Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Ο “Παράκλητος,” στην Εορτή της Αγίας Τριάδος στη Βαλύρα

Αφιερωμένο στη Λίτσα

Έφη Κοντοπούλου

Μαϊος ,2021

Το Πάσχα είναι ,αδιαμφισβήτητα ,η μεγαλύτερη εορτή της Χριστιανοσύνης, αλλά η Πεντηκοστή και

η εορτή της Αγίας Τριάδος ,είναι το απαύγασμα της θείας παρουσίας για την ανθρωπότητα, η τρανή

απόδειξη ότι ο Κύριος “μεθ ́ ημών ει” . Η ομοούσιος και αδιαίρετος Αγία Τριάς , Πατήρ, Υιός και

Άγιο Πνεύμα, επιστατεί πάντων ημών. Ο Παράκλητος ,είναι το Άγιο Πνεύμα, που εμφανίστηκε ως

περιστερά, κατά τη Βάπτιση του Ιησού Χριστού και ως πύρινες γλώσσες ,επί της κεφαλής των

Αποστόλων, κατά τη Πεντηκοστή. Η εκκλησία μας εορτάζει τη Πεντηκοστή ,τη Κυριακή ,πενήντα

μέρες μετά το Πάσχα, και τη Δευτέρα, αμέσως μετά τη Πεντηκοστή ,εορτάζεται η Αγία Τριάς. Η Βαλύρα

πανηγυρίζει, γιατί ο Παράκλητος ,ουκ ολίγα της προσέφερε και είναι ,διαχρονικά εμφανής, η παρουσία

του στο χωριό.

Από την Κυριακή του Θωμά, έως και τη Δευτέρα της Αγίας Τριάδος, κορυφώνονται οι

θρησκευτικές, εορταστικές προετοιμασίες, αλλά και τα ευτράπελα, με την τυχαία και αναπόδεικτη

διαμεσολάβηση του Παράκλητου στη Βαλύρα. Παραθέτω χαρακτηριστικές εμπειρίες μου, όπως είναι

καταγεγραμμένες στα παιδικά μου τετράδια, από το σωτήριον έτος 1966 και έκτοτε ,ανασκαλεύοντας

μνήμες , με την αμέριστη βοήθεια του καθηγητή κ. Ιωάννη Λύρα, που με τροφοδοτεί με πλούσιο

ιστορικό και λαογραφικό υλικό , από το ανεξάντλητο αρχείο του για τη Βαλύρα.

Κυριακή του Θωμά

Κυριακή μεσημέρι του Θωμά, Αντίπασχα, ο πατέρας μου έφερε το μεσημέρι στο σπίτι ψητή

γουρουνοπούλα από τη πλατεία του χωριού. Η μητέρα μου είχε ετοιμάσει σαλάτες, διάφορα ορεκτικά,

σαγανάκι, ψητές πατάτες και σκορδόψωμο. Καθώς κάθισε ο πατέρας στο τραπέζι, σιγομούγκριζε, γιατί

πονούσε.

-Έλα Ευγενία , είπε στη μητέρα μου.

-Έφθασα, είπε εκείνη και έφερε το καψαλισμένο ψωμί σε ένα πανεράκι.

-Τι έπαθες μπαμπά και μουγκρίζεις; ρώτησα.

-Πήγα να τραβήξω κάτι παλιοσίδερα από τον κήπο στο μαγαζί, έπεσε ένα επάνω μου και μου πλάκωσε το

χέρι, ευτυχώς που δεν το έσπασα. Να, πιάσε εδώ να δεις πόσο πρήστηκε.

-Σε πιστεύω μπαμπά, απάντησα, δεν θέλω να σε πιάσω!

-Γιατί, συχαίνεσαι τον πατέρα σου, ή φοβάσαι;

-Όχι , μπαμπά, δεν σε συχαίνομαι, ούτε φοβάμαι. Σε πιστεύω! Σήμερα είναι η Κυριακή του Θωμά.

Εκείνος ήθελε να αγγίξει τον Χριστό για να πειστεί ότι αναστήθηκε. Σε πιστεύω!

-Και τι σημαίνει αυτό; Ότι απαγορεύεται να αγγίξεις τον πατέρα σου σήμερα;

Βγενικούλα, έφυγες πάλι; Για έλα εδώ, είπε αυστηρά. Τι είναι αυτά ,που λέει το παιδί;

-Μην το παρεξηγείς, εφτά χρονών είναι, με δικαιολόγησε η μητέρα μου.

-Με ποιόν πήγες σήμερα ,παιδάκι μου ,στην εκκλησία;

-Με τη γιαγιά Κωνσταντίνα, απάντησα.

Η μητέρα μου έφερε μια παυσίπονη κρέμα για να τρίψουμε το χέρι του πατέρα μου.

-Έλα, μού είπε, ο Χριστός το επιτρέπει, μην ανησυχείς.

Χαλάρωσα , και δεν ξέρω , θεία φώτιση μου ήρθε και είπα:

-Να το φιλήσω μπαμπά μου για να γιάνει; και του φίλησα το πονεμένο χέρι.

Εκείνος ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, δεν θέλω κρέμα είπε, θεραπεύτηκα! Φώναξε τις μικρές να έρθουν.

Κάντε το σταυρό σας, καλή μας όρεξη.

Κυριακή των Μυροφόρων

Τον εσπερινό του Σαββάτου, πριν την Κυριακή των Μυροφόρων, είχαμε με τα κορίτσια στο Μπιζάνι

στήσει ένα πηγαδάκι ,στο πλατύσκαλο του σπιτιού μας. Καθώς κατέβαινε η Λίτσα ,για να πάει στη

πλατεία να ψωνίσει, μας είδε και κάθισε κι εκείνη λίγο μαζί μας. Οι γαρυφαλλιές και οι τριανταφυλλιές

της μητέρας μου είχαν ανθίσει και μοσχοβολούσε ο τόπος. Είχε έρθει και η θεία Κατίνα από το διπλανό

σπίτι, καθόταν σε μία καρέκλα και γελούσε με τα αστεία μας. Η Λίτσα, που ήταν αρκετά μεγαλύτερή

μας, ακούμπησε στο παράθυρο της θείας Θοδώρας, αλλά αμέσως αισθάνθηκε δυσφορία, γιατί ο αέρας

έφερνε κατά πάνω της ένα δυνατό γυναικείο άρωμα. Άρχισε να πιάνει τη μύτη , με το αριστερό χέρι της.

-Θα λιποθυμήσω, είπε, τι μυρίζει έτσι;

-Της Θοδώρας είναι, εξήγησε η θεία Κατίνα, έλα από δω.


Της έφερε η μητέρα μου μία καρέκλα και κάθισε. Η Λίτσα, ήταν φως φανάρι ότι θα γινόταν δασκάλα,

αφού ήταν πολύ σοβαρή , μετρημένη στα λόγια της και όταν έβρισκε ευκαιρία, μας δίδασκε κι από κάτι.

-Θα πάτε αύριο στην εκκλησία; μας ρώτησε σιγανά.

Ναι, απαντήσαμε όλες.

Άρα, θα ξέρετε τι γιορτάζουμε.

-Τις Μυροφόρες απαντήσαμε.

-Και ποιες ήταν αυτές; ρώτησε η Λίτσα, αλλά σιωπήσαμε όλες .

-Θέλετε να σας πω;

-Ναι, θέλουμε ,και κρατηθήκαμε από τα χείλη της, για να ρουφήξουμε τα λόγια της.

-Οι Μυροφόρες, η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, ήταν μαθήτριες του Κυρίου και τον

αγαπούσαν πολύ. Πήγαν να τον βρουν στον τάφο Του και να αλείψουν με μύρο το Άχραντο Του σώμα.

Όμως ,ο Κύριος είχε αναστηθεί και ένας φωτεινός άγγελος ,που καθόταν εκεί, τους είπε να μην

αναζητούν τον ζωντανό ,ανάμεσα στους πεθαμένους. Ο Κύριος αναστήθηκε και πήγε στη Γαλιλαία.

Καταλάβατε; ρώτησε η Λίτσα.

-Ναι, απαντήσαμε, αλλά με τι μύρο ήθελαν να τον αλείψουν;

Τότε η μητέρα μου έφερε ένα μπουκαλάκι με μύρο από το εικονοστάσι και μας σταύρωσε πάνω στα

χέρια μας.

-Μαμά, ρώτησα, γιατί έφερες τη κρέμα και όχι το μύρο για το χέρι του μπαμπά; Μπορείς να το αφήσεις

στο τραπέζι, για να σταυρώνουμε το χέρι του τα βράδια;

-Εντάξει, είπε εκείνη χαμογελώντας.

-Τι ήθελε κι αυτός να πάει πρωί πρωί να καθαρίσει τον κήπο ,πριν τη θεία λειτουργία; είπε η θεία Κατίνα.

Ο διάβολος του μπήκε στο αυτί!

-Μου κάνει εντύπωση, είπε η μητέρα μου, γιατί ποτέ δεν εργάζεται τις Κυριακές.

-Γι αυτό χτύπησε το χέρι του, για να μην το ξανακάνει, είπε η θεία Κατίνα. Κάνε το σταυρό σου

Βγενικούλα , μικρό το κακό!

Κυριακή του Παράλυτου

Το Σάββατο το απόγευμα, πριν την Κυριακή του Παράλυτου, ο Κώστας, ο άνδρας της θείας Κατίνας

,είχε σπάσει το αριστερό πόδι του και έμοιαζε σαν λαδοπόντικας, γιατί ήταν δέκα μέρες άπλυτος. Ήθελε

να ετοιμαστεί , να πάει τη Κυριακή το πρωί στην εκκλησία ,για να κοινωνήσει.

-Κατίνα, πώς θα πλυθώ; ρωτούσε συνέχεια αγχωμένος.

-Να καθίσεις στην αυλή στη καρέκλα και θα σε πλύνω εγώ, απαντούσε εκείνη.

Δεν θέλω να με πλύνεις εσύ, αντιμιλούσε εκείνος. Κάποια στιγμή εκνευρίστηκε, άρπαξε τη πατερίτσα

του και σηκώθηκε όρθιος.

-Φύγετε όλοι από το σπίτι, είπε. Θα πλυθώ μόνος μου!

Του άφησε η θεία Κατίνα σαπούνι ,σφουγγάρι , μια πλαστική κανάτα,όλα μέσα σε μια μικρή λεκάνη,

και μία τεράστια πετσέτα μπάνιου, πάνω σε ένα τραπεζάκι στην αυλή. Στερέωσε μία πλαστική

καρέκλα , δίπλα στο λάστιχο του ποτίσματος, και φύγαμε.

Όταν τελείωσε, την κάλεσε ανακουφισμένος, τραγουδώντας κλέφτικα. Εκείνη τόσο πολύ χάρηκε, που

φώναξε: Κύριε δόξα σοι, σώθηκε ο παράλυτος!

Κυριακή της Σαμαρείτιδος

Τη Κυριακή της Σαμαρείτιδος , μετά την εκκλησία, πήγαμε για να γεμίσουμε τα παγούρια μας με

καλό νερό, που ήταν πολύ χωνευτικό, από το πηγάδι της θείας Ελένης, κοντά στον Άγιο Αθανάσιο. Πριν

τελειώσουμε, κατέφθασε η Αναστασία, που ήταν άριστη μοδίστρα και τη φωνάζαμε Τασία. Ήταν μία

καλοβαλμένη , όμορφη μεγαλοκοπέλα, πολύ προσεκτική και βαθιά θρησκευόμενη. Εκείνη την ώρα,

πέρασε ένας κύριος ,από άλλο χωριό, και ζήτησε λίγο νερό, γιατί έκανε πολύ ζέστη. Η Τασία του

προσέφερε αμέσως. Εσύ είσαι η καλή Σαμαρείτιδα ,της είπε χαμογελώντας, και πιάσανε κουβέντα.

Μάθαμε ότι εκείνος τελικά, μετά από λίγο καιρό, πήγε, βρήκε τη Τασία και τη ζήτησε σε γάμο, αλλά η

Τασία αρνήθηκε, γιατί είχε παντρευτεί το Χριστό, και έτσι παρέμεινε, υπηρετώντας ,με τη τέχνη της,

τους έχοντας ανάγκη στη Βαλύρα.

Κυριακή του Τυφλού

Σάββατο απόγευμα, ,πριν τη Κυριακή του Τυφλού, ο πατέρας μου ήρθε στο σπίτι ,μαζί με τον πατέρα

Γρηγοράκο, μοναχό από το Μοναστήρι του Βουλκάνου, για να φάνε. Είχαν έτοιμα τα εργαλεία του

Μοναστηριού , φορτωμένα στο αυτοκίνητο, αλλά δεν είχαν προλάβει να φάνε για μεσημέρι. Η μητέρα

μου ετοίμασε ένα πλούσιο τραπέζι και καθίσαμε όλοι μαζί, για να ακούσουμε τι έχει να μας πει ο

παππούλης. Του έδειξα μία Παναγία ,που είχα σχεδιάσει με κάρβουνο, και μου έδωσε την ευχή του, να

φτιάξω κι άλλα πολλά. Ο πατήρ Γρηγοράκος , μας εξήγησε τι σημαίνει τυφλός στο σώμα και τι στον νου.

Ο Χριστός , είπε, επέχρισε με πηλό τους οφθαλμούς του Τυφλού, διάνοιξε τις κόρες του και του είπε να


πάει να πλυθεί στη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Μας εξήγησε ,ότι ούτε αυτός έφταιγε που ήταν τυφλός εκ

γενετής, ούτε οι γονείς του, αλλά αυτό συνέβη για να φανερωθούν τα έργα του Θεού. Τη Κυριακή

πήγαμε όλοι στην εκκλησία, για να μας ανοίξει ο Κύριος τα μάτια !

Σαράντα, παρά μία ημέρες ,μετά το Πάσχα

Μια μέρα , πριν της Αναλήψεως, αφήσαμε τις αδελφές μου με τη θεία Κατίνα και πήγαμε με τη

μητέρα μου και τη γιαγιά μου στη θάλασσα της Καλαμάτας , με το τραίνο. Περάσαμε τα πόδια μας από

σαράντα κύματα, γιατί αυτό έκανε καλό, καθάριζε την ενέργεια μας και βοηθούσε ιδιαίτερα τη μητέρα

και τη γιαγιά , που έπασχαν από αρθρίτιδα. Μάζεψα ωραία βότσαλα για να τα ζωγραφίσω και να τα

διακοσμήσω ,στον κήπο του σπιτιού μας.

Πέμπτη της Αναλήψεως

Μετά τη θεία λειτουργία ,στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου, καθώς βγήκαμε με τη γιαγιά από την

εκκλησία, κοίταξα προς τα πάνω, που ο ουρανός έλαμπε. Τότε είδα ένα μικρό συννεφάκι, που καθόταν

στο καμπαναριό. Κοίτα γιαγιά είπα, αλλά εκείνη δεν είχε μαζί τα γυαλιά της και δεν μπόρεσε να το δει,

αλλά με πίστεψε.

Κυριακή των 318 Θεοφόρων Πατέρων, της Α ́Οικουμενικής Συνόδου, στη Νίκαια

Η γιαγιά είπε να γράψω στο τετράδιο μου και να θυμάμαι, ότι εκείνη τη μέρα λέμε:

“Υπερδοξασμένος ει, Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί της γης ,τους Πατέρας ημών θεμελιώσας, και

δι αυτών προς την αληθινήν πίστιν, πάντας ημάς οδηγήσας, Πολυέσπλαχνε, δόξα σοι”.

Ψυχοσάββατο

Το πρωί της Παρασκευής, ετοιμάσαμε ,με τη γιαγιά, τα υλικά και τα στολίδια για τα κόλλυβα και

πολύ ενωρίς, το πρωί του Σαββάτου , φτιάξαμε το δίσκο. Η γιαγιά έβρασε δύο κιλά σιτάρι, γιατί είχε να

μοιράσει σε πολλούς στην εκκλησία και στη γειτονιά της , επίσης να κρατήσει για το σπίτι. Άπλωσε το

σιτάρι να στεγνώσει ,πάνω σε ένα χοντρό, λευκό λινό τραπεζομάντιλο, έβρασε ζάχαρη άχνη με λίγο

νερό, ένα κουταλάκι βούτυρο και λίγη βανίλια, και άνοιξε φύλλο ζαχαρόπαστας. Μετά, πήρε λίγη

ζαχαρόπαστα από τη κατσαρόλα και την αραίωσε , για να γίνει σαν κόλλα, παχύρρευστη. Μου έδειξε πως

να σχεδιάζω ροζέτες και τον κεντρικό σταυρό του δίσκου, με ασημένια κουφετάκια , να πλάθω φύλλα

για τριανταφυλλάκια με το πιρούνι, να φτιάχνω ροδοπέταλα με το κουταλάκι του γλυκού και να τα

διπλώνω προς τα έξω ,με οδοντογλυφίδες. Το πρωί θα έχουν στεγνώσει , μου εξήγησε και θα

στολίσουμε το δίσκο. Τη βοήθησα να καθαρίσει τα ρόδια, να ψιλοκόψει τον μαϊντανό και να τρίψει

αφράτα στραγάλια, στο μπρούτζινο γουδί, μέχρι να γίνουν σκόνη. Έβρασε και στράγγιξε μικτές σταφίδες

και καβούρδισε σιγά σιγά το αλεύρι . Στο τέλος, το ανακάτεψε με τη σκόνη από τα στραγάλια και το

σιτάρι με κανέλα και πολύ λίγη σκόνη γαρίφαλο. Είχαμε αγοράσει χάρτινα σακουλάκια από το

μπακάλικο του Μακρή, Πήραμε μαζί μας μία μικρή κουτάλα σερβιρίσματος και πήγαμε με τον ωραίο

μας δίσκο στην εκκλησία.

Μετά την απόλυση ,εκείνη κρατούσε τον δίσκο, που ήταν βαρύς κι εγώ γέμιζα τα σακουλάκια με

κόλλυβα και τα μοίραζα σε όλους, έξω στο προαύλιο του Αγίου Αθανασίου. Οι άλλες γυναίκες μάς

χαιρετούσαν και μας προσέφεραν ,αντίστοιχα, τα δικά τους κόλλυβα, που τα συγκέντρωνα μέσα σε μία

μεγάλη χάρτινη σακούλα. Στο σπίτι, αφού δοκιμάσαμε κόλλυβα, λίγα από όλα τα σακουλάκια,

συμφωνήσαμε ότι της γιαγιάς ήταν από τα καλύτερα.

Κυριακή της Πεντηκοστής

Το πρωί της Πεντηκοστής, πήγαμε με τη μητέρα μου στην εκκλησία. Είχα μαζί μου κι ένα μικρό

κεντητό μαξιλαράκι για τις γονυκλισίες, αλλά το έδωσα σε εκείνη, γιατί πονούσαν τα πόδια της.

Αρκετές γιαγιάδες είχαν μαζί τα μαξιλαράκια τους, αλλά ορισμένες νέες γυναίκες ,είχαν φέρει μεγάλα

χλωρά φύλλα και τα έστρωναν κάτω. Άκουσα τους ψάλτες, που μαζί με τον κόσμο ,έψαλαν ο

Πανσόφους, ανέδειξε τους αλιείς και κατέπεμψε σε αυτούς το Πνεύμα το Άγιον και ρώτησα τη μητέρα

μου, αφού κοινωνήσαμε και έγινε η απόλυση:

-Σήμερα γιορτάζει ο Πανσόφους;

-Ο Πανσόφους ,είναι ο Χριστός και γιορτάζει κάθε μέρα. Σήμερα γιορτάζει ο Παράκλητος, απάντησε.

-Ποιος είναι αυτός; ρώτησα.

-Μου εξήγησε ότι είναι το Άγιο Πνεύμα, που εμφανίζεται σαν περιστερά, στην βάπτιση του Χριστού.

Μοιάζει με πύρινες γλώσσες που δεν καίνε, αλλά είναι δροσερές και πάνσοφες. Αυτές κάθισαν πάνω

στις κεφαλές των Αποστόλων, αφού πρώτα ο Κύριος αναστήθηκε , αναλήφθηκε στους ουρανούς, και

κάθισε δεξιά του πατρός .

Δύο καλοκαιρινά βράδια, καθώς προσευχόμουν, μπήκε μέσα, από το ανοιχτό παράθυρο της

κρεβατοκάμαρας ,ένα άσπρο περιστέρι , έκανε μία στροφή, κοντά στο εικονοστάσι και έφυγε. Το

συνέδεσα μέσα μου με το Άγιο Πνεύμα και ξημερώνοντας της Αγίας Τριάδος, δεν ήθελα να κοιμηθώ.

Σηκωνόμουν κάθε λίγο ,για να δω μήπως ξανάρθει το περιστέρι, κι αν αυτή τη φορά, θα έλθει σαν


πύρινη γλώσσα, λόγω της εορτής . Πέρασαν τα μεσάνυχτα κι αυτό δεν ήλθε .Κάποια στιγμή, νύσταξα

πολύ και αποκοιμήθηκα. Όμως, κάτι έπεσε στην αυλή κατά τη νύχτα και έκανε μεγάλο κρότο.

Πετάχτηκα επάνω έντρομη ,και έπεσε το βλέμμα μου πάνω στο καντηλάκι. Η φλόγα του ήταν σαν την

παλάμη μου μεγάλη και χόρευε πέρα δώθε. Ο Παράκλητος φώναξα, ήρθε! Η μητέρα μου σηκώθηκε

γρήγορα και ήρθε στο δωμάτιο.

-Νάτο, το Άγιο Πνεύμα , είπα, αλλά όταν αυτή γύρισε προς το καντηλάκι, αυτό σταμάτησε και δεν είδε

τίποτα.

-Κοιμήσου , είπε, και κλείσε το στόμα σου, μη μπει μέσα κανένα κουνούπι .Όταν θα σε δει το Άγιο

Πνεύμα ότι κοιμάσαι, θα έλθει και θα καθίσει πάνω στα μαλλιά σου, σαν απαλή δροσιά. Με σκέπασε, με

σταύρωσε , κάθισε λίγο, και όταν αποκοιμήθηκα ,έφυγε.

Δευτέρα της Αγίας Τριάδος

Τη Δευτέρα το πρωί, που γιόρταζε ο ιερός ναός της Αγίας Τριάδος στο χωριό, πήγαμε ασπροντυμένες

με τις αδελφές μου στην Αγία Τριάδα. Παρακολουθήσαμε ,στο προαύλιο της εκκλησίας ,τη θεία

λειτουργία και ανάψαμε κεράκι, γιατί είχε πολύ κόσμο, που έφθανε μέχρι το κατήφορο, στο ποτάμι της

Μαυροζούμενας και περίμεναν, στη σειρά του ο καθένας, για να προσκυνήσουν.

Στο πανηγύρι της Βαλύρας, ο παππούς Γιώργος μας έδωσε αρκετά χρήματα για να να αγοράσουμε με τις

αδελφές μου, ότι θέλουμε. Η μητέρα μάς συνόδεψε το απόγευμα στη πλατεία, κρατώντας τη μικρή μου

αδελφή από το χέρι, που ήταν σχεδόν τριών ετών. Οι αδελφές μου πήραν από ένα δαχτυλιδάκι, μία

σφυρίχτρα, ένα πορτοφολάκι με χάντρες , μία μικρή μπάλα και από μία κούκλα η καθεμία. Εμένα δεν

μου άρεσε τίποτα και δεν μίλαγα καθόλου .Η μητέρα μού έδειχνε διαφορά πράγματα και δεν ήθελα. Στο

τέλος, πάρε κάτι μου είπε, γιατί θα στενοχωρηθεί ο παππούς, αν σε δει με άδεια χέρια. Αφού κοίταξα

προσεκτικά, μου άρεσε ένα μενταγιόν διπλής όψεως, με τις Καρυάτιδες και την Ακρόπολη ,κι ένα

κεντημένο στη μηχανή, άσπρο μαντηλάκι.

Όμως, όταν προχωρήσαμε λιγάκι πιο κάτω , χάρηκα, γιατί ένας μοναχός πωλούσε ωραία πράγματα.

Αγόρασα ένα μπουκαλάκι με μύρο για να το έχω στη τσάντα μου, όταν πηγαίνω στην εκκλησία. Με

ζάλιζαν τα πολλά κεριά και η πολυκοσμία και ήθελα να το μυρίζω. Πήρα από ένα σταυρουλάκι για

όλους , να χαρούν ο μπαμπάς, ο παππούς και η γιαγιά .Αγόρασα και δύο εικονίτσες. Μία με το Άγιο

Πνεύμα ως περιστερά, στη βάπτιση του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό και μία με τη

Πεντηκοστή,τους Αποστόλους και το Άγιο Πνεύμα ως πύρινες γλώσσες .Από εκείνη τη χρονιά, μετά το

Πάσχα, αφαιρούσα από την τσαντούλα μου την Περιστερά και την αντικαθιστούσα με τον Παράκλητο!

Ο Παράκλητος στο Πανηγύρι της Βαλύρας

Η γιαγιά, τη μέρα της Πεντηκοστής και της Αγίας Τριάδος, έβγαζε το μαύρο τσεμπέρι της και έκανε

κότσο τα μαλλιά της. Γονάτιζε στην εκκλησία με σκυμμένο και ακάλυπτο το κεφάλι της ,για να λάβει τη

θεία ευλογία. Υπήρχε όμως κι ένας άλλος λόγος. Ο παππούς ,της υπενθύμιζε ότι είχε και συζυγικές

υποχρεώσεις συνοδού, το βράδυ, στο πανηγύρι του χωριού. Η γιαγιά φορούσε το καλό, ταυταδένιο

φόρεμα της και ερχόταν μαζί μας στη πλατεία. Δεν κοιτούσε τις τραγουδίστριες, αλλά τον παππού, μέσα

στα μάτια, και χαμογελούσε. Έπινε ήσυχα τη πορτοκαλάδα της και περίμενε, πότε θα νυστάξει εκείνος,

για να επιστρέψουν στο σπίτι. Αυτό ήταν!

Όλοι γλεντούσαν, ανάμεσα σε αυτούς και ο κύριος Σκουράντζος, αυτό ήταν το παρατσούκλι του,

ποτέ δεν έμαθα το πραγματικό του όνομα. Ήταν ένας μικροσκοπικός και κουτοπόνηρος, φωτογράφος

από τη Καλαμάτα, παντρεμένος , αλλά “διαθέσιμος”. Του άρεσε πολύ μία ψηλή κοπέλα από το Μπιζάνι

και όλο τη γυρόφερνε, προσφέροντας της δωρεάν φωτογραφίες. Μια χρονιά, το βράδυ στο πανηγύρι,

(το 1969 ήταν, δεν θυμάμαι ακριβώς) είχε λίγη ψύχρα, και όλοι οι άντρες φορούσαν τα καλοκαιρινά τους

σακάκια. Συμπτωματικά, ο φωτογράφος είχε καθίσει δίπλα σε έναν ευτραφή κύριο, που φορούσε

ακριβώς το ίδιο σακάκι με αυτόν, σε πολύ μεγαλύτερο νούμερο. Πάνω στο τσακίρ κέφι, ζεστάθηκαν,

έβγαλαν τα σακάκια τους και πήγαν κοντά στη πίστα, ο ένας για να χορέψει και ο άλλος για να

φωτογραφίσει. Γινόταν πατείς σε πατώ ,στο μισοσκόταδο. Όλοι ήταν στριμωγμένοι και έσπρωχναν τις

καρέκλες των άλλων ,για να περάσουν. Τα σακάκια έπεσαν κάτω, και τα μάζεψε ο σερβιτόρος ,που

καθάριζε κάπου κάπου τα τραπέζια. Βρήκε κάτι διαφημιστικά φυλλάδια και κάρτες του φωτογράφου

πάνω στο τραπέζι, αλλά στη βιασύνη του,να μη χαθούν τα έβαλε μέσα στη τσέπη, στο λάθος σακάκι.

Φεύγοντας από το πανηγύρι ,οι δύο κύριοι δεν κατάλαβαν τίποτα. Ήταν λίγο ζαλισμένοι από το κρασί ,

το φως ήταν χαμηλό και πήραν παραμάσχαλα το λάθος σακάκι. Ο φωτογράφος, με πρόσχημα ότι θα

αφήσει κάποιες φωτογραφίες στην αγαπημένη του στο Μπιζάνι, πήρε το αυτοκίνητο και τράβηξε

κατευθείαν προς το σπίτι της . Μόλις έφθασε έξω από την πόρτα της, πάρκαρε το αυτοκίνητο, κατέβηκε

και φόρεσε το σακάκι του για να δείχνει εντυπωσιακός. Το σακάκι όμως έπλεε επάνω του και τα μανίκια


κρέμονταν. Δεν είναι δυνατόν είπε, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες να βρει στοιχεία που αποδείκνυαν ότι

δεν είναι δικό του το σακάκι, αλλά βρήκε μόνο τις δικές του κάρτες και τα διαφημιστικά του φυλλάδια

μέσα!Κοίταξε καλά, δεν βρήκε τίποτα άλλο!

-Πάει, έλιωσα, είπε, καλά μου έλεγαν οι Βαλυραίοι για τον Παράκλητο και δεν τους πίστευα! Με

έλιωσε, γιατί δεν είμαι πιστός στη γυναίκα μου!

Μπήκε κατευθείαν στο αυτοκίνητο και έφυγε τρέχοντας, για να πάει στο σπίτι του.

-Δεν είναι δικό μου αυτό το σακάκι ; ρώτησε τη γυναίκα του.

-Είναι, απάντησε εκείνη. Και γιατί είναι μεγαλύτερο, με τα διαφημιστικά φυλλάδια και τις κάρτες μου

μέσα;

-Δεν ξέρω, του απάντησε , ξάπλωσε, κοιμήσου, και αύριο βλέπουμε.

Την επόμενη μέρα της είπε, είναι καταραμένο, κρύψε το, δεν θέλω να το βλέπω.

Έφυγε για την Τρίπολη ,που είχε κλείσει μία δουλειά. Η γυναίκα του πήρε το σακάκι και ήρθε στη

Βαλύρα, με το τραίνο.

Πέρασε από τα καφενεία και ρώτησε αν κανένας είδε ο άνδρα της , χθες βράδυ στο πανηγύρι και ποιος

άλλος καθόταν δίπλα του. Το ίδιο όμως είχε ήδη κάνει και ο ευτραφής κύριος,που ρώτησε στο καφενείο

από το πρωί, αν θυμόντουσαν ποιος καθόταν δίπλα του, γιατί του πήρε κατά λάθος το σακάκι του.

Τελικά , ήρθε ο σερβιτόρος και της είπε ότι αυτός σήκωσε από κάτω τα δύο σακάκια και έβαλε τα

φυλλάδια μέσα σε λάθος τσέπη. Σε καμιά ώρα, κατέφθασε και ο άνθρωπος με το μικρό σακάκι,που τον

ειδοποίησαν τα παιδιά στην πλατεία. Ευχαρίστησε τη κυρία, παρέλαβε το σακάκι του, αλλά όταν πήγαινε

να φύγει, αυτή τον σταμάτησε ,είπε σε όλους, προς Θεού, σας παρακαλώ, μη μάθει τίποτα ο άντρας μου.

Της υποσχέθηκαν ότι δεν θα του το μαρτυρήσουν.

Όταν αυτός γύρισε από την Τρίπολη, αρκετά αναστατωμένος με το στομάχι του, η γυναίκα του τού είπε

ότι της φάνηκε ότι το σακάκι του μίκρυνε ξανά!

Έκπληκτος το φόρεσε, έκανε τον σταυρό του, ξαναφόρεσε τη βέρα του, που την είχε βγάλει για καιρό

στο συρτάρι και συμμαζεύτηκε.

Κυριακή των Αγίων Πάντων

Όταν ο κύριος Σκουράντζος , ήρθε τις επόμενες μέρες στη Βαλύρα, κάθισε στο καφενείο , τον

κέρασαν και ,εντελώς τυχαία ,μαζεύτηκαν όλοι γύρω του. Είπε τη μισή ιστορία στους φίλους και πελάτες

του, τη δική του εκδοχή . Εκείνοι χαμογέλασαν και απάντησαν:

- Μη ξεχάσεις να ανάψεις κερί των Αγίων Πάντων, γιατί γιορτάζεις!

Αφού ο Παράκλητος απήλλαξε ,εντελώς τυχαία, τον φωτογράφο, από πάσης αντικειμενικής

ενεργείας διαβολικής και διαλογισμών ματαίων, στους ιερωμένους Βαλυραίους, την μίαν γλώσσαν εις

πολλάς εμέρισεν, ίνα συνάξη πολύν καρπόν.

-Τι είπε ο παπά Ξύδης ότι γράφει το Πεντηκοστάριον; ρωτήσαμε τη Λίτσα.

-”Ουκ εις το στόμα δεν εκάθισε το πνεύμα, αλλά εις τας κεφαλάς των Αποστόλων, το ηγεμονικόν

περιλαμβάνον και το υπερφέρον του σώματος και αυτόν τον νουν. Η γαρ χειροθεσία εν τη κεφαλή

γίνεται”.

-Δεν καταλάβαμε τίποτα, διαμαρτυρηθήκαμε αγχωμένες, μαζεμένες στο πλατύσκαλο. Μπορείς να μας

το γράψεις;

Η Λίτσα το έγραψε και μας το εξήγησε. Καταλάβαμε ότι το Άγιο Πνεύμα κάθισε πάνω στις κεφαλές και

στον νου των Αποστόλων.

Ένα απόγευμα, πήρα το τετράδιο ,και πήγα να το διαβάσω στον πατέρα μου. Εκείνος ξεκουραζόταν

και έτρωγε τη τρίτη κατά σειρά δίπλα , με μπόλικο μέλι, τριμμένα καρύδια και κανέλα, απολαμβάνοντας

το καφεδάκι του , μαζί με κρύο νερό. Τον σκουντούσα και δεν αντιδρούσε, γιατί ήταν βαθειά βυθισμένος

στις σκέψεις του.

-Ηλία, σε θέλει το παιδί, μπορείς να σταματήσεις, σε λίγο θα φας όλη την πιατέλα, διαμαρτυρήθηκε η

μητέρα μου.

-Τότε εκείνος με πρόσεξε ,χαμογέλασε και με πήρε αγκαλιά.

-Μπαμπά, είπα, χαϊδεύοντας του το κεφάλι, επειδή είσαι καλός άνθρωπος, όταν δεν θα τρως πολύ και θα

είναι κλειστό το στόμα σου, θα έρθει ο Παράκλητος και θα καθίσει πάνω στο κεφάλι σου. Θα σε μάθει

πολλά πράγματα για το Θεό.

-Αυτό, ποιος σου το είπε; ρώτησε.

-Η Λίτσα, απάντησα.

-Και πώς είναι ο Παράκλητος;

-Είναι σαν πύρινη γλώσσα, όλο δροσιά , εξήγησα.

-Κι αυτό, πώς το ξέρεις εσύ;


-Μου το είπε η μαμά μου.

Ο πατέρας μου κοίταξε τη μητέρα μου, κούνησε το κεφάλι του, και απάντησε:

-Εντάξει, αφού δεν είναι σαν τις σπίθες της ηλεκτροκόλλησης, ΑΣ ΕΛΘΕΙ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: