Φωτογραφίες: Pinterest
Η Αννούλα, σήμερα εβδομήντα χρονών, θυμόταν αμυδρά τον εαυτό της στα τρία της χρόνια — περισσότερο ως αίσθηση παρά ως εικόνα. Από τότε όμως είχε μείνει χαραγμένη μέσα της μια παράξενη αντίδραση, ακατανόητη για τους γονείς της και ανείπωτη για την ίδια.
Κάθε φορά που κάποιο χέρι πλησίαζε το κεφάλι της για χάδι, λούσιμο ή χτένισμα, το μικρό κορμί της τιναζόταν σαν τρομαγμένο πουλί. Έκλαιγε σπαρακτικά, αντιστεκόταν με όση δύναμη μπορούσε, και μέσα στα δάκρυα ψιθύριζε μόνο δυο λέξεις, επίμονα, σχεδόν ικετευτικά:
— Μη… μη… θα πετάξει το μαντηλάκι μου…
Μα μαντήλι δεν φορούσε. Και τα μαντήλια, όπως ήξεραν όλοι, δεν πετούσαν. Έτσι οι μεγάλοι χαμογελούσαν συγκαταβατικά. Υπέθεταν πως ήταν ευαίσθητο παιδί, πως την πονούσε το κεφάλι της, πως οι παλιές, σκληρές χτένες της εποχής τής προκαλούσαν πόνο. Κανείς δεν στάθηκε στη λέξη «πετάξει».
Τα χρόνια πέρασαν. Η Αννούλα μεγάλωσε και μαζί της μεγάλωσε κι εκείνη η ερμηνεία: «Έχω ευαίσθητο κεφάλι». Έτσι το πίστεψε κι η ίδια. Διάλεγε αγνά σαπούνια, απέφευγε τα συχνά κουρέματα, δεν πείραζε τα μαλλιά της με βαφές. Ώσπου γνώρισε τον Νίκο.
Ο έρωτας, όπως συμβαίνει συχνά, σκέπασε τις λεπτές εσωτερικές φωνές. Για χάρη του πήγαινε στο κομμωτήριο, άλλαζε χτενίσματα, δεχόταν πρόθυμα ό,τι παλιότερα την αναστάτωνε. Πολλοί κομμωτές πέρασαν από το κεφάλι της, χωρίς ερωτήσεις. Ήρθαν παιδιά: ο Διονύσης και η μικρή Ρηνούλα.
Και τότε, σαν να άνοιξε ένας παλιός κύκλος.
Όταν η Ρηνούλα έφτασε στην ίδια ηλικία —τριών ετών— άρχισε να αντιδρά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Κλάματα, διαμαρτυρία, άρνηση. Η Αννούλα πάγωσε. Δεν μπορούσε πια να αποδώσει το φαινόμενο σε απλή «ευαισθησία».
Ώσπου, ένα απόγευμα, στα έξι της χρόνια, καθώς έλουζε τα μαλλιά της, το παιδί αναφώνησε με αγωνία:
— Σιγά, μαμά! Δεν βλέπεις το πουλάκι που κάθεται πάνω στο κεφάλι μου; Θέλεις να πετάξει μακριά; Και τότε ποιος θα μου κρατάει συντροφιά τη νύχτα; Ποιος θα με ζεσταίνει όταν κρυώνω;
Η νεαρή μητέρα έμεινε άφωνη. Ο χρόνος λύγισε. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε —όχι με το μυαλό, αλλά με όλο της το είναι— τις παιδικές της νύχτες. Τις σιωπηλές συνομιλίες με ένα αόρατο πλάσμα πάνω στο κεφάλι της. Μόνο που τότε πίστευε πως η φωνή ερχόταν από μέσα της.
Σήκωσε ασυναίσθητα το δικό της κεφάλι, σαν να αφουγκραζόταν. Και τότε, μέσα στη σιωπή, άκουσε:
— Εδώ είμαι… και έχω τραβήξει τα πάνδεινα.
— Τι σου έκανα; ρώτησε χωρίς λέξεις.
— Με έπνιξες με μπογιές, με λάκ, με ζελέ. Κι ακόμα χειρότερα… με άφησες γυμνό. Με κυκλοφορείς ακάλυπτο. Όλοι με βλέπουν!
Η Αννούλα αγκάλιασε τη Ρηνούλα σφιχτά. Στέγνωσε απαλά τα μαλλιά της και τύλιξε το κεφαλάκι της με ένα ζεστό μαντηλάκι.
— Ρηνούλα μου, ψιθύρισε, δεν μπορούμε αλλιώς. Στενοχωριέται το πουλάκι όταν είναι γυμνό πάνω στα κεφάλια μας.
Η Αννούλα και η Ρηνούλα δεν είναι εξαιρέσεις. Έτσι ένιωθαν και οι γιαγιάδες μας. Πως χωρίς κάλυμμα στο κεφάλι δεν στεκόταν γυναίκα με σεβασμό ενώπιον του Χριστού.
Μόνο που, στη νεότερη Ελλάδα, το πουλάκι πέταξε ανεπιστρεπτί.
Πότε και γιατί χάθηκε το μαντήλι στην Ελλάδα
Εισαγωγή
— Μη… μη… θα πετάξει το μαντηλάκι μου…
— Σιγά, μαμά! Δεν βλέπεις το πουλάκι που κάθεται πάνω στο κεφάλι μου; Θέλεις να πετάξει μακριά; Και τότε ποιος θα μου κρατάει συντροφιά τη νύχτα; Ποιος θα με ζεσταίνει όταν κρυώνω;
— Εδώ είμαι… και έχω τραβήξει τα πάνδεινα.
— Ρηνούλα μου, ψιθύρισε, δεν μπορούμε αλλιώς. Στενοχωριέται το πουλάκι όταν είναι γυμνό πάνω στα κεφάλια μας.
Το μαντήλι στο κεφάλι της γυναίκας υπήρξε για αιώνες αυτονόητο στοιχείο της ελληνικής ζωής – εκκλησιαστικής, κοινωνικής και οικογενειακής. Δεν ήταν απλώς ένδυμα, αλλά φορέας νοήματος: σεμνότητα, ταπείνωση, σεβασμός προς τον Θεό και την κοινότητα. Η σταδιακή εγκατάλειψή του δεν υπήρξε αποτέλεσμα μίας μόνο αιτίας ή στιγμής, αλλά καρπός μακράς ιστορικής διεργασίας. Το ερώτημα «πότε και γιατί χάθηκε το μαντήλι» είναι, στην ουσία του, ερώτημα για τις βαθιές μεταβολές της νεοελληνικής κοινωνίας.
1. Το μαντήλι στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία
Μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, το μαντήλι αποτελούσε καθολική πρακτική:
- Στην ύπαιθρο και στις πόλεις, οι έγγαμες γυναίκες σχεδόν πάντοτε κάλυπταν την κεφαλή τους (Α΄ Κορινθίους 11:5-6). Ο Απόστολος Παύλος σημειώνει ότι η ακάλυπτη γυναίκα κατά την προσευχή ή την προφητεία «καταισχύνει την κεφαλή της». Αυτό σημαίνει πως η εξωτερική ενέργεια της κάλυψης εκφράζει την εσωτερική στάση σεμνότητας και τάξεως προς τον Θεό.
Στον ναό, η κάλυψη θεωρούνταν αυτονόητη έκφραση ευλάβειας.
Η ακάλυπτη κεφαλή συσχετιζόταν κυρίως με την παιδική ηλικία ή με καταστάσεις κοινωνικής αταξίας.
Η πράξη αυτή δεν επιβαλλόταν συνήθως με γραπτούς κανόνες· μεταδιδόταν βιωματικά, ως μέρος της συλλογικής ταυτότητας.
2. Εκκλησιαστική συνείδηση και πατερική παράδοση
Η Εκκλησία, από τους αποστολικούς χρόνους, παρέλαβε την κάλυψη της κεφαλής ως έκφραση τάξεως και σεμνότητας κατά την προσευχή. Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου δεν εκλήφθηκε ως παροδική σύσταση, αλλά ως ένδειξη της εσωτερικής στάσεως της ψυχής (Α΄ Κορινθίους 11:2-16).
Στο κείμενο αυτό, ο Παύλος εξηγεί ότι η κεφαλή της γυναίκας συμβολίζει την υποταγή και την τιμή προς τον Θεό, ενώ η κάλυψη κατά την προσευχή ή τη διδασκαλία είναι εξωτερική έκφραση αυτής της πνευματικής αλήθειας. Παράλληλα, επισημαίνει ότι ο άνδρας έχει κεφαλή τον Χριστό και η γυναίκα τον άνδρα της, και ότι δεν τιμά τον άνδρα της, αλλά είναι σαν εκείνη που έχει ατιμάσει τον εαυτόν της ξυρίζοντας το κεφάλι της.
Στη συνείδηση των πιστών, το μαντήλι:
Δεν υποβίβαζε τη γυναίκα, αλλά φανέρωνε την ελευθερία της να προσφέρει τον εαυτό της στον Θεό με ταπείνωση.
Λειτουργούσε ως σιωπηλή ομολογία πίστεως. Στο πλαίσιο αυτό, στις Πράξεις 17:11 αναφέρεται ότι οι Βεροιείς «δεν δέχονταν τυφλά τα λεγόμενα αλλά εξέταζαν καθημερινά τις γραφές για να δουν αν ήταν αληθινά». Αυτό διδάσκει τη σημασία της προσωπικής μελέτης και του ελέγχου της πίστης, όπως και την εξέταση της εξωτερικής έκφρασης της σεμνότητας. Στην προς Ρωμαίους επιστολή 12:1 προσθέτει ο Απόστολος Παύλος: «Παρακαλώ σας, αδελφοί, να προσφέρετε τα σώματά σας ως ζωντανή θυσία, αγία και ευάρεστη στον Θεό, ως τη λογική λατρεία σας», δείχνοντας ότι κάθε πνευματική πράξη, ακόμη και η κάλυψη της κεφαλής, συνδέεται με την προσφορά του εαυτού στον Θεό.
Το Ευαγγελιστής Ματθαίος 6:5-6 διδάσκει να προσευχόμαστε ταπεινά, χωρίς επίδειξη, λέγοντας: «Όταν προσεύχεστε, μη γίνεστε όπως οι υποκριτές, αλλά προσεύχεστε στον κρυφό σας τόπο». Αυτό τονίζει ότι η ταπείνωση και η εσωτερική στάση είναι καθοριστικές και η κάλυψη της κεφαλής αποτελεί φυσική εξωτερική έκφραση αυτής της στάσης.
3. Οι πρώτες ρωγμές (τέλη 19ου – αρχές 20ού αιώνα)
Η πρώτη υποχώρηση της πρακτικής εμφανίζεται στα αστικά κέντρα:
Η είσοδος δυτικών προτύπων ένδυσης και ήθους.
Η σύνδεση της «προόδου» με την απομάκρυνση από την παράδοση.
Η σταδιακή μετατόπιση της θρησκευτικής ζωής από το κοινοτικό στο ιδιωτικό επίπεδο.
Το μαντήλι αρχίζει να θεωρείται «χωριάτικο» ή «παλαιομοδίτικο», χωρίς όμως να εγκαταλείπεται ακόμη μαζικά.
4. Μεσοπόλεμος και μεταπολεμική περίοδος: η καμπή
Ο Μεσοπόλεμος και κυρίως η περίοδος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σηματοδοτούν καθοριστική αλλαγή:
Η αστικοποίηση και η εσωτερική μετανάστευση αποκόπτουν τους ανθρώπους από τα παραδοσιακά πλαίσια.
Τα νέα μέσα ενημέρωσης (κινηματογράφος, περιοδικά) προβάλλουν το ακάλυπτο κεφάλι ως σύμβολο νεοτερισμού.
Η εκπαίδευση υιοθετεί συχνά ένα θρησκευτικά ουδέτερο ή σιωπηρά εκκοσμικευμένο ήθος.
Το μαντήλι αρχίζει να περιορίζεται στις μεγαλύτερες ηλικίες και στην ύπαιθρο.
5. Η δεκαετία του 1960–1970: από την αμφισβήτηση στην εγκατάλειψη
Κατά τις δεκαετίες αυτές:
Η γενικευμένη πολιτισμική αμφισβήτηση αγγίζει και τις εκκλησιαστικές πρακτικές.
Η κάλυψη της κεφαλής παρουσιάζεται ως «καταπίεση» ή «αναχρονισμός».
Η Εκκλησία, σε πολλές περιπτώσεις, σιωπά ποιμαντικά, χωρίς να καλλιεργεί συνειδητή κατανόηση του νοήματος της παραδόσεως.
Έτσι, το μαντήλι παύει να είναι κοινή πρακτική ακόμη και εντός του ναού.
6. Γιατί χάθηκε τελικά το μαντήλι
Συνοψίζοντας, η απώλεια του μαντηλιού οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων:
Εκκοσμίκευση: αποδυνάμωση της εκκλησιαστικής συνείδησης, καθώς η έμφαση μετατοπίστηκε από την πνευματική στάση στην εξωτερική εμφάνιση.
Πολιτισμική μίμηση της Δύσης: υιοθέτηση εξωτερικών προτύπων χωρίς διάκριση.
Ρήξη της παραδόσεως: διακοπή της βιωματικής μεταδόσεως από γενιά σε γενιά (2 Τιμόθεο 1:5), όπου ο Παύλος υπενθυμίζει την αξία της πίστης που μεταδίδεται από τους προγόνους.
Ποιμαντική σιωπή: έλλειψη ερμηνείας του «γιατί», όχι απλώς του «πρέπει».
7. Επίλογος – όχι νοσταλγία, αλλά επίγνωση
Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι η εξωτερική επιβολή ενός ενδύματος, αλλά η αποκατάσταση της νοήσεως της παραδόσεως. Το μαντήλι δεν ανήκει στο παρελθόν ως μουσειακό κατάλοιπο, αλλά ως σημείο μιας πνευματικής στάσεως που μπορεί να ανακτηθεί ελεύθερα και συνειδητά.
Η επιστροφή στο νόημα προηγείται πάντοτε της επιστροφής στην πράξη. Όπου αναγεννάται η εκκλησιαστική συνείδηση, εκεί η παράδοση βρίσκει ξανά τη φυσική της θέση — όχι ως βάρος, αλλά ως ευλογία.
-Λόγος Θείου Φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου