνεται. Κι εγώ πόσο συχνά φέρομαι σαν να είμαι μέτρο της αλήθειας… Πόσο δύσκολο να πω “δεν ξέρω” χωρίς να νιώσω μικρός.»
Το καράβι πλησίαζε στο λιμάνι. Ο Νικόλας ένιωσε μια ήσυχη ανησυχία. Όχι φόβο. Μάλλον εγρήγορση.
«Αν οι αποφάσεις μου φέρνουν ειρήνη, είμαι στον σωστό δρόμο. Αν φέρνουν ταραχή, κάτι χρειάζεται διόρθωση. Αν η παρουσία μου γαληνεύει, κάτι καλό γίνεται. Αν βαραίνει, τότε χρειάζομαι μετάνοια. Και αν, αντί να αυξάνεται η αυστηρότητα, αυξάνεται η αγάπη… τότε, ίσως, κάτι από τον Θεό περνά μέσα μου.»
Κατέβηκε από το πλοίο χωρίς θόρυβο.
Δεν είχε απαντήσεις. Είχε, όμως, έναν τρόπο να ζει τις ερωτήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου