Φωτό: Pinterest
«Ένα δεντράκι μόνο», είπε εκείνη. «Να νιώσει το παιδί καλά.»
Στο πολυκατάστημα, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στέκονταν παραταγμένα σαν στρατιωτάκια στη σειρά . Φώτα που αναβόσβηναν, λαμπάκια που έσταζαν χρώμα, ψεύτικο χιόνι που γυάλιζε. Η μυρωδιά του πλαστικού ανακατευόταν με μουσική από χαρούμενα Χριστούγεννα.
Ο Γιώργος έσκυψε να δει την τιμή. Το στομάχι του δέθηκε κόμπος και παρέμεινε ενεός με το στόμα ορθάνοιχτο. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, έδειξε στο παιδί μια σειρά από στολίδια λαμπερά και πολύχρωμα, σε μία απόμακρη του καταστήματος γωνιά.
«Κοίτα εδώ», είπε η Μαρίνα λίγο αργότερα. «Ένα μέτρο και είκοσι… μόνο σαράντα ευρώ.»
«Στολίζεται άνετα», ακούστηκε η φωνή της καθαρίστριας, που ήταν σκυμμένη επιμελώς πάνω από την επαγγελματική της σφουγκαρίστρα . «Με λαμπάκια πολύχρωμα στολίζεται μια χαρά ».
Στο σπίτι, η Μαρίνα έφερε ένα παλιό κουτί. Μύριζε χρόνο, μνήμες και παιδικά Χριστούγεννα. Ήταν από το καλό δέντρο της μητέρας της με τα βαριά στολίδια, εκείνο που είχε καεί πριν από δύο χρόνια, είχε διαλυθεί από τον καιρό και έγινε στην αυλή παρανάλωμα πυρός.
Η Αναστασία διάλεγε στολίδια με προσοχή. Τα μικρά της δάχτυλα πάλευαν με τα κλαδιά. Άλλα στολίδια λύγιζαν, άλλα έπεφταν και έσπαγαν με έναν κρότο στα πλακάκια που έμοιαζε να σκοτώνει τη χαρά.
«Γιώργο…» είπε η Μαρίνα σιγανά. «Χρειαζόμαστε μικρά στολίδια.»
«Κι άλλα έξοδα;» απάντησε κοφτά. «Φτιάξτε χάρτινα.»
Η σιωπή έπεσε βαριά. Η Αναστασία άφησε το κουτί, σύρθηκε στο κρεβάτι και κρύφτηκε λυπημένη κάτω από τα σκεπάσματα.
«Γιώργο…» επέμεινε η Μαρίνα. «Χρειαζόμαστε άλλα στολίδια. Πιο μικρά.»
Ύστερα, η ενοχή τον χτύπησε σαν ρεύμα.
Δεν είμαι κακός πατέρας, σκέφτηκε. Απλώς δεν τα βγάζω πέρα.
«Πάω μια βόλτα», είπε κοφτά και έφυγε γρήγορα, όχι για να δραπετεύσει, αλλά για να μη λυγίσει μπροστά στη γυναίκα του και μειωθεί ο ανδρισμός του.
Η Μαρίνα έμεινε μόνη. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Μετά από λίγη ώρα άκουσε μια γνώριμη φωνή στης κουζίνας τα παραθυρόφυλλα: Ήταν η γιαγιά Κυριακή, η υπέργηρη , καλή της γειτόνισσα.
«Μαρίνα μου; Είσαι μέσα;»
Η Μαρίνα έτρεξε και της άνοιξε την πόρτα, λες και την περίμενε ως μεγάλη προστασία και Χριστού βοήθεια.
Η γιαγιά Κυριακή μπήκε αργά, ακουμπώντας στο μπαστούνι της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο μισοστολισμένο δέντρο και οι αισθητήρες της συνέλαβαν το πρόβλημα.
«Πες μου», είπε ήρεμα.
Η Μαρίνα μίλησε για τα χρήματα, για τον Γιώργο, για το παιδί, για τη σιωπή που είχε πέσει στο σπίτι, για της ψυχής της τα βάσανα.
Όταν ο Γιώργος γύρισε, είδε φως, γέλια, το μικρό δέντρο είχε γεμίσει χρώματα.
Η Αναστασία χοροπηδούσε. Η Μαρίνα τον κοίταξε ικανοποιημένη.
-Λόγος Θείου Φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου