Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Το μονοπάτι της Ειρήνης στην κορυφή της Ιθώμης

                                  

                                         Φωτoγραφίες έργων ζωγραφικής: Art Nab Gallery

Εκεί ψηλά, στα απόκρημνα βράχια της Ιθώμης, που ο άνεμος σφυρίζει τραγουδώντας κλέφτικα και ο ήλιος   ως αετός  φωτός πατεί  στα άκρα των δακτύλων του, περνά ένα παμπάλαιο και λησμονημένο μονοπάτι, το μονοπάτι της Ειρήνης. Τούτη η κόρη που η ιστορία την προσπέρασε, γεννήθηκε στις αρχές του 1800 και ήταν μόλις  5 ετών όταν ο Κολοκοτρώνης έδωσε τη γενναία και νικηφόρο μάχη του ενάντια στο τάγμα των Τούρκων της Ανδρούσης, που του έστησαν καρτέρι στη γέφυρα της Τζεφερεμίνης, της σημερινής Βαλύρας. Η Ρηνιώ, που και Κρινιώ την έλεγαν γιατί ήταν κάτασπρη σαν τον παρθενικό κρίνο, με σγουρά πλούσια και μακριά μαλλιά,  έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της, μόλις ήταν  τεσσάρων ετών και η αδελφούλα της η Ιφιγένεια σχεδόν είχε σαραντίσει.  Ο πατέρας της είχε πάρει τα βουνά και η μητέρα της, μετά τη γέννα, λόγω της κατάθλιψης της λοχείας και  μαθαίνοντας ότι ο άνδρας της έχει σκοτωθεί και δεν θα γυρίσει ξανά στο σπίτι, δεν άντεξε ο νους και η καρδιά της τον μεγάλο χαμό, έσχισε τα ρούχα της απαρηγόρητη και πήδηξε τρελαμένη  σε έναν βαθύ γκρεμό , αφήνοντας δυο μικρά παιδιά πεντάρφανα.  Τις όμορφες κόρες ανέλαβε η γιαγιά τους, η μητέρα του πατέρα τους, αλλά κι εκείνη, μόλις η Ρηνιώ ήταν 15 ετών, άφησε από το βαρύ πένθος του χαμού του μοναχογιού της και της νύφης της τα εγκόσμια.

Η Ρηνιώ ξυπνούσε στις  5 το πρωί καθημερινά και προτού βγει ο ήλιος είχε φθάσει περπατώντας από τη βρύση ψηλά στο Μαυρομάτι της Αρχαίας Ιθώμης, στη στρούγκα του βοσκού της Ιεράς Μονής του Βουλκάνου, όπου βοηθούσε στη βοσκή, στο άρμεγμα των κοπαδιών της Μονής, και στο πήξιμο του τυριού. Ήταν δε τόσο όμορφη και πάναγνη, που οι περαστικοί προσκυνούσαν εμπρός της, γιατί σαν την έβλεπαν λουσμένη στο φως, νόμιζαν ότι κατηφορίζει η ίδια η Παναγία Βουλκανιώτισσα στο Μονοπάτι.



Στου Τζούμη τη βρύση η Ρηνιώ έπλενε με κρυστάλλινο νερό το σκονισμένο πρόσωπό της και έστρωνε τη  μαντήλα στα μαλλιά της. Μιλιά είχε και μιλιά δεν έβγαζε, πάντα υπάκουη, υπομονετική και με το χαμόγελο κέρδιζε τη συμπάθεια όλων γύρω της.

-Να  προσέχετε το ορφανό, είχε δώσει εντολή ο άγιος Ηγούμενος της Μονής , και όλοι ανεξαιρέτως που την γνώριζαν και κέρδιζε την καρδιά τους,  πάντα είχαν έναν καλό λόγο και  κάτι να τη φιλέψουν, μέσα στη σκλαβιά και στη φτώχεια τους.



Η Ρηνιώ ήταν άριστη υφάντρα. Κληρονόμησε τον αργαλειό τις γιαγιάς της με τις πατήθρες και  έγνεθε νήμα μάλλινο από  τα πρόβατα της Μονής. Την τέχνη της βαφής με φυσικά υλικά που  εντόπιζε γύρω της, έμαθε από μία μεγάλη υφάντρα της εποχής της ψηλά στο Μαυρομάτι. Η αδελφή της Ιφιγένεια είχε αδύνατα και κοντά ποδαράκια και δεν κατάφερνε να φθάσει τις πατήθρες του αργαλειού. Καθώς έκανε υπομονή να μεγαλώσει και να ψηλώσει, διδάχθηκε την τέχνη της ραπτικής και αποδείχθηκε άριστη ράφτρα. Τον άρτο της ημέρας κέρδιζαν τα δύο κορίτσια εργαζόμενα σκληρά.  Παρηγοριά τους ήταν το αναμμένο καντήλι στη μικρή πέτρινη καμαρούλα που με αγάπη μοιράζονταν οι δυο τους.



Όταν ήρθε ο καιρός της παντρειάς, πολλά παλικάρια έστειλαν προξενήτρες στο σπίτι των κοριτσιών για να ζητήσουν την Ειρήνη, όμως εκείνη ήταν ανένδοτη. Πάντα έλεγε τούτο τον λόγο που ακατανόητος  παρέμενε στα ξαναμμένα αυτιά των  υποψηφίων γαμπρών.

-Αν δεν δω νυφούλα την Ιφιγένεια μου, να φορέσει το νυφικό που της ύφανα, δεν πρόκειται να σκεφτώ για παντρειά!

Τι να κάνουν τα παλικάρια που ποθούσαν την Ρηνιώ, άρχισαν να στέλνουν άρον άρον προξενιά   στην Ιφιγένεια , να λάβει σε γάμο έναν από τους καλούς συγγενείς  ή  φίλους τους.

Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, η Ιφιγένεια αγαπήθηκε με ένα Χριστιανόπουλο από γειτονικό χωριό και αποχαιρέτισε την αδελφή της στο Μαυρομάτι.

Η Ρηνιώ με χαμόγελο και μεγάλη ψυχική  ανακούφιση αγκάλιασε την αδελφή της  που  τη μεγάλωσε σαν μητέρα και προίκισε γενναιότατα.  Πήγαινε καλά ο γάμος της Ιφιγένειας και η Ρηνιώ αισθανόταν  ικανοποιημένη. Όταν ιδίως έμαθε ότι είναι έγκυος και πρόκειται σύντομα να  γίνει  θεία, ξημερωνόταν ετοιμάζοντας την προίκα του μωρού, πλέκοντας ζιπουνάκια και καλτσάκια με τις βελόνες και τραγουδώντας , δίπλα στη φτωχική λάμπα με το ελαιόλαδο, της νύχτας νανουρίσματα.

Μια ημέρα, καθώς κατηφόριζε προς την Μονή, την πρόλαβε ένας σεπτός μοναχός και της  ανείγγειλε:

-Ρηνούλα, ένα καλό παιδί  εξομολογήθηκε την αγάπη του για σένα  στον γέροντά μας  και   εκείνος του ευχήθηκε να σας ενώσει ο Κύριος!

-Παππούλη,  αποκρίθηκε  χαμηλοβλεπούσα η Ρηνιώ, μη μού πεις τίποτα άλλο. ‘Εχω να φροντίσω την αδελφή μου που περιμένει παιδί. Μέχρι να γεννηθεί και να ξεπεταχθεί λιγάκι το  ανίψι μου,  δεν μπορώ να σκεφτώ για γάμο. Έτσι πέρασαν τα χρόνια, με διάφορες δικαιολογίες, χωρίς να αποκαλύπτει η όμορφη και προκομμένη Ρηνιώ το μυστικό της, για ποιο λόγο    απέφευγε να συνάψει σχέση με άνδρα. Μεγάλωσε τον ανιψιό της, τον  καμάρωσε γαμπρό και έγινε μία χαρωπή γιαγιούλα, αρχίζοντας τη ζωή από την αρχή με τον όμορφο εγγονό της, που λάτρεψε με όλη τη δύναμη της ψυχής της, κι εκείνος παρομοίως.  Τούτος ο αγαπημένος εγγονός, λίγο πριν αποβιώσει, είδε τη γιαγιά  του σε όνειρο να τον περιμένει, θυμήθηκε την ιστορία των παιδικών του χρόνων,  και την άφησε ως χρυσή κληρονομιά στα δικά του εγγόνια.



-Παιδάκια μου τους διηγήθηκε, μία χρονιά της Αναλήψεως, που ήμουν  7 ετών, πήγαμε με την γιαγιά μου τη Ρηνιώ να προσκυνήσουμε στην παλιά Ιερά Μονή , στο Καθολικό της Παναγίας,  στην κορυφή της Ιθώμης. Βαδίζαμε σε ένα  ωραίο μονοπάτι και η γιαγιά μου είπε ότι εκείνη, με τη βοήθεια του Θεού, το είχε για πολλά χρόνια  φροντίσει με υπομονή και αγάπη.

-Η Παναγίτσα γιαγιά σού είπε να φροντίσεις το μονοπάτι; τη ρώτησα με παιδική αφέλεια.

-Όχι απάντησε εκείνη, ο αετός μού το είπε, και με αγκάλιασε.

-Ποιος αετός γιαγιά μου ; τη ρώτησα.

-Εκείνος που κάθεται επάνω στον αριστερό μου ώμο, απάντησε  με φόβο Θεού  χαμηλόφωνα η γιαγιά Ρηνιώ, τόσο που όταν είδα το βλέμμα της τρόμαξα.

-Δεν βλέπω κανέναν αετό γιαγιά επάνω στον ώμο σου,  αποκρίθηκα  αγχωμένος και τρίβοντας τα μάτια μου.

Εκείνη χαμογέλασε και   εξομολογήθηκε  τούτο το αλησμόνητο:

-Όταν θα μεγαλώσεις και άμα  θελήσει ο «Αετός»  θα τον δεις. Κρίμα δεν είναι να περνά ο αετός καθισμένος σε ώμο ανθρώπου και να τον δέρνουν οι θάμνοι και τα βάτα; Γι΄ αυτό άνοιξα τούτο το μονοπάτι με  γυμνά και ματωμένα χέρια!

Αυτή ήταν η  ιερά παρακαταθήκη που άφησε ο  εγγονός της Ειρήνης στις επόμενες γενιές,  όταν ο θείος αετός τον καλωσόρισε  στης αγάπης Του το αιώνιο μονοπάτι…Ο αετός που είχε   μια ζωή ξεχάσει, αλλά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και περίτρανα του αποκαλύφθηκε.

Ο Θεός μεθ΄ημών,

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

17-6-2024



 

Δεν υπάρχουν σχόλια: