Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΚΗ

 

                                                       Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

Όταν οι γονείς στη Βαλύρα ήθελαν να νουθετήσουν και  να συμμορφώσουν τα παιδιά τους,  κατά τη δεκαετία του 1960, τους ανέφεραν συχνά την ιστορία του ατυχή Φουντούκη - αυτό ήταν το παρανόμι του- λέγοντάς τους “να μάθεις να είσαι μελετηρός, εργατικός και οικονόμος, για να μη πεθάνεις στην ψάθα, όπως ο συγχωρεμένος ο Φουντούκης”.

Τον Φουντούκη ποτέ δεν τον γνώρισαν, αφού έζησε προπολεμικά, και είχε ήδη αποβιώσει το 1940, όταν άρχισε ο πόλεμος. Αυτός ήταν ο μύθος του Φουντούκη, του ασώτου υιού, χωρίς μεταμέλεια, και της τιμωρίας του, μέχρι να επέλθει ο θάνατος...πάνω στην ψάθα. Δεν γνώριζαν οι γονείς βέβαια το μεγάλο μυστικό του ατυχούς ανθρώπου, που θα το έπαιρνε κυριολεκτικά στον τάφο του, αν δεν βρισκόταν έστω ένας να μιλήσει για το μαρτύριο του, και να το μοιραστεί με τις επόμενες γενιές της Βαλύρας.

Και πρώτος από όλους ο αείμνηστος Ελευθέριος-Ερρίκος Λινάρδος, πατέρας του προκομμένου και καταξιωμένου Ιωάννη Λινάρδου, ο οποίος κατέγραψε την ιστορία του συγχωρεμένου Φουντούκη τόσο βαθιά στη μνήμη του , με τις σχετικές λεπτομέρειες, και την παρέδωσε λεκτικά, μετά από πενήντα χρόνια, ως μέρος της λαογραφικής μας κληρονομιάς. Αλλά και ο κύριος Γιώργος Φειδάς είχε ακούσει κατά την παιδική του ηλικία αυτή την ιστορία από τον πατέρα του Παρασκευά· μάλιστα θυμόταν την πραγματική αρρώστια του δυστυχισμένου Φουντούκη. Πολλά μπορούμε να διδαχθούμε μέσα από αυτή τη θλιβερή ιστορία , και πρωτίστως τη δύναμη της πίστεως, την ταπείνωση, τη σωτήρια υπακοή, την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, και την ευγνωμοσύνη προς τον Ύψιστο.

Η οικονομική κατάσταση της πατρικής οικογένειας του Φουντούκη ήταν πολύ καλή, μερικά χρόνια μετά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κυριολεκτικά δεν τους έλειπε τίποτα! Οι γονείς του ήταν ένα ταιριαστό, εγγράμματο και εργατικό ζευγάρι, που ζούσε σε ένα διώροφο πέτρινο σπίτι στο χωριό, και είχε ως βασική ασχολία την καλλιέργεια των αγρών και την εκτροφή των ζώων τους. Εργάζονταν σκληρά και η μεγαλύτερη χαρά τους ήταν να αυξάνουν με τον χρόνο την περιουσία τους. Μόνο ένα βασικό πρόβλημα είχαν, κατά τα πρώτα έτη του γάμου τους· δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδί, μέχρι που η άτεκνη σύζυγος παρακάλεσε την Παναγία, στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου της Βαλύρας, να της χαρίσει τέκνο. “Το δώρο από τον Θεό να είναι αγόρι , ώστε να κληρονομήσει τη περιουσία της οικογένειας μας”, διευκρίνισε στην παράκλησή της προς τη Θεοτόκο η νεαρή γυναίκα. Και η Παναγία τη λυπήθηκε! Παιδί του Θεού συνέλαβε, τον όμορφο, σαν τον ήλιο τον λαμπρό, τον μικρό καστανόξανθο Φουντούκη της, με τα γλυκά μάτια, σαν τα ώριμα φουντούκια, των καρπερών δένδρων στο κτήμα της στο βουνό της Ιθώμης. Πολύ μεγάλη ήταν η χαρά του ζεύγους, με τον ερχομό του γιού και   κληρονόμου τους στην οικογένεια, τόσο που ξέχασαν , μια ολόκληρη ζωή, να ευχαριστήσουν την Παναγία. Ούτε ένα πρόσφορο δεν ζύμωσε η νέα μητέρα, και ούτε ένα μπουκάλι λάδι από τους ελαιώνες της οικογένειας δεν προσέφερε στην εορτή της Μεγαλόχαρης. Πήγαινε τυπικά στην εκκλησία και κοινωνούσε το παιδί της “όταν έπρεπε”, δηλαδή δύο με τρεις φορές το χρόνο, Χριστούγεννα, Πάσχα και στη γιορτή του.

 Μία φορά, ανήμερα τον δεκαπενταύγουστο, συνάντησε μία συνομήλικη γυναίκα, που κατέβηκε από το τραίνο στον σταθμό της Βαλύρας. Η άγνωστη προσκυνήτρια, ξυπόλυτη άρχισε να περπατάει ψάλλοντας, με το βυζανιάρικο παιδί της στην αγκαλιά, για να φτάσει μέχρι την ιερά Μονή του Βουλκάνου, ψηλά στην Ιθώμη, να εκπληρώσει το τάμα της στη Μεγαλόχαρη, στην εορτή της μνήμης της.

-Πού πας έτσι κυρά μου; τη ρώτησε η μητέρα του Φουντούκη. Δεν λυπάσαι τον εαυτόν σου που θηλάζεις; Θέλεις να πεθάνεις και να μείνει το παιδί σου ορφανό;

-Θα πέθαινα στη γέννα της απάντησε εκείνη, με βαθιά πίστη και δάκρυα στα μάτια, και η Παναγία έσωσε το παιδί μου και εμένα. Μας ανέστησε η Υπεραγία Θεοτόκος, και εγώ η αχάριστη θα λυπηθώ τα πόδια μου; Μακάρι να άντεχα να ανέβω στο βουνό κάτω στα γόνατα.

-Όπως νομίζεις, βοήθειά σου, της απάντησε τυπικά, και έφυγε βιαστική για τη δουλειά της.

Άλλες οι βουλές της φυσικής μητέρας και άλλα τα σχέδια του Θεού και της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, γιατί ο Φουντούκης έφερε θεία ευλογία, κι ένα ευλογημένο παιδί ανήκει στον Θεό και όχι στη μάνα που το έφερε στην πρόσκαιρη τούτη  ζωή.

-Γιατί Φουντούκη μου δεν τρως το κρέας και το φτύνεις; του έλεγε διαμαρτυρόμενη. Δεν το άλεσα καλά στον μύλο; Αφού έχεις δοντάκια, γιατί δεν το μασάς καλά και μετά να το καταπιείς; Θέλεις να το φας με ψωμάκι, να πιείς και λίγο νεράκι για να πάει κάτω;

-Όχι μανούλα μου, έλεγε εκείνος κλαψουρίζοντας. Το κρέας βρωμάει κακά και δεν μπορώ να το κρατήσω μέσα στο στόμα μου.

-Και τι θέλεις να φας, που με στενοχωρείς γιατί θα αρρωστήσεις;

-Βραστές πατατούλες με λαδάκι και λεμονάκι και λίγο ψωμάκι.

-Αμάν! Με τις πατάτες, τον μάλωσε ο πατέρας του. Τρεις μέρες βραστές πατάτες τρως. Τι άλλο θέλεις να φας;

-Τότε να μου δώσετε άγρια χόρτα με λαδάκι και λεμόνι και λίγο ψωμάκι.

Ούτε χόρτα θα σου δώσουμε! Θα φας ένα αβγό ρουφηχτό. Θα κλείσεις τα μάτια και τη μύτη και θα το καταπιείς τάκα- τάκα. Δώσε του ένα αβγό γυναίκα.

-Όχι σήμερα, διαμαρτυρόταν ο μικρός Φουντούκης και έτρεχε να κρυφτεί στον κήπο. Σήμερα είναι Τετάρτη, αύριο να μου το δώσεις μανούλα μου.

Τι να κάνει η μάνα του; έτρωγε εκείνη την Τετάρτη και την Παρασκευή το αβγό για να μη πάει χαμένο και έλεγε ψέματα στον άνδρα της, για να μη τον πικράνει.

Κάποια στιγμή βρέθηκε στην εκκλησία, και καθώς προσκύνησε στην εικόνα της Παναγίας, είπε:

-Κυρά Παναγιά, εσύ που μου έδωσες παιδί, μήπως για παίδευση μου το έδωσες; Τόσο μίζερο που είναι, καθόλου χαρά δεν μου δίνει!

Τότε έπεσε κάτω ένα τριαντάφυλλο από το πλαίσιο της εικόνας της Παναγίας . Εκείνη γονάτισε, το σήκωσε και το τοποθέτησε ξανά στη θέση του. Καθώς πήγε να φύγει, έπεσε και δεύτερο άνθος από την εικόνα στο δάπεδο του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου.

Γονάτισε ξανά, το μάζεψε και το τοποθέτησε στη θέση του, και πάλι πήγε να φύγει, άλλα έπεσε κάτω και τρίτο άνθος. Αφού τοποθέτησε και το τρίτο άνθος, πήγε και βρήκε τον ιερέα για να διαμαρτυρηθεί, λέγοντάς του ότι διαλύεται ο στολισμός της εικόνας, πέφτουν κάτω τα άνθη, και να το πει στη νεωκόρο να τα στερεώσει καλά.

Ο ιερέας , μόλις άκουσε τα λεγόμενά της, της απάντησε:

-Πήγαινε και γονάτισε μπροστά στην εικόνα και ζήτησε στην Παναγία να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου με πίστη δυνατή, από το βάθος της ψυχής σου.

-Δεν έχω αμαρτίες παπά μου, απάντησε εκείνη. Κοιτάζω το παιδί μου , τον άνδρα μου και τη δουλειά μου. Δεν έχω πάρε δώσε με κανέναν.

-Μήπως χρωστάς κάτι στην Παναγία;

-Όχι. Της ανάβω κερί όταν έρχομαι στην εκκλησία.

-Μήπως δεν δίνεις ελεημοσύνη στους ζητιάνους;

-Όταν περνούν οι ζητιάνοι δεν είμαι στο σπίτι, είμαστε με τον άνδρα μου στα κτήματα.

-Το παιδί σου είναι καλά;

-Καλά είναι, αδύνατο είναι λίγο, γιατί δεν θέλει να τρώει κρέας, αβγά και τυρί. Μόνο χόρτα και λαχανικά ζητάει, με λάδι , λεμόνι και ψωμί και με βασανίζει πολύ.

-Το παιδί σου λέει την προσευχή του;

-Προσεύχεται , αλλά δεν ξέρει τι να λέει και λέει ψιθυρίζοντας τα δικά του.

-Να κάνει τον σταυρό του πριν και μετά το φαγητό και πριν κοιμηθεί και ας λέει, με τα δικά του λόγια την προσευχή του στον Κύριο, αν δεν μπορεί ακόμη να πει το Πάτερ ημών.

-Γονάτισε εμπρός στην εικόνα να σου διαβάσω την ευχή , είπε ο σεβάσμιος ιερέας, και στη συνέχεια τής τόνισε να μη ξεχάσει να κοινωνήσει την ερχόμενη Κυριακή.

-Θέλω κι εγώ να έλθω στην εκκλησία μανούλα να κοινωνήσω, ζήτησε ο μικρός Φουντούκης, όταν την είδε να ετοιμάζεται για να πάει μόνη της.

-Γι΄ αυτό δεν βάζεις μπουκιά στο στόμα σου από χθες το απόγευμα; Μόνο αν πίνεις κάθε πρωί το γάλα σου θα κοινωνήσεις την ερχόμενη Κυριακή μαζί μου. Δεν πάω ούτε εγώ σήμερα στην εκκλησία, του απάντησε πεισμωμένη.

Το γάλα δεν το έπινε ο Φουντούκης, γιατί του μύριζε σαπούνι που πλένουν τα ρούχα.

Όσο δεν το έπινε εκείνος, τόσο η μητέρα του δεν πήγαινε στην εκκλησία, κι αυτό κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι που το παιδί είπε μία Κυριακή, κατά τα ξημερώματα:

-Πνίγομαι, δεν μπορώ να ανασάνω, φέρτε μου τον παπά στο σπίτι να με κοινωνήσει, ή να με πάτε γρήγορα στην εκκλησία, γιατί πεθαίνω.

Η μάνα του ταραγμένη σφόδρα, το πήγε άρον- άρον εκείνη την Κυριακή στην εκκλησία, αλλά μετά ξανάρχισε την ίδια τακτική της.

Ο Φουντούκης μελαγχολούσε, όταν έβλεπε τον πατέρα του να σφάζει τα ζώα τους και να τα τρώνε με τη μάνα του. Πικράθηκε όταν η μητέρα του τού μίλησε πολύ άσχημα μία φορά, γιατί έριξε σε έναν ζητιάνο μισό καρβέλι ψωμί από το παράθυρο του δωματίου του, όταν τον είχαν κλεισμένο μέσα στο σπίτι, και πήγαν οι γονείς του για δουλειές στα χωράφια. Μια άλλη φορά ο πατέρας του έξαλλος του τράβηξε το αυτί, γιατί έριξε τα πρόχειρα παπούτσια του από το παράθυρο σ΄ ένα ξυπόλητο γυφτάκι.

Χαρά δεν αισθανόταν ο άτυχος Φουντούκης, με τον περιορισμό και τη μορφή της πειθαρχίας που του ασκούσαν οι γονείς του . Εκτός από τη δυσάρεστη οικογενειακή συμβίωση, στα δεκαπέντε χρόνια του παρουσίασε τα πρώτα συμπτώματα φυματίωσης. Η φυματίωση ήταν κατάρα και κοινωνική κατακραυγή για την εποχή του. Τα σανατόρια ήταν γεμάτα και οι γονείς του δεν είχαν την ανάλογη παιδεία για να χειριστούν την κατάστασή του παιδιού τους. Είχαν όμως αρκετά χρήματα για ιατρική περίθαλψη. Αντί να πλουτίζουν, άρχισαν να πουλούν μέρος της περιουσίας τους για να πληρώσουν τους καλύτερους γιατρούς, προκειμένου να θεραπεύσουν τον γιο και κληρονόμο τους. Τίποτα όμως ουσιαστικό δεν γινόταν. Ο φυματικός Φουντούκης έπρεπε να κρύβει επιμελώς το μυστικό της υγείας του, για να μη στιγματιστεί κοινωνικά. Καθόταν μέσα στο σπίτι και δεν βοηθούσε τους γονείς του, δεν ήταν παρών στις αγροτικές εργασίες και υποχρεώσεις του σπιτιού. 

Μία φορά, τον συνάντησε στο δρόμο και τον μάλωσε μία γιαγιά, λέγοντάς του:

-Θα πεθάνεις σαν το σκυλί στο δρόμο, που δεν έχεις μάθει να εργάζεσαι. Πώς θα ζήσεις όταν φύγουν από τη ζωή οι γονείς σου;

-Έχει ο Θεός και για μένα γιαγιά, της απάντησε χαμογελώντας.

-Μητέρα, είπε μία φορά, ενώ η ασθένεια τον είχε καθηλώσει για ολόκληρο μήνα στο κρεβάτι: Χρειάζομαι μία Αγία Γραφή.

-Καθαρό αέρα χρειάζεσαι, του απάντησε εκείνη. Θα σε στείλουμε για ένα μήνα στη Βυτίνα.

Και στη Βυτίνα πήγε, αλλά εκεί που ήθελε πραγματικά να είναι ψυχή του, ολιγόλεπτα μόνο βρέθηκε, κατά τη διάρκεια του πρόσκαιρου βίου του.

Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και έφυγαν οι γονείς του από τη ζωή. Ο πατέρας του έμεινε με την αξίνα στο χέρι σ ένα από τα χωράφια του, έναν Σεπτέμβριο, και η μητέρα του πέθανε από την καρδιά της, όχι πολλά χρόνια μετά τον χαμό του συζύγου της.

Τα κτήματα άρχισαν να ρημάζουν. Ο Φουντούκης αρχικά ανέκαμψε για λίγο και δρομολόγησε αρκετά από εκείνα, τα οποία ήταν απαγορευτικά από τους γονείς του.

Το σπίτι τον βάραινε με τα τόσα πράγματα της μητέρας του, γι΄ αυτό μοίρασε τα περισσότερα και κράτησε τα άκρως απαραίτητα.

Στη συνέχεια τον καταπίεζε το σπίτι, που ήταν άδειο. Σε κάθε γωνιά άκουγε τον αντίλαλο της φωνής της μάνας του, και τα ατέλειωτα τρώγε-τρώγε μη με παιδεύεις άλλο. Με τη πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε, πούλησε το πατρικό σπίτι του και άρχισε να ζει σε έναν οικογενειακό αγρό, κλεισμένος μέσα σε ένα μικρό πλίνθινο σπιτάκι ενός δωματίου. Η φύση, ο καθαρός αέρας, τα πουλιά και τα δένδρα του κάμπου της Βαλύρας ανακούφιζαν την ψυχή του. Περπατούσε τη νύχτα σαν το φάντασμα, μακριά από όλους και όλα, και αγρυπνούσε πάνω στους κορμούς των δένδρων, προσευχόμενος υπέρ της σωτηρίας του και της συγχωρήσεως των γονιών του. Για πρώτη φορά μπορούσε να διαβάσει αυτά που ζητούσε η ψυχή του, χωρίς τα σχόλια της μητέρας του.

Όμως, δεν ήταν σε θέση, λόγω της ασθενείας του, να εργαστεί. Ζούσε με τα ελάχιστα, και καθώς τα χρόνια περνούσαν, έπρεπε να εξοικονομεί χρήματα για τις βασικές ανάγκες του και για τους γιατρούς του.

Ώσπου ήλθε το φοβερό και τρομερό γήρας, το οποίο τον βρήκε αδέκαρο, σε ένα μικρό κήπο, πίσω από τη μάνδρα του κοιμητηρίου της Βαλύρας, μέσα σε μία πρόχειρη παράγκα, ξαπλωμένο πάνω σε ένα παλιό στρώμα, που είχε κρατήσει από το παιδικό κρεβάτι του. Ήταν το μόνο περιουσιακό στοιχείο που του είχε απομείνει, μέσα στη δυστυχία του.

Ποτέ δεν μαρτύρησε ότι πάσχει από φυματίωση. Ποτέ δεν ζήτησε τίποτα από κανέναν. Σιωπηλά περίμενε το τέλος του, κολλημένος τοίχο με τοίχο με το νεκροταφείο, δίπλα στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου στη Βαλύρα, για σειρά ετών.

Χαιρόταν που ήταν τόσο κοντά στο μνήμα του, ώστε η δυσοσμία της σωρού του δεν θα ενοχλούσε κανέναν. Δεν έτρωγε συχνά. Αλλά αν κάποια κυρά έφτιαχνε κόλλυβα, του άφηνε λίγα, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των κεκοιμημένων της.

Όταν πεινούσε, και δεν άντεχε να ελέγξει τη κοιλιά του, δάγκωνε το στρώμα του και γέμιζε το στόμα του με βαμβάκι, μέχρι που ματαίωνε τη διαδικασία της πείνας.

Έτσι τον βρήκαν οι χωριανοί, τρεις μέρες μετά τη φυγή του , φουσκωμένο, ανάσκελα πάνω στο διαλυμένο στρώμα του.

Κάτω από τη μακριά γενειάδα του , το πρόσωπό του έλαμπε ειρηνικά και γαλήνια.

Πέταξε η ψυχή του ψηλά, σε θείο δένδρο με χελιδονοφωλιά, για να κοιτάζει αιώνια τους γονείς του, μέσα σε σκοτεινά σπήλαια, σαν τις οχιές να σκάβουν, όλο και πιο βαθιά, για να αυξήσουν τα οικόπεδα της οικογενειακής περιουσίας τους.

Είθε ο Θεός να τους συγχωρήσει και να αναπαύσει την ψυχή του αθλητή τούτης της μάταιης ζωής , του αείμνηστου Φουντούκη της προπολεμικής Βαλύρας.


Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

24/5/2022




Δεν υπάρχουν σχόλια: