Φωτό: Pinterest
Η γιαγιά Μαρία, στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας, ήταν πλημμυρισμένη από χαρά. Ο μικρός της εγγονός, ο Γιώργης, είχε τηλεφωνήσει πως θα κατέβαινε στο πατρικό σπίτι της μητέρας του για να κάνουν μαζί Πρωτοχρονιά. Κι αν τα Χριστούγεννα της γιαγιάς είχαν κυλήσει μελαγχολικά, βαριά από τη σιωπή της μοναξιάς, το φως του Χριστού έφερε μαζί του μια ανέλπιστη ευλογία: θα περνούσε το κατώφλι του νέου χρόνου με συντροφιά το πολυαγαπημένο της εγγόνι.
Ο Γιώργης ήταν φοιτητής της Νομικής· ευφυής, με έντονη ψυχολογική διαίσθηση και βαθιά ενσυναίσθηση. Είχε φροντίσει να φέρει μαζί του μια μεγάλη χριστουγεννιάτικη σακούλα γεμάτη χρήσιμα δώρα για τη γιαγιά. Της αγόρασε μάλλινη ζακέτα, μακριές κάλτσες, κασκόλ με ασορτί γάντια, κρέμες για να μαλακώνει το δέρμα της και άλλες για τους πόνους στις αρθρώσεις, βούρτσα με μακρύ ξύλο για να φτάνει την πλάτη της, ακόμη και ένα σπαστό καρεκλάκι για να κάθεται όταν φορά τα παπούτσια της.
Ανήμερα Πρωτοχρονιάς παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία και κοινώνησαν χέρι-χέρι. Η γιαγιά είχε ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ το αγαπημένο φαγητό του εγγονού της: αρνάκι σε λαδόκολλα με πατάτες φούρνου, κολοκυθοκεφτέδες, σαγανάκι με ντόπια φέτα και τζατζίκι με γιαούρτι από το τυροκομείο του χωριού, καραμελωμένα καρότα και πατατο- σαλάτα όπως του την έφτιαχνε παλιά.
Σταύρωσαν και έκοψαν τη βασιλόπιτα. Το φλουρί —ένα επιχρυσωμένο Κωνσταντινάτο— έπεσε στο κομμάτι του φτωχού, που δεν ήταν άλλος από έναν πενηντάρη συγχωριανό, τον οποίο η γιαγιά επισκεπτόταν συχνά στα σύνορα της Ανδρούσας.
Από την ένταση και την κούραση της προετοιμασίας, η καημένη λαγοκοιμήθηκε χαμογελαστή, καθισμένη στο τραπέζι. Ο Γιώργης την αγκάλιασε τρυφερά και τη μετέφερε στο κρεβάτι της για έναν ήσυχο μεσημεριανό ύπνο. Το απόγευμα, όταν ξύπνησε, είχε ξανανιώσει· ζωηρή και λαλίστατη, σαν να είχε κλέψει λίγη από τη νιότη του χρόνου.
Έκοψε την έτοιμη βασιλόπιτα σε κομμάτια για τις γάτες και τα σκυλάκια και έτριψε τη μισή για τις κότες, τα περιστέρια και τα σπουργίτια. Ο Γιώργης καθόταν σε μια προπολεμική, στολισμένη μπερζιέρα και έστελνε ευχές για Καλή Χρόνια από το κινητό του.
Στον κήπο, η γιαγιά Μαρία είχε τοποθετήσει παλιά αλουμινένια ταψιά κοντά στον φράκτη: αλλού για τις γάτες, αλλού για τα σκυλάκια και τα πουλιά, ενώ βορεινά είχε στήσει το κοτέτσι της.
Κράτησε εδώ τη σακούλα με τα τρίμματα και ρίξε λίγο στις κοτούλες και λίγο στα πουλάκια όταν τα δεις να έρχονται, είπε στον Γιώργη, κι εκείνη πήγε να φροντίσει τις γάτες και τα σκυλάκια.
Ένα τσούρμο περιστέρια μαζεύτηκαν πρώτα, ακολούθησαν ανταγωνιστικά και ταχύτατα σπουργίτια, ενώ οι κότες και τα κοκόρια κακάριζαν αφηνιασμένα.
-Λόγος Θείου Φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου