Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2025

Θηλυκός Άγιος Βασίλης

 

                                                             Φωτό: Pinterest


Αφιερωμένο στους εργοθεραπευτές, τους βοηθούς αργοναύτες στην  πλώρη της ζωής μας



Ο Γιάννης θα πατούσε στις αρχές του νέου χρόνου τα σαρανταπέντε του χρόνια και ούτε που φαινόταν φως στον ορίζοντα για να συνάψει γάμο με μια «καλή κοπέλα και νοικοκυρά», όπως ονειρευόταν η αγχωμένη μητέρα του. Κι όχι μόνο αυτό: δεν κατανοούσε την έννοια της νοικοκυροσύνης, της οργάνωσης , της τάξης στο σπίτι και τι σημαίνει    καθαριότητα.

Όταν τον επισκεπτόταν η μητέρα του —σπάνια, γιατί τον εκνεύριζε η παρεμβατική της συμπεριφορά και συνήθως δεν της  άνοιγε την πόρτα— καθόταν με τις ώρες και του τακτοποιούσε τα πράγματα. Εκείνος όμως, μη εθισμένος στην τάξη από μικρός, μέσα σε μία ώρα τα είχε κάνει όλα  ανάστατα.

— Να βρεις μια καλή κοπέλα να σε νοικοκυρέψει, του έλεγε συχνά .
— Έχω δουλειά, μητέρα. Δεν προλαβαίνω.   Τρέχουν στον υπολογιστή τα προγράμματα. Δεν υπάρχει χρόνος για παντρειά, απαντούσε λακωνικά.

Η ίδια συζήτηση επαναλαμβανόταν μονότονα και η επικοινωνία τους είχε φτάσει σε τέλμα. Έτσι, αποφάσισε   ένα συνεργείο καθαρισμού να αναλάβει την άχαρη του σπιτιού του δουλειά.  Έκτοτε, η μητέρα του απέκτησε λιγότερη πρόσβαση στο σπίτι του Γιάννη, με αποτέλεσμα η αγωνία της,  για το πώς τα καταφέρνει ο μοναχογιός της, να κορυφωθεί επικίνδυνα με ανάλογες επιπτώσεις.

Λίγο πριν από μια Πρωτοχρονιά, καθώς ο υπεύθυνος του συνεργείου πάρκαρε στην αυλόπορτα, τον σταμάτησε  ξαφνικά.

— Μην μπείτε μέσα σήμερα, του είπε σιγανά. Θα καθαρίσει αυτή εδώ η  κοπέλα. Ορίστε  τα χρήματα. Καλή Πρωτοχρονιά.

Η κυρία Αθανασία είχε προηγουμένως επισκεφθεί μια νεαρή εργοθεραπεύτρια στο γραφείο της στην Αθήνα. Της εξήγησε το πρόβλημα και την παρακάλεσε να δει τον γιο της και να αξιολογήσει την κατάστασή του, επισκεπτόμενη το σπίτι του ως καθαρίστρια. Η νεαρή επαγγελματίας δέχθηκε την πρόκληση με  χαρά.

Ο Γιάννης έμεινε έκπληκτος από τη φρεσκάδα και τη δροσιά της «νεαράς». Εκείνη τον έπεισε ότι ανέλαβε την καθαριότητα του σπιτιού του κατ’ εξαίρεση, λόγω εορτών, επειδή ο υπεύθυνος του συνεργείου βρισκόταν σε άδεια. Ο Γιάννης τη δέχτηκε, αν και επιφυλακτικά.

Καθώς η Ελίνα καθάριζε την κουζίνα, η συζήτηση κύλησε απρόσμενα ευχάριστα. Κάποια στιγμή,  ο Γιάννης ζήτησε απότομα συγγνώμη και εξαφανίστηκε για πολλή ώρα. Κλείστηκε στο μπάνιο και, με ό,τι είχε στη διάθεσή του —σφουγγάρια, υγρομάντηλα και χλωρίνη— καθάρισε αγκομαχώντας την τουαλέτα, που είχε αλλάξει χρώμα . Ντράπηκε υπερβολικά μήπως τη δει έτσι η Ελίνα ,  τον παρεξηγήσει και συμπεράνει ότι τον δέρνει η  αδιαφορία.     

Στη συνέχεια προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει, δήθεν για να τελειώσουν γρήγορα, ημέρες γιορτινές που ήταν. Όταν εκείνη έφυγε, ο Γιάννης, καταϊδρωμένος, στάθηκε για ώρα κάτω από τη ντουζιέρα, για να μην καταρρεύσει στο πάτωμα.

 Στη συνέχεια τηλεφώνησε στη μητέρα του.

— Αν ήξερα τι θα τραβούσα σήμερα με τη «νεαρά» και ότι ο καθαριστής είναι σε διακοπές, θα προτιμούσα να  καλέσω εσένα , μητέρα.
— Δηλαδή, τι έπαθες, παιδί  μου;
— Ντράπηκα που είχα αφήσει λερωμένη την τουαλέτα και ίδρωσα να την καθαρίσω για να μη με παρεξηγήσει η Ελίνα. Η ίδια μοσχοβολούσε από πάνω μέχρι κάτω αρώματα. Παραλίγο να πάθω καρδιά. Και μετά έκανα εγώ τα μισά, πόρτες και παράθυρα, για να μην την έχω εδώ μέχρι τα ξημερώματα.

Δεν πρόλαβε να κλείσει το τηλέφωνο και το κουδούνι χτύπησε επίμονα. Ήταν πάλι η Ελίνα. Είχε  ξεχάσει τα κλειδιά της. Τα βρήκαν πίσω από μια πολυθρόνα. Τον ευχαρίστησε και έφυγε βιαστικά.

Ο Γιάννης ξαναπήρε τη μητέρα του τηλέφωνο.

— Αυτά θα έχουμε τώρα; Θεέ μου, πού έμπλεξα!

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το κουδούνι χτύπησε πρωί-πρωί για τα κάλαντα. Ήταν πάλι  η επίδοξη καθαρίστρια, ντυμένη αγιοβασιλιάτικα. Μόνο που δεν του κόπηκαν τα πόδια.

— Να τα πείτε, να τα πείτε, είπε χαμογελαστά μέσα από τα δόντια του και έριξε στο πολύχρωμο κουτάκι της δύο πεντόευρα.Αλλά το άγχος δεν το άφησε να κρατήσει τα προσχήματα.
— Με συγχωρείς, Ελίνα, αλλά σήμερα έχω πολλή δουλειά, πρόσθεσε λακωνικά.

— Κανένα πρόβλημα, είπε εκείνη και  αποχώρησε γρήγορα.

Ύστερα από ατελείωτα τηλεφωνήματα και παράπονα, η μητέρα του απελπίστηκε και σταμάτησε τα «θεραπευτικά» της τεχνάσματα.

Πέρασαν μήνες και πλησίαζε το καλοκαίρι. Ο υπεύθυνος του συνεργείου χρειάστηκε να διακομιστεί στο νοσοκομείο για επέμβαση.

— Θα λείψω έναν μήνα και δεν έχω αντικαταστάτη, του είπε λυπημένα.
— Στείλε μου την κοπέλα όπως την Πρωτοχρονιά, απάντησε ο Γιάννης με σιγουριά.

Για έναν μήνα, με συχνότητα κάθε επτά ημέρες, η εργοθεραπεύτρια πήγαινε και  έκαναν μαζί το καθάρισμα.

— Το λάδι μου έχει βγάλει αυτή, μάνα μου, είπε μια μέρα, αλλά τώρα τη συνήθισα. Ανοσία έπαθα.

Όταν επέστρεψε ο καθαριστής, η Ελίνα του είπε σοβαρά:

— Καιρός να αποχαιρετιστούμε. Δεν μπορώ να κλέβω   άλλου ανθρώπου τη δουλειά. Εκτός αν θέλεις να κάνουμε μαζί κάποια άλλη δραστηριότητα.
— Σαν τι;
— Να ψωνίζουμε, να μαγειρεύουμε και να γυμναζόμαστε κολυμπώντας στη θάλασσα.

— Ωραία πρόταση, είπε ο Γιάννης, αλλά πρέπει πρώτα να ρυθμίσω τη δουλειά.
— Εντάξει. Όταν οργανώσεις τις επαγγελματικές σου υποχρεώσεις, περιμένω τηλεφώνημα.

Καθώς χτυπούσε μηχανικά τα πλήκτρα του υπολογιστή, επαναλάμβανε ασυναίσθητα: «Άλλη δραστηριότητα… άλλη δραστηριότητα…» λες και εξόρκιζε το κακό  βαθιά μέσα του.

Λίγο αργότερα τηλεφώνησε στη μητέρα του και της ανακοίνωσε πράγματα απίστευτα.

— Μητέρα, έχω αποξενωθεί από τον κόσμο και νομίζω πως χρειάζομαι στη ζωή μου μια γυναίκα.

Η εργοθεραπεύτρια  δεν ήταν τελικά η γυναίκα  της ζωής του. Ήταν όμως εκείνη που τον επανένταξε κοινωνικά,   ύστερα από αρκετά  χρόνια απομόνωσης και αποξένωσης. Τη σύντροφό του τη γνώρισε δύο καλοκαίρια αργότερα : μια ευγενική κοπέλα, μεγαλωμένη σε ορφανοτροφείο, που ζούσε μόνη και ασκούσε το ίδιο επάγγελμα, βρήκαν ο ένας τον άλλο καθώς κολυμπούσαν στου Παλαιού Φαλήρου τα γαλάζια νερά.

-Λόγος Θείου Φωτός

Δεν υπάρχουν σχόλια: