Σάββατο 14 Μαΐου 2022

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ Δ. ΚΑΡΥΔΗ

 


 

                                  Αθανάσιος Δ.Καρύδης.Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας

Αρχιμανδρίτης εν Σιωπή


Ήταν 8 Σεπτεμβρίου 1926, όταν ο αείμνηστος, εικοσάχρονος Αθανάσιος Καρύδης του Δημητρίου, συνάντησε στον ιερό  χώρο του ναϋδρίου της Παναϊτσας στη Βαλύρα - που Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ονομαζόταν τότε - έναν άγνωστο αρχιμανδρίτη, άλαλο και προσευχόμενο. Ήταν η εβδομάδα 4-10 Σεπτεμβρίου που ο Μελιγαλάς στη Μεσσηνία εορτάζει τη Γέννηση της Θεοτόκου και μεγάλο εμπορικό πανηγύρι λαμβάνει χώρο, όπως τότε και σήμερα.

Ο Αθανάσιος , κατά την προηγούμενη χρονιά, ήθελε πολύ να πάει κι αυτός μια φορά στο πανηγύρι, αλλά χρήματα διαθέσιμα δεν υπήρχαν για να ξοδέψει και να περάσει ευχάριστα με τους συμμαθητές του. “Πρυτάνευσε στο μυαλό μου η ιδέα να κλέψω”, γράφει ο Αθανάσιος στα απομνημονεύματά του και “ θέσαμε το σχέδιο σε εφαρμογή με τη βοήθεια του συμμαθητή μου Δημήτρη Γκομέση”.

Οργάνωσαν μία νυχτερινή φάρσα με χελωνοφαντάσματα , χελώνες με αναμμένα κεριά κολλημένα πάνω στο καβούκι τους που τις άφησαν να περπατήσουν δίπλα στο αλώνι , στα απλωμένα σύκα του γερο-Νικόλα Μπουρίκα, που Τζάμαλης ήταν το παρανόμι του.

Ενώ εκείνος καθόταν με το δίκανο και φύλαγε όλη τη νύχτα τη σοδειά του, όταν είδε τις χελώνες με τα κεριά στην πλάτη που κατευθύνονταν προς το μέρος του, κατατρόμαξε και ετράπη σε φυγή ο άμοιρος , ενώ οι νεαροί παραβάτες της πενταροδεκάρας βρήκαν την ευκαιρία και του άρπαξαν ένα σακί με σύκα. Τα πούλησαν και πέρασαν όμορφα στο πανηγύρι κι ας γνώριζαν ότι η ανάρμοστη συμπεριφορά τους έχριζε ποινής δίωξης. Όμως, κάθε χρονιά δεν ήταν το ίδιο!

Ο Αθανάσιος, στα είκοσι χρόνια του, βρισκόταν σε πραγματικό αδιέξοδο και αισθανόταν βαθιά κατάθλιψη. Η φωνή της συνείδησης του τον επέπληττε δριμύτατα. Όπως ο ίδιος γράφει στο διήγημά του με τίτλο “Από τη Λαογραφία της Βαλύρας”, “τα ελαττώματα δεν αποδίδουν την αληθινή ευτυχία· στερούν ηθικά αισθήματα χαράς, αγαλλιάσεως και ελπίδος· για τους αδικοπραγούντας ένα άχυρο είναι η σατανική τακτική που το καίει η φωτιά”.

Κατά την ώρα του Εσπερινού, την 8η Σεπτεμβρίου 1926, προχωρώντας γοργά, μ΄ ένα κιτρινισμένο τεφτέρι του πατέρα του στο χέρι, κι ένα μισολιωμένο μολύβι, έτσι για να έχει λίγο χαρτί να σημειώνει τις ιδέες για τα εφηβικά διηγήματά του, πήρε τον δρόμο από το πατρικό σπίτι του στο Μπιζάνι, κατηφόρισε προς την πλατεία του χωριού και σχεδόν έφθασε μέχρι τη γέφυρα της Μαυροζούμενας , έως ότου αναρωτηθεί προς τα πού πηγαίνει. Προς την Ιερά Μονή του Βουλκάνου να πάω; Όχι, είναι μακρύς ο δρόμος μέχρι ν΄ ανέβω στο βουνό, θα νυχτωθώ εκεί και οι δικοί μου θα ανησυχήσουν. Ας πάω μέχρι το ξωκκλήσι του Αη Γιάννη Θεολόγου (Παναϊτσα) να καθίσω, να σκεφτώ και να γράψω...ή μήπως να επισκεφτώ δυο φιλαράκια στη Λάμπαινα; Μακριά είναι, θα νυχτώσει σύντομα, άσε!

Έστριψε δεξιά , μετά τη γέφυρα του χωριού , και πήρε τον χωματόδρομο προς το ξωκκλήσι. Ο καιρός ήταν ζεστός, ο ήλιος είχε αρχίσει να κατεβαίνει αισθητά στο βουνό της Εύας και κάποιοι βοσκοί ήδη επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το ποδοβολητό των αμνών, συγχρονισμένο με τα κουδούνια τους , που ήταν στολισμένα με μπλε χάντρες στον λευκό λαιμό τους , μαζί με τα ταπεινά βελάσματά τους, υμνούσαν τον Ύψιστο, υπηρετώντας το θέλημα Του, για την ευφροσύνη και πλήρωση της σάρκας των αδαών ανθρώπων , σε τούτη την πρόσκαιρη ζωή . Ένα κομμάτι λαχταριστό κρέας ήταν, μερικές οκάδες γάλα, μαλλιά για γνέσιμο, αυτή ήταν όλη τους η χρησιμότητα και κάπου κάπου, όταν ο σφαγέας τους είχε αναλαμπές, ήταν ένα καλό αρνί ή κριάρι ή πρόβατο, που το αγαπούσε τόσο πολύ, μέχρι που έπαιρνε την τελική απόφαση να το θυσιάσει κι αυτό.

Σταματούσαν τα έρημα ζωντανά έξω από τον θείο τόπο, στο εκκλησάκι του χωριού, λες και νανούριζε τη δυστυχία τους το θυμίαμα και η ευωδία που αναδυόταν και σαν μυρωμένο πέπλο απλωνόταν πάνω στις ασπρισμένες ελιές,  που στόλιζαν τον αυλόγυρο του παλιού ναϋδρίου του 11ου αιώνα.

                                 Ι.Ν.Παναϊτσας στη Βαλύρα.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

Ο Αθανάσιος, φθάνοντας στο ξωκκλήσι ,το θυμίαμα του χώρου εύφρανε την οσμή του. Έκανε τον σταυρό του, ασπάστηκε τις άγιες εικόνες και διαπίστωσε διαισθητικά, ότι πριν από λίγη ώρα κάποιος άλλος ήταν εκεί, μια ευγενική παρουσία, η οποία είχε αφήσει μέσα στον ιερό ναό το λεπτό και ευλαβές αποτύπωμά της. Βγήκε έξω από το εκκλησάκι για να βρει λιθάρι να καθίσει και να σκεφτεί τι θα γράψει. Πίσω από τους ψηλούς θάμνους με τις δάφνες, τις ελιές και τα ψηλά κυπαρίσσια, ένα δυνατό περπάτημα ακούστηκε και καθώς γύρισε απότομα για να δει τι συμβαίνει, εντόπισε καθισμένο έναν αρχιμανδρίτη, πάνω σ΄ ένα δωρικό κιονόκρανο,  παρατημένο κάτω από τους θάμνους προ αμνημονεύτων χρόνων. Συμπέρανε ότι είναι αρχιμανδρίτης, γιατί είδε ότι φορούσε στην κεφαλή καλυμμαύχι και εσωτερικά διέκρινε τους σταυρούς του σχήματος των σταυροφόρων. Το βλέμμα τους διασταυρώθηκε για μερικά δευτερόλεπτα, χωρίς να μιλήσει ο ένας στον άλλο. Ο νεαρός εικοσάχρονος αισθάνθηκε αμήχανα, τράπηκε ασυναίσθητα σε φυγή, παίρνοντας τον δρόμο προς το Γοργόρεμα κι από εκεί πέρασε το ποτάμι προς την Αγία Τριάδα, επιστρέφοντας στο Μπιζάνι, στο σπίτι του.

Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Αναρωτιόταν ποιος ήταν εκείνος ο γέροντας που τον κοίταξε τόσο διερευνητικά, λες και μπορούσε να διαβάσει χαρτί και καλαμάρι τα ενδότερα της ψυχής του, τις ενοχές του για τις μικροκλεψιές και τις εφηβικές αμαρτίες του.

Την επόμενη ημέρα, κατά την ίδια ώρα, ευελπιστώντας να τον ξανασυναντήσει, πήγε προετοιμασμένος, με περισσότερο θάρρος τούτη τη φορά, έτοιμος για εξομολόγηση.

Από τη χαραμάδα της πόρτας της εισόδου στο ξωκκλήσι, είδε έκπληκτος τον αρχιμανδρίτη γονατιστό, εμπρός στην εικόνα του Χριστού, ήταν σιωπηλός ο μακάριος και έκανε μετά δακρύων συνεχείς γονυκλισίες. Τόσο πολύ ταράχτηκε η καρδιά του Αθανασίου, ώστε έκλεισε απαλά την πόρτα, κάθισε   στη ρίζα μίας αιωνόβιας ελιάς έξω και απέναντι και περίμενε μέχρι να βγει ο σεβάσμιος πατέρας για να του μιλήσει.

Όντως, ο αρχιμανδρίτης εξήλθε από τον ναό, μετά από πολλή ώρα, πέρασε μπροστά του βιαστικά, κοιτάχτηκαν φευγαλέα, αλλά πάλι δεν μίλησε ο ένας στον άλλο.


                         Εσωτερικό Ι.Ν. Παναϊτσας στη Βαλύρα.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

Ο Αθανάσιος, ελπίζοντας ότι ίσως αν παραμείνει λιγάκι παραπάνω στον χώρο θα τον προσέξει και θα θελήσει να του μιλήσει, έβγαλε από την τσέπη του το τεφτέρι του και άρχισε να τον ζωγραφίζει με το μολύβι , όπως εντυπώθηκε στη μνήμη του, γονατιστός και προσευχόμενος εντός του ιερού ναού. Μόλις ολοκλήρωσε το σχέδιο του, που για κάποιο λόγο δεν ήταν τέλειο, αλλά αρκετά έμοιαζε η μορφή στον άγνωστο αρχιμανδρίτη, ξεθάρρεψε ευχαριστημένος, πήγε και τον βρήκε που καθόταν πάνω στο σπασμένο κιονόκρανο και έκανε το κομποσκοίνι του , λέγοντάς του:

- Θέλετε να δείτε πώς σας ζωγράφισα; Καλά σας έφτιαξα;

Τότε συνειδητοποίησε ότι ο αρχιμανδρίτης ήταν άλαλος, τον κοιτούσε, αλλά δεν έκφερε λόγο.

Κράτησε ο άγιος πατέρας στα ευλογημένα χέρια του το σχέδιο, ύστερα έκανε νόημα στον Αθανάσιο να του δώσει το μολύβι και έγραψε καλλιγραφικά και ορθογραφημένα:

Εις Θείον Τόπον τη Ωρα του Εσπερινού εις Αρχιμανδρίτης Προσευχόμενος εν Σιωπή”. Μετά άνοιξε τα δάκτυλα του δεξιού χεριού του, τον δείκτη και τον μεσαίο, και σχηματικά έδειξε στον Αθανάσιο ότι το αντίθετο δεν ισχύει, γιατί πρώτα γράφουμε το σημαντικότερο και ακολουθεί το λιγότερο σημαντικό και η μικρότητα του αρχιμανδρίτη ερχόταν δεύτερη εμπρός στο μεγαλείο του Αγίου Τόπου , κατά την ώρα του Εσπερινού. Αυτό οργάνωσε μονομιάς τη σκέψη του Αθανασίου, ως προς τη σύνταξη του γραπτού λόγου, εκείνη την κρίσιμη εποχή της ζωής του, κατά την πρώιμη ενηλικίωση.

Ο αρχιμανδρίτης παρέδωσε στον Αθανάσιο το χαρτί και το μολύβι, τον κοίταξε φευγαλέα , ύστερα τον αγνόησε, λες και δεν στεκόταν εμπρός του πλέον, και συνέχισε να προσεύχεται μη δίνοντάς του άλλο περιθώριο για περαιτέρω γνωριμία και συζήτηση.

Ο Αθανάσιος αποχώρησε έκπληκτος και άκρως αγχωμένος. Δεν άντεχε από μικρός τέτοιου είδους ματαιώσεις. Όπως έλεγε η γιαγιά του στο Μπιζάνι, όταν ήταν νήπιο, “ο Θανάσης μας δεν είναι κανένα μυξιάρικο με ξανθές μπούκλες, που να χώνει το δάχτυλό του στους βοστρύχους , τραβώντας να τους ξεμπερδέψει και να σπαράζει από τον πόνο στο κλάμα. Τέσσερα κιλά γεννήθηκε ο ευλογημένος και ήταν ψηλό και μελαχρινό παλικαράκι. Η λεβέντικη κορμοστασιά του και το στρατηγικό του δαιμόνιο θύμιζε τον  Κολοκοτρώνη. Ο Αθανάσιος    είχε καρδιά κλέφτη και αρματολού κατά την εφηβεία του. Καθώς βάδιζε προς το σπίτι του, τον πλημμύρισαν οι ενοχές γιατί παρέλειψε να μπει μέσα στην εκκλησία και να προσκυνήσει.

Τη νύχτα δεν τον έπαιρνε ο ύπνος και στριφογύριζε πάνω στο σκληρό στρώμα του. Καθώς τα μάτια του ήταν κολλημένα στις ξύλινες τράβες και στα ασβεστωμένα καλάμια της στέγης του πατρικού σπιτιού του, σκέφτηκε έναν άλλο, ενδεχομένως πιο αποτελεσματικό τρόπο για να προσεγγίσει τον “σταυροφόρο αρχιμανδρίτη”. Πήρε ένα υφασμάτινο σακούλι της μητέρας του με την άδειά της, αφού της διηγήθηκε την ιστορία του γέροντα, έβαλε μέσα καρύδια ,αμύγδαλα κι ένα τέταρτο ψωμί, άρπαξε και δύο πέτρες από το πεζούλι στην αυλή του σπιτιού για το σπάσιμο των καρπών, και ξεκίνησε πάλι για το ξωκκλήσι. Όμως αυτή τη φορά ο αρχιμανδρίτης ήταν άφαντος!

Όσο κι αν έψαξε, δεν τον βρήκε πουθενά. Μόνο είδε ένα ζευγάρι μαύρες πλεκτές κάλτσες βρεγμένες και απλωμένες πάνω σε έναν θάμνο, κοντά στο κιονόκρανο.

Θα γυρίσει σκέφτηκε, ας του αφήσω τη σακούλα και θα τη βρει όταν επιστρέψει. Την έδεσε καλά πάνω στον θάμνο, δίπλα στις κάλτσες , προσκύνησε στην εκκλησία και απήλθε.

Κατά τις επόμενες ημέρες αμέλησε να ξαναπάει για να δει αν ήταν ακόμη εκεί ο σεβάσμιος επισκέπτης του ιερού ναού, αλλά κατά τον Εσπερινό της επόμενης Κυριακής, φούντωσε η περιέργειά του και επισκέφτηκε πάλι το ξωκκλήσι. Κοίταξε γύρω προσεκτικά αλλά τούτη τη φορά είχε αποχωρήσει οριστικά ο αρχιμανδρίτης. Βρήκε άδειο  το σακούλι της μητέρας του , κρεμασμένο στο ίδιο σημείο, και πήγε να  το πάρει. Καθώς το άνοιξε, ένα εκατοστάρι μαύρο κομποσκοίνι ήταν διπλωμένο προσεκτικά και τυλιγμένο σε κόκκινο λεπτό χαρτί, μέσα στον πάτο. Πάνω στο χαρτί ήταν γραμμένο “Ειρήνη υμίν”. Κατάλαβε ότι αναχώρησε ο αρχιμανδρίτης και του άφησε ένα ευχαριστήριο δώρο. Απογοητεύθηκε λίγο, αλλά χάρηκε παράλληλα που ο γέροντας τίμησε την τροφή που   του προσέφερε, και του χάρισε ευλογημένο δώρο, ανεκτίμητο ενθύμιο ζωής. Με αυτό το κομποσκοίνι πορεύτηκε θεάρεστα στη ζωή ο Αθανάσιος και σταδιοδρόμησε ως οικογενειάρχης και στρατιωτικός συνταγματάρχης. Έζησε μόνιμα και εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του από τα 72 χρόνια του και για μια δεκαετία. Ο νους του οξύνθηκε, η θεία διάκριση δυνάμωσε και το είναι του φωτίστηκε.

Πέρασαν μερικά χρόνια από τότε που πρωτοσυνάντησε τον αρχιμανδρίτη.     Όταν ήταν νιόπαντρος, κατέβηκε στη Βαλύρα, στην εορτή της Παναγίας Βουλκανιωτίσσης, τον Δεκαπενταύγουστο, για να ξεναγήσει τη σύζυγό του στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Στις 12 Αυγούστου έκαναν έναν περίπατο προς τα ξωκκλήσια της Παναϊτσας και στη συνέχεια προς τον Άγιο Ιωάννη τον Ριγανά. Προς έκπληξή του είδε στο ξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη Ριγανά ένα ζευγάρι μαύρες πλεκτές κάλτσες, ίδιες με εκείνες του αρχιμανδρίτη,  απλωμένες πάνω σ΄ ένα ξερό θάμνο....ίσως για μερικές ημέρες.


                                   Ι.Ν.Αγίου Ιωάννου Ριγανά.Φωτο: καθ.Ι.Δ.Λύρας

-Είναι εδώ! ψέλλισε αναστατωμένος και άρχισε να κτυπάει η καρδιά του δυνατά από την αγωνία μιας ενδεχόμενης συνάντησης. Ήθελε πολύ να τον ξαναδεί. Ο άγιος γέροντας παρέμενε ένα θείο σύμβολο και ένας ζωντανός μεσάζων για τη συγχώρηση των εφηβικών του αμαρτημάτων,   “αρχιμανδρίτης εν σιωπή”, ρυθμιστής της συνείδησής του, μέχρι το βαθύ γήρας του.

-Έχεις τίποτα φαγώσιμο στη τσάντα σου; ρώτησε τη γυναίκα του.

-Σταφίδες με στραγάλια, του απάντησε εκείνη.

Δεν είχαν πώς να τα διπλώσουν, έβγαλε ένα άσπρο μαντήλι από την τσέπη του ο Αθανάσιος, τα τύλιξε και τα έδεσε πάνω στο κλαδί του θάμνου, κοντά στις κάλτσες.

Περίμεναν αρκετή ώρα μήπως και εμφανιστεί ο σεβάσμιος γέροντας, αλλά ήταν άφαντος και γύρισε στο πατρικό σπίτι του μελαγχολικός και αρκετά ματαιωμένος.

Η γυναίκα του Αθανασίου ήθελε να προσκυνήσει την Παραμονή της Παναγίας στο Καθολικό, στο πάνω Μοναστήρι, στις 12 τα μεσάνυχτα , γιατί τη συμβούλεψαν οι γιαγιάδες στο Μπιζάνι ότι εκείνη την ώρα η Παναγία κάνει το μέγα θαύμα της. Ο Αθανάσιος ήταν γνωστός στους ιερείς της Βαλύρας, παράλληλα το επάγγελμά τού αστυνομικού του δημιούργησε ιδιαίτερη πρόσβαση στον ιερό χώρο. Καθώς η  σύζυγός του παρέμενε γονατισμένη και προσευχόταν δίπλα στις μοναχές από την Ι.Μ. στην Καλαμάτα , ο Αθανάσιος βγήκε για λίγο έξω από το Καθολικό για να βοηθήσει τους ασθενείς προσκυνητές , οι οποίοι προσπαθούσαν να κατασκηνώσουν στους γύρω θάμνους και στο δάσος. Κάποια στιγμή, μετά τα μεσάνυχτα, σ΄ ένα απόμερο και σκοτεινό σημείο, κάτω από έναν θάμνο, είδε να φέγγει ένας περίεργος ήλιος και να αιωρείται σαν μεγάλο στολίδι, πάνω σε χριστουγεννιάτικο δένδρο. Πλησίασε με κομμένη την ανάσα για να δει τι είναι. Προς έκπληξή του , είδε κρεμασμένο το άσπρο μαντήλι του με τα στραγάλια στη καρδιά του θάμνου και ο γέροντας αρχιμανδρίτης αποκαλύφθηκε ατόφιος, γονατιστός εμπρός του, προσευχόμενος εν σιωπή. Με τη γροθιά του συγκράτησε το χτυποκάρδι του ο Αθανάσιος. Ήταν ιεροσυλία να διακόψει τη  νοερά προσευχή του γέροντα, εκείνη την ιερή στιγμή. Αποχώρησε χωρίς θόρυβο, ευελπιστώντας ότι θα συναντηθούν ξανά, στο πανηγύρι στο κάτω Μοναστήρι. Ο αρχιμανδρίτης όμως ανήμερα ήταν άφαντος. Έτσι παρέμεινε εντυπωμένος στη μνήμη του Αθανασίου, μέχρι που ξανακατέβηκε στο χωριό , μετά από πέντε χρόνια, μόνος του τούτη τη φορά.

Δεν πρόλαβε να ανέβει το βράδυ τη παραμονής στην αγρυπνία στο καθολικό στο πάνω Μοναστήρι, αλλά προσκύνησε ανήμερα στην Ιερά Μονή του Βουλκάνου.


                                   Ι.Μ.Βουλκάνου, Ιθώμης Μεσσηνίας

Ο Αθανάσιος κοιτούσε γύρω του ασυναίσθητα, μήπως τυχόν και συναντήσει τον γέροντα. Απογοητεύτηκε αρκετά που δεν τον είδε κι ένας κόμπος , σαν εφηβικός λυγμός, κάθισε στο λαιμό του, παράλληλα με τις ενοχές του, ότι αν είχε παρευρεθεί στην αγρυπνία από το προηγούμενο βράδυ, ίσως τον έβλεπε.

Τη νύχτα φαίνεται ότι σκεφτόταν έντονα τη μορφή του αγίου πατέρα, όταν ξάπλωσε στο παιδικό του κρεβάτι, πάνω στα    φρεσκοσιδερωμένα λευκά σεντόνια από χασέ της μητέρας του, που μοσχοβολούσαν σπιτικό σαπούνι . Όταν χαλάρωσε βαθιά και σχεδόν αποκοιμήθηκε, άκουσε τον εαυτό του να του μιλάει κανονικά, με τη φωνή του πεθαμένου πατέρα του, πάνω στο κεφάλι του:

- Στην εικόνα της Μεγαλόχαρης , αναπαύεται εν ειρήνη Ο πηδαλιούχος αρχιμανδρίτης ”.

Βεβρωκώς,( χορτάτος) έλεγε ο Αθανάσιος, όταν κρατούσε το κομποσκοίνι του μακαριστού γέροντα και προσευχόταν και η γυναίκα   του προσέφερε στην οικογένεια γλυκό τα απογεύματα. Ποτέ δεν λαχτάρισε πλέον την περιουσία του άλλου. Εξέμισε την εφηβική παραβατικότητα και εξελίχθηκε σε έντιμο και θεάρεστο πολίτη.

Δεν ήταν πλέον ένας βιρτουόζος έφηβος, αριστοτέχνης στην αρπαγή σύκων. Ως κύριο βίωμα -ό,τι παρέμεινε υποσυνείδητα στη ψυχή του και ρύθμισε τα συναισθήματα και ιδέες του- ήταν αδιαμφισβήτητα η ιερή μορφή του μακαριστού γέροντα, “του αρχιμανδρίτη εν σιωπή”...ήταν η αυτού “ πνευματική μεγαλειότης”, η οποία τον κατέκτησε.


Ο Θεός μαζί σας!


Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

14/5/2022




Δεν υπάρχουν σχόλια: