Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

Εορτάζοντας τον Άγιο Αθανάσιο τον Μέγα, Πολιούχο της Βαλύρας, το Σωτήριον Έτος 1965

 


                              Ι.Ν.Αγίου Αθανασίου Βαλύρας.Φωτο:καθ.Ι.Δ.Λύρας

Το απόγευμα της παραμονής της εορτής του Αγίου Αθανασίου, η Βαλύρα ήταν ανάστατη με την καθαριότητα και τακτοποίηση κάθε σημείου του χωριού, από το ασβέστωμα στα πεζούλια, το συμμάζεμα στις αυλές, αλλά και τον καθαρισμό όλων των εκκλησιών, μικρών και μεγάλων του χωριού. Οι δρόμοι έλαμπαν, τα κουρεία και τα κομμωτήρια είχαν διπλή βάρδια και τα παιδιά έτρεχαν εσπευσμένα να ανανεώσουν τα χειμωνιάτικα παπούτσια τους για να είναι έτοιμα για την παρέλαση της επόμενης ημέρας. Τα λευκά πουκάμισα , οι μπλε γραβάτες και τα παντελόνια των μαθητών, οι πλισέ φούστες των κοριτσιών και οι μπλε ζακέτες τους στέγνωναν κοντά στο τζάκι, για να φρεσκοσιδερωθούν πριν κτυπήσει η καμπάνα για τον Εσπερινό της εορτής.

Οι κοπέλες, αντάμα με τις γιαγιάδες, είχαν πιάσει δουλειά πάνω στο σκαλιστό τραπέζι του Αγίου Αθανασίου. Ταξινομούσαν τα ανθάκια που είχαν συλλέξει από τους κήπους και τους μπαξέδες και αρχινούσαν να στολίζουν το προσκυνητάρι του Αγίου Αθανασίου και της Παναγίας της εισόδου, ενώ κρατούσαν στην άκρη μέρος από τα εύοσμα άνθη τους για την εικόνα του Αγίου ,στο σκαλιστό τέμπλο του ναού.  Το ιερό τέμπλο στέκει όρθιο από το 1850 στον Άγιο Αθανάσιο, καμάρι του χωριού μας, αφού χρειάστηκαν περισσότερο από δέκα χρόνια για να το σκαλίσουν οι Λαγκαδινοί  τεχνίτες με θεία έμπνευση και να τιμήσουν οι παππούδες τον πολιούχο μας Άγιο Αθανάσιο τον Μέγα για τη προστασία, τα θαύματα και τη μεγάλη του δόξα.

Καθώς ανεβαίναμε τα σκαλιά στο προαύλιο της εκκλησίας, η γιαγιά μου κρατούσε τυλιγμένο σε άσπρη υφαντή πετσέτα ένα διπλό πρόσφορο που είχε ψήσει στον ξυλόφουρνο στην αυλή του σπιτιού της. Ήμουν δεν ήμουν επτά ετών και το μάτι μου έπιασε τον Μάκη καβαλάρη πάνω στον κοκκινοτρίχη του, να ανεβαίνει στον δρόμο προς το Μπιζάνι. Πάντοτε σταματούσα όταν τον έβλεπα, γιατί θαύμαζα το άλογο του.

-Ε! εσύ μικρή, είπε στην Ευσταθία που ερχόταν με τη μητέρα της στην εκκλησία, για έλα μια στιγμή εδώ να σου δώσω ανθάκια από τα κτήματα να τα πας στον Άγιο Θανάση.

- Όχι κοντά στο άλογο,  παρατήρησε η μητέρα της.

Ο Μάκης πλησίασε , και της πέταξε ένα μπουκετάκι με κάτασπρους γάλανθους, το όμορφο μώλυ που λύνει τα μάγια της Κίρκης και της προσκόλλησης στις ηδονές της σάρκας, που είχε μαζέψει κρυμμένο μέσα στα βάτα και στα αγκάθια, στα απάτητα σημεία, στα κτήματα της Βαλύρας.

-Στα Κουβέλια τα βρήκα, στους ελαιώνες είπε   χαρούμενος ο Μάκης, εκεί φυτρώνουν!

-Πώς το λένε αυτό το λουλούδι; ρώτησε η Ευσταθία.

-Η μάνα μου που το αγαπά, το λέει το “δάκρυ της κόρης” απάντησε ο δυνατός καβαλάρης.

-Βοήθειά σου, του ευχήθηκε η μητέρα της Ευσταθίας και ήρθαν χαρούμενες να μας συναντήσουν.

Καθώς προχωρούσαμε όλες μαζί στο προαύλιο του ναού, ρώτησα σιγανά τη σοφή μου γιαγιά:

-Γιαγιά, γιατί ο Μάκης δεν έδεσε το άλογο να έρθει ο ίδιος να προσκυνήσει τον Άγιο;

-Έχει παιδάκι μου το πρόβλημά του....

-Τι πρόβλημα έχει γιαγιά;

-Είναι ανοιχτόκαρδος, αλλά τον έχει τσακίσει η ανεφτασιά. Όλο και κοντεύει να τα καταφέρει κι όλο δεν φτάνει.

-Τι δε φτάνει γιαγιά;

-Να τυλιχτεί και να κουκουλωθεί, απάντησε η γερόντισσα χαμογελώντας, κάτω από το μαύρο τσεμπέρι της.

-Και γιατί δεν έρχεται να παρακαλέσει τον Θεό γιαγιά;

-Γιατί δεν το έχει σκεφτεί ότι μόνο ο Θεός όλα τα μπορεί, απάντησε εκείνη και μου έδειξε με το δάκτυλο να σωπάσω για να μπούμε μέσα στην εκκλησία.

Οι γυναίκες χάρηκαν όταν είδαν τον γάλανθο, άνοιξαν το δεμένο με φλούδα από βέργα ελιάς ματσάκι και το διακόσμησαν σε όλη τη περιφέρεια της εικόνας της Παναγίας και του Αγίου Αθανασίου.


                          Ο Γάλανθος της Βασίλισσας Όλγας

Ο Εσπερινός ήταν ονειρικός. Οι άγιοι στο τέμπλο ήταν σαν να είχαν βγει από τις θέσεις τους και παρίσταντο στον Σολέα. Ο σεβάσμιος πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος φώτιζε με την θεία παρουσία του την ωραία πύλη και μικροί φτερωτοί άγγελοι κατέρχονταν από τον θόλο του ναού. Εκστατική καθόμουν στα μεσαία αριστερά στασίδια με ένα τσούρμο κοριτσιών της ηλικίας μου. Δεν ήταν οι χοντρές πλεκτές, μάλλινες ζακέτες που μας ζέσταιναν, αλλά τα άγια, τα οποία μεσουρανούσαν σαν νοητός ήλιος του Καλοκαιριού , εντός του Αγίου χώρου. Όλες μαζί συνοδέψαμε τους ψάλτες στο τροπάριο του Αγίου Αθανασίου.


                      Η Ωραία Πύλη και μέρος του Τέμπλου του Αγίου Αθανασίου.Φωτο: καθ. Ι.Δ.Λύρας

Απολυτίκιο (Ἦχος γ')

Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας,

θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων

τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε·

τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον

ἀνακηρύξας κατῄσχυνας Ἄρειον.

Πάτερ Ὅσιε,
Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Αγέρωχος ο πατήρ Δημήτρης, ευχήθηκε σε όλους χρόνια πολλά .Αν και όδευε προς το βαρύ γήρας του, αφού υπηρετούσε στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου από το 1940, ως Χριστός Εσταυρωμένος στάθηκε δίπλα μας ,για το καλό όλων μας. Μετά την απόλυση μετέφερα λαδάκι πάνω σε βαμβάκι στη μητέρα μου για να μας σταυρώνει όταν αρρωσταίνουμε και στη συνέχεια έπιασα δουλειά να βερνικώσω τα μαύρα παπούτσια μου, για να είναι έτοιμα για την παρέλαση ανήμερα.

Κι ενώ όλα έβαιναν καλώς, τη νύχτα άνοιξαν οι ουρανοί, ο τόπος σείστηκε από τις βροντές και τις αστραπές, οι κεραυνοί έπεφταν βροχή και η νεροποντή δεν σταμάτησε παρά λίγο πριν τον Όρθρο.

-Αφού πετάχτηκα στον ύπνο μου μέχρι τρεις φορές τα μεσάνυχτα, σήκωσα τη μητέρα μου στο πόδι και τη ρώτησα επανειλημμένα πώς θα γίνει η γιορτή με αυτό τον κακό καιρό, “σκασμός” είπε ο πατέρας μου που ήταν πολύ κουρασμένος και τον ξύπνησα , λούφαξα κάτω από τα σκεπάσματα και έκανα τον σταυρό μου να πάρει ο Θεός το κακό και να το πάει ψηλά στα άγρια βουνά! Όμως δεν με έπαιρνε ο ύπνος από τον φόβο μου. Η μητέρα μου, ως προστάτης άγγελος, κάθισε στο προσκέφαλό μου και μου είπε την ιστορία με την Αλκυόνα που ο Θεός της χάρισε όμορφες μέρες για να επωάσει τα αβγά της πάνω στα άγρια και κρύα βράχια , και ότι πάντοτε στην ιστορία του χωριού μας ο Άγιος Αθανάσιος μας επιφυλάσσει μια όμορφη ημέρα. Να είμαι σίγουρη ότι το πρωί ο ουρανός θα είναι γυαλί!

Είχε δίκιο η μητέρα μου. Το πρωί όλα έλαμπαν. Δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι να θυμίζει το κακό της νύχτας.

Φόρεσα τα γιορτινά μου και άρχισα να τρέχω στον κατήφορο από το Μπιζάνι, μαζί με άλλα παιδιά, μέχρι το σχολείο . Προλάβαμε το κουδούνι στο παρά πέντε. Κάναμε παρέλαση μέχρι την εκκλησία και συνοδέψαμε την εικόνα του Αγίου στη λιτανεία. Ο Πρόεδρος του χωριού είχε καλέσει φιλαρμονική από τη Καλαμάτα και πλήθος κόσμου είχε προσέλθει για το προσκύνημα . Σημαντικοί εκπρόσωποι της τοπικής διοίκησης, στρατιωτικοί, αστυνομικοί και κληρικοί τίμησαν τον Πολιούχο του χωριού μας. Οι καμπάνες ηχούσαν εορταστικά αλλά και τα μάσκουλα έσκασαν, σηκώνοντας τον τόπο στον αέρα. Ίσως ήταν τότε από τις τελευταίες φορές που ο Μπατάλιας έτριψε κεραμίδι και πυροδότησε τη φλόγα της λευτεριάς, όπως οι πρόγονοί μας πριν την Επανάσταση του 1821.

Μόνο που τούτη η λευτεριά είναι για τη ψυχή, η οποία κείται δέσμια μέσα στην ύλη , αιώνες τώρα, και θέλει το εναρκτήριο λάκτισμα για να πετάξει στα ουράνια του θείου της νου.


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Ο Θεός μαζί σας!

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

17/1/2022




Δεν υπάρχουν σχόλια: