Φωτό: ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται στην προπολεμική Ήπειρο και είναι γραμμένο από την κα Ελευθερία Λάππα όπως αναρτήθηκε στις σελίδες "H ΖΩΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ" και "ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ", στο Facebook στην τοπική διάλεκτο. Η αφήγηση μεταφέρει τις αναμνήσεις μιας ηλικιωμένης αγρότισσας για τα Χριστούγεννα της παιδικής της ηλικίας.
Επειδή ο λόγος δεν ήταν εύκολα κατανοητός από τον σύγχρονο αναγνώστη, το κείμενο μετατράπηκε στη Νέα Ελληνική, διατηρώντας όμως το νόημα, το συναίσθημα και την αυθεντικότητα της αφήγησης.
Ακολουθεί η αφήγηση:
Εμείς, παιδί μου, εκείνον τον καιρό δεν είχαμε πολλά πράγματα να βάλουμε στο τραπέζι για να μαζευτεί η οικογένεια και να φάει μια μπουκιά τις χριστουγεννιάτικες μέρες.
Είχαμε μεγάλη φτώχεια, αλλά ήμασταν αγαπημένοι.
Δεν είχαμε στολισμένα δέντρα ούτε ρούχα που να αστράφτουν.
Αυτά τα λαμπερά ήρθαν από αλλού, δεν είναι δικά μας.
Εμείς είχαμε δυο-τρεις αλλαξιές ρούχα και αυτές μπαλωμένες.
Μόνο τα ρούχα της γιορτής ήταν χωρίς μπαλώματα και τα φυλάγαμε σαν τα μάτια μας.
Τα είχαμε διπλωμένα στο μπαούλο χωρίς τσακίσεις.
Δεν ξέραμε εμείς από μελομακάρονα και κουραμπιέδες.
Μία κότα σφάζαμε και τη βάζαμε στο τραπέζι πάνω στο ταψί και γύρω γύρω καθόμασταν όλοι και τρώγαμε από το ίδιο ταψί.
Και μαλώναμε ποιος θα φάει περισσότερο.
Και έπαιρνε η γιαγιά το μαχαίρι και μας χάραζε σύνορα, και αν τα περνούσαμε μέναμε νηστικοί.
Εμείς, παιδί μου, επιδόρπια δεν ξέραμε τι είναι.
Τα «τσόλια του Χριστού» φτιάχναμε και τα ζεματίζαμε με νερό.
Ρίχναμε και λίγη ζάχαρη, καρύδια τριμμένα, κανέλλα και γλύκαινε ο λαιμός μας.
Αλλά επιδόρπιο δεν το λέγαμε.
Τσόλια το λέγαμε. Τα τσόλια (σπάργανα) του Χριστού.
Και είχαν μια νοστιμιά…
Δεν είχαμε εμείς νύχια σαν τσαπιά.
Θα χάναμε το μισό ψωμί, θα έμενε κάτω από τα νύχια, και μισό ψωμί είναι μισό καρβέλι.
Ένα καρβέλι τη βδομάδα και δεν μας έφτανε· κόβαμε κι άλλο ένα για να φάμε το μεσημέρι.
Και τώρα έχουν νύχια σαν τσαπιά.
Μήπως να σκάβουν κιόλας;
Αυτά είναι σαν τα ξυστράκια που είχαμε για τα άλογα.
Πώς γλιτώνουν τα μάτια τους και δεν τα βγάζουν, δεν ξέρω έτσι όπως είναι…
Ούτε σκουλαρίκια στη μύτη είχαμε.
Εμείς στις βαφτίσεις βάζαμε έναν κρίκο στο αυτί και όταν ρωτούσα γιατί, δεν μου έλεγαν.
Αγαπούσαμε τα Χριστούγεννα και βγαίναμε και φωνάζαμε από μακριά και ευχόμασταν ο ένας στον άλλον.
Δεν είχαμε κουδούνια.
Βγαίναμε στο μπαλκόνι και φωνάζαμε και η φωνή ήταν καμπάνα.
Έφτανε το μήνυμα σε όλη τη γειτονιά και καμιά φορά και στο διπλανό χωριό.
Και καθόμασταν το βράδυ όλοι μαζεμένοι γύρω από το τζάκι και μας κάπνιζε η καμινάδα και μας έκαιγαν τα μάτια από τον καπνό.
Οι μεγάλοι μας έλεγαν ιστορίες.
Μας έλεγαν για τον γκιώνη που ούρλιαζε και φώναζε ένα όνομα.
Μας έλεγαν για καλικάντζαρους και για βοσκούς που είχαν τα γίδια στα βουνά και οι λύκοι τα έτρωγαν και καμιά φορά κι αυτούς.
Εμείς Σταχτοπούτα και Γοβάκι δεν ξέραμε, μόνο να καθαρίζουμε τη στάχτη χωρίς φτυάρι.
Ούτε τη Χιονάτη ξέραμε. Μόνο τις χιονίστρες στα πόδια μας.
Εμείς δεν είχαμε κακίες και ζήλιες. Τι να ζηλέψουμε;
Χιονίστρες είχαμε όλοι.
Μια κότα στο ταψί, στο τραπέζι όλοι μαζί, αυτό είχαμε τα Χριστούγεννα, και όλοι τρώγαμε τα τσόλια του Χριστού.
Και για την Πρωτοχρονιά, όλες οι νοικοκυρές έφτιαχναν βασιλόπιτα.
Κι αν δεν είχαμε να βάλουμε μέσα νόμισμα, πλέναμε καλά ένα μικρό πετραδάκι, το τυλίγαμε με ασημόχαρτο από τα τσιγάρα και ήταν το τυχερό όποιου το έβρισκε.
Και κάναμε και τον καλύτερο ύπνο, όλοι μαζί, δίπλα στο τζάκι, πάνω στα στρωσίδια.
Εμείς τα νιώθαμε τα Χριστούγεννα!
Τα νιώθαμε ως το μεδούλι μας!
Αγκαλιαζόμασταν με τους συγχωριανούς μας και λέγαμε ευχές αληθινές!
Τα ζήσαμε, παιδί μου, τα Χριστούγεννα!
Τα ζήσαμε!
Χριστούγεννα, όχι ψευτιές.
Τα "Τσόλια" του Χριστού
Τα «τσόλια του Χριστού» είναι ένα απλό, χριστουγεννιάτικο γλύκισμα της προπολεμικής Ηπείρου, φτιαγμένο με ελάχιστα υλικά, κυρίως αλεύρι, νερό και αλάτι, χωρίς ψήσιμο στον φούρνο, αλλά επάνω σε καυτή πέτρα, ή στο τηγάνι όπως οι κρέπες σήμερα. Δεν θεωρείτο «επιδόρπιο» με τη σύγχρονη έννοια, αλλά ένα γλυκό της ανάγκης και της γιορτής, συνδεδεμένο αποκλειστικά με τα Χριστούγεννα. Παρότι απλά και λιτά, τα τσόλια του Χριστού είχαν ιδιαίτερη συναισθηματική αξία, καθώς συμβόλιζαν τα φτωχικά σπάργανα που τύλιξαν τον Χριστό, τη χαρά της γιορτής, τη μοιρασιά και την ικανότητα των ανθρώπων να δημιουργούν στιγμές ευτυχίας ακόμη και μέσα στη φτώχεια.
Τα τσόλια ή σπάργανα του Χριστού – Παραδοσιακή συνταγή
Υλικά
Για το σιρόπι:
-
4 κούπες νερό
-
1 κιλό ζάχαρη
-
1 ξύλο κανέλλας
-
Χυμός από 1/2 λεμόνι
Εκτέλεση
-
Ζύμη και ψήσιμο:
Ανακατεύουμε το νερό με λίγο αλάτι σε μια λεκάνη και προσθέτουμε αλεύρι όσο πάρει για να γίνει ένας παχύρρευστος χυλός, σαν για κρέπες.
Ψήνουμε σε λεπτές και μεγάλες πίτες στο τηγάνι. Αφήνουμε τις πίτες να κρυώσουν και τις φυλάσσουμε για μία ημέρα, διαχωρισμένες με λαδόκολλα.
-
Γέμιση:
Την επόμενη μέρα ανακατεύουμε τριμμένα καρύδια, κανέλλα και, αν θέλουμε, σταφίδες.
-
Συναρμολόγηση:
Τοποθετούμε σε στρογγυλό ταψί μία πίτα κάθε φορά και πασπαλίζουμε με το μείγμα καρυδιών.
Στο τέλος, πασπαλίζουμε και την επιφάνεια του γλυκού.
-
Κοπή:
Κόβουμε το γλυκό σε κομμάτια για καλύτερη απορρόφηση του σιροπιού.
-
Σιρόπιασμα:
Σε κατσαρόλα βράζουμε το νερό με τη ζάχαρη, το ξύλο κανέλλας και τον χυμό λεμονιού για να φτιάξουμε καυτό σιρόπι.
Περιχύνουμε το γλυκό με το καυτό σιρόπι, σκεπάζουμε καλά με λαδόκολλα και αφήνουμε να απορροφηθεί.
-
Σερβίρισμα:
Καταναλώνουμε τα τσόλια του Χριστού όταν είναι κρύα, ιδανικά τη μέρα των Χριστουγέννων.
Ανάλυση – Τι μας διηγείται η γιαγιά
Στην ιστορία αυτή, η γιαγιά μάς μεταφέρει στην προπολεμική Ήπειρο και μας αφηγείται τα Χριστούγεννα όπως τα έζησε η ίδια ως παιδί. Μέσα από τις αναμνήσεις της αναδεικνύεται η φτώχεια της εποχής, αλλά ταυτόχρονα και ο πλούτος των ανθρώπινων σχέσεων και συναισθημάτων.
Η γιαγιά περιγράφει μια ζωή λιτή και δύσκολη:
δεν υπήρχαν στολισμένα δέντρα, λαμπερά ρούχα, γλυκά ή πλούσια φαγητά. Ένα καρβέλι ψωμί έπρεπε να φτάσει για πολλές μέρες και ένα μόνο κοτόπουλο αρκούσε για όλη την οικογένεια. Τα ρούχα ήταν λίγα και μπαλωμένα, ενώ οι χαρές απλές και περιορισμένες.
Παρά τη φτώχεια, όμως, η αφήγηση δεν είναι γεμάτη παράπονο. Αντίθετα, κυριαρχεί η αγάπη, η συντροφικότητα και το αίσθημα της κοινότητας. Η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το ίδιο τραπέζι, έτρωγε από το ίδιο ταψί και μοιραζόταν τα πάντα. Οι γιορτές αποκτούσαν νόημα όχι από την αφθονία, αλλά από το ότι όλοι ήταν μαζί.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Τα απλά γλυκίσματα, τα «τσόλια του Χριστού», το πετραδάκι στη βασιλόπιτα αντί για νόμισμα, οι φωνές αντί για καμπάνες, δείχνουν πώς οι άνθρωποι προσαρμόζονταν στις δυσκολίες χωρίς να χάνουν το γιορτινό πνεύμα.
Η γιαγιά θυμάται επίσης τις βραδινές συγκεντρώσεις γύρω από το τζάκι, τις ιστορίες με καλικάντζαρους και στοιχειά, αλλά και την απουσία παραμυθιών όπως η Σταχτοπούτα ή η Χιονάτη. Τα παιδιά μεγάλωναν μέσα στη σκληρή πραγματικότητα, αλλά και μέσα στη φαντασία που γεννούσαν οι αφηγήσεις των μεγάλων.
Στο τέλος, το πιο δυνατό μήνυμα του κειμένου είναι ότι τα Χριστούγεννα τότε βιώνονταν αληθινά. Δεν ήταν γιορτή κατανάλωσης, αλλά γιορτή ψυχής. Η γιαγιά τονίζει πως οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν, αντάλλασσαν ευχές με ειλικρίνεια και ένιωθαν τη γιορτή «ως το μεδούλι τους».
Καλά Χριστούγεννα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου