Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Όταν το κιλό το ελαιόλαδο στη Βαλύρα κόστιζε είκοσι πέντε λεπτά της δραχμής

 

  
                                                           Φωτό: Pinterest


Αφορμή γι’ αυτό το διήγημα στάθηκε ένα τηλεφώνημα από μακριά. Από το Ρόουντ Άιλαντ των Ηνωμένων Πολιτειών, ο αγαπητός κύριος Γιώργος Φειδάς, με μνήμη ακούραστη και διάθεση φωτεινή, θέλησε να μοιραστεί μαζί μας όσα έζησε παιδί στα ελαιοτριβεία της Βαλύρας, εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ’50, όταν η ζωή μετρούσε αλλιώς τον χρόνο και τον κόπο.

Θυμάται πως στο χωριό λειτουργούσαν τότε τέσσερα ελαιοτριβεία. Το πρώτο ανήκε στον κύριο Σταύρο Μπάκα, στη γωνία του δρόμου που οδηγεί στο σπίτι του κυρίου Νίκου Καρτερολιώτη. Το δεύτερο ήταν του Καρτερολιώτη, με το παρανόμι Βαβανάκος, πίσω από το σπίτι του, λίγο πριν από την πλατεία της Βαλύρας. Το τρίτο ανήκε στον Παπασαραντόπουλο, στη γειτονιά του Αγίου Δημητρίου. Και το τέταρτο, του Σταυριανόπουλου, βρισκόταν κοντά στην πλατεία του χωριού, κάτω από το σπίτι της αείμνηστης Αγγελικής Λύρα.

Αγαπημένο στέκι των παιδιών ήταν το ελαιοτριβείο του κυρίου Σταύρου Μπάκα. Εκεί μαζεύονταν και, μόλις έβγαινε το καινούργιο λάδι, εύχονταν στους πελάτες « καλοφάγωτο». Έξω από το ελαιοτριβείο καψάλιζαν προζυμένιο ψωμί, το ράντιζαν με το φρέσκο λάδι και δοκίμαζαν τον κόπο ολόκληρης της χρονιάς. Στα μεταπολεμικά χρόνια της ανέχειας, τότε που το ψωμί ήταν είδος πολυτελείας, αυτό το ζεστό κέρασμα γινόταν μεγάλη ανακούφιση για τα πεινασμένα παιδιά.

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ», λέει ο κύριος Γιώργος, «το χωνί που χρησιμοποιούσαν στο ελαιοτριβείο για να καλέσουν τον επόμενο πελάτη». Έσπρωχναν τα φορτωμένα γαϊδουράκια να κάνουν γρήγορα, να φέρουν τα τσουβάλια με τις ελιές, κι εκείνα, σαν να καταλάβαιναν τον τελικό σκοπό, δεν αγκομαχούσαν. Περισσότερο από άνθρωποι, συμπαραστέκονταν στους κουρασμένους αγρότες.

Και τι να πει κανείς για τον λιόσμο. Ασυγκράτητος, έτρεχε στα χαντάκια του χωριού και στον δρόμο. Ξεκινούσε από το σπίτι του Βαβανάκου, γέμιζε την πλατεία και έφτανε ως το σπίτι της Λύραινας. Ενωνόταν με τα απόβλητα του Σταυριανόπουλου και κατηφόριζαν μαζί, αγκαλιασμένα, προς τον κάμπο. Του Μπάκα έπαιρναν τον δρόμο για το ποτάμι της Μαυροζούμενας, παρασυρμένα από τα νερά της βροχής. Του Παπασαραντόπουλου έπεφταν σωρηδόν στο ρέμα του Μπαλάνη. «Δυο μήνες περπατούσαμε ολόκληρο το χωριό πάνω στον λιόσμο», θυμάται. Ευτυχώς, σήμερα υπάρχουν δεξαμενές συλλογής αποβλήτων και η προώθησή τους στα εργοστάσια παραγωγής ελαιοπυρήνα.

Ο κύριος Γιώργος θυμάται ακόμη τις πινιάτες —τα δοχεία έξω από κάθε ελαιοτριβείο— όπου οι πιστοί άφηναν λάδι υπέρ του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου, πολιούχου του χωριού. Κάτω από το καμπαναριό, στον αποθηκευτικό χώρο, υπήρχαν τα πιθάρια όπου συγκεντρωνόταν το λάδι της χρονιάς.

Υπήρχε και πέμπτο ελαιοτριβείο, στο διάσελο της Ιθώμης, στην Ιερά Μονή Βουλκάνου. Εκεί κατέληγαν οι ελιές από τα κτήματα του Μοναστηριού στη Σουβάλα, όπου εργάζονταν πολλές κοπέλες από τη Βαλύρα.

«Κι εμείς τα παιδιά δεν χάναμε ευκαιρία», συνεχίζει. Όταν τελείωνε το τίναγμα, με ένα σακί μαζεύαμε από το χώμα ό,τι είχε απομείνει και το πουλούσαμε στο ελαιοτριβείο του Βαβανάκου. Μας έδινε οκτώ δραχμές το σακί. Μιλάμε για μια εποχή που το κιλό το ελαιόλαδο κόστιζε μόλις είκοσι πέντε λεπτά της δραχμής.

Κι όμως, ο Σταύρος Μπάκας παραμένει στη μνήμη όλων ως ο ειδήμων ελαιοπαραγωγός και ελαιοτρίβης. Με πόση προσοχή παρατηρούσε τις ελιές και έλεγε με ακρίβεια πόσο λάδι θα βγάλουν!

Βαλύρα μου,
καλόβγαλτο και καλοφάγωτο το λαδάκι σου.

Γιώργος Παρ. Φειδάς

Δεν υπάρχουν σχόλια: