Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2025

Το δώρο της Πρωτοχρονιάς

                                      
                                                                    Φωτό: Pinterest

 



Η Μαριάνθη ήταν η τρίτη κόρη της κυρίας Χαριτίνης. Ζούσαν φτωχικά στα περίχωρα στην Καλαμάτα , στα χρόνια τα λιτά και σιωπηλά της δεκαετίας του 1950, τότε που η Μαριάνθη πλησίαζε τα δέκα της χρόνια, και η παιδική καρδιά μάθαινε νωρίς τι θα πει ανάγκη και τι θα πει αξιοπρέπεια.

Κάθε χρόνο, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, οι τρεις αδελφές κατέβαιναν στο κατώγι. Άνοιγαν τα παλιά αμερικάνικα μπαούλα, που μύριζαν χρόνο και ναφθαλίνη, και διάλεγαν φορέματα. Η μητέρα τους, σκυμμένη στη ραπτομηχανή, τα μεταποιούσε με υπομονή για τη γιορτή. Οι δύο μεγαλύτερες αποφάσιζαν γρήγορα· ύστερα άφηναν τη Μαριάνθη μόνη, να ψαχουλεύει με τις ώρες. Άγγιζε τα υφάσματα, τα δίπλωνε ξανά, τα κοιτούσε σαν να περίμενε να της  μιλήσουν εκείνα πρώτα , "εδώ είμαστε για σένα".

Εκείνη τη χρονιά, όμως, η απογοήτευση ήταν βαριά. Τα φορέματα ήταν για μεγαλύτερες κοπέλες· όσα της έκαναν ήταν φθαρμένα, με μπαλώματα προσεκτικά κρυμμένα. Η Μαριάνθη δεν βρήκε τίποτα που να την ευχαριστεί. Ένα αναστεναγμός της ξέφυγε. Έκλεισε βιαστικά την πόρτα του κατωγιού, για να μη δει η μητέρα της τη λύπη της και πικραθεί άδικα.

Μα το μητρικό ένστικτο δεν το ξεγελάς εύκολα. Η κυρία Χαριτίνη τη βρήκε λίγο αργότερα, κουλουριασμένη κάτω από τα παπλώματα, με μάτια  κατακόκκινα.

—Τι έγινε, Μαριάνθη μου; Γιατί τόσο παράπονο; Τίποτα δεν βρήκες στα μπαούλα που είναι γεμάτα ρούχα;

Η μικρή δεν απάντησε. Άκουγε σιωπηλά το παράπονο της μητέρας της, που πάλευε με τρύπια παπούτσια, ενώ το παιδί της  ήθελε καινούριο φόρεμα.

—Δεν θέλω καινούρια ρούχα, είπε τελικά, με φωνή πνιγμένη μέσα στα δάκρυα. Θα φορέσω τη φούστα που βάζω τις Κυριακές στην εκκλησία.

Όταν η μητέρα έφυγε για τις αγροτικές δουλειές, η μεγαλύτερη αδελφή ξεφύλλιζε ένα φιγουρίνι  στην κουζίνα. Μάζευε όλο τον χρόνο λίγα-λίγα χρήματα, για να τα δώσει κάποτε στην κυρία Αθανασία, τη μοδίστρα του χωριού, να της ράψει καινούρια ρούχα. Η Μαριάνθη πλησίασε. Τα σχέδια άστραφταν μπροστά της, κι ένα μικρό φόρεμα τής φάνηκε λες και είχε ραφτεί για  να χωθεί η ίδια μέσα.

Η μητέρα της, παρότι είχε ραπτομηχανή, ήταν αυτοδίδακτη. Μεταποιήσεις ήξερε να κάνει· την τέχνη της κοπτικής όχι. Στο σπίτι υπήρχαν παλιές εφημερίδες του παππού, για προσάναμμα στο τζάκι. Η Μαριάνθη άπλωσε μερικά φύλλα στο τραπέζι της κουζίνας. Με έναν ξύλινο χάρακα και ένα στυλό άρχισε να μετρά, να χαράζει, να  κόβει πατρόν. Ύστερα έτρεξε στο κατώγι, βρήκε μια παλιά μακριά φούστα, σχισμένη, με μπόλικη σούρα. Την άνοιξε και κάρφωσε επάνω της  τα παιδικά της  τολμήματα.

  Όμως δίστασε, και δίκαια. Κι αν δεν είναι σωστά τα μέτρα; σκέφτηκε. Πώς θα ξέρω;
Μάζεψε το ύφασμα και τις εφημερίδες σε μια πάνινη τσάντα και πήρε τον δρόμο για να συναντήσει την κυρία Αθανασία.

—Δεν έχω χρήματα να σας πληρώσω, της είπε. Μα αν μπορώ να σας φανώ χρήσιμη σε κάτι, κι εσείς να με βοηθήσετε να φτιάξουμε αυτό το φόρεμα…

Η μοδίστρα κατάλαβε. Δεν την προσέβαλε.  

—Έχω πολλή δουλειά αυτές τις μέρες. Αν όμως με βοηθάς— ξηλώνεις τρυπώματα,  μαζεύεις καρφίτσες και κουρελάκια,  ετοιμάζεις ένα ζεστό ρόφημα—θα βρούμε Μαριάνθη χρόνο και για το δικό  σου φόρεμα. Χωρίς χρήματα.

—Μπορώ!  αναφώνησε η Μαριάνθη, έλαμψε το πρόσωπό της και αναπτερώθηκε μέσα της η ελπίδα.

Δούλεψε όλες τις διακοπές των Χριστουγέννων. Τα Χριστούγεννα φόρεσε τη σεμνή Κυριακάτικη φούστα. Μα την Πρωτοχρονιά και των Φώτων, η κυρία Αθανασία της παρέδωσε το φόρεμα μέσα σε όμορφο κουτί, με φιόγκο και κορδέλες. Όλοι το θαύμασαν.

—Το κέρδισε με την αξία της, είπε αργότερα στη μητέρα της, όταν συναντήθηκαν στην πλατεία.

Μα το μεγαλύτερο δώρο δεν ήταν το φόρεμα. Η Μαριάνθη έμαθε να παίρνει μέτρα, να υπολογίζει, να κόβει πατρόν. Πάλεψε με το γαζί—εκείνο το ίσιο γαζί που θέλει χρόνια εμπειρίας. Και η τέχνη της ραπτικής την ακολούθησε σε όλη της τη ζωή.

Φοίτησε σε σχολή στην Τρίπολη και έγινε άριστη μοδίστρα. Ποτέ δεν της έλειψαν πια τα καινούρια  ρούχα. Μα περισσότερο από την ραπτική τέχνη, κράτησε το παράδειγμα της κυρίας Αθανασίας. Καλλιέργησε, προς δόξαν Θεού, την αγαθοεργία. Για χρόνια έραβε αφιλοκερδώς παιδικά ρούχα για φτωχές και πολύτεκνες οικογένειες στη Μεσσηνία.

Η Μαριάνθη, που κοιμήθηκε το 2023, έμεινε στη μνήμη των φτωχών παιδιών ως
«η θεία η μοδίστρα»—εκείνη που με βελόνα και κλωστή έραβε όχι μόνο υφάσματα, αλλά και ελπίδα.

-Λόγος Θείου Φωτός

Δεν υπάρχουν σχόλια: